Victoria: Συμπαθητικό θρίλερ ενός πλάνου

Το πολυβραβευμένο θρίλερ του Φερμανού Σεμπαστιάν Σίπερ υπονομεύεται από την έλλειψη μοντάζ αλλά μας κρατάει λόγω ερμηνειών.
Victoria: Συμπαθητικό θρίλερ ενός πλάνου
του Λουκά Τσουκνίδα

Το “Victoria” του Σεμπάστιαν Σίπερ, η ταινία που άνοιξε και το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, έρχεται στις αίθουσες δίνοντάς μας την ευκαιρία να δούμε ακόμη μία ταινία απ' αυτές που διαθέτουν ένα μόνο πλάνο. Παρά την αισθητική του αυτή ιδιαιτερότητα, βέβαια, το πολυβραβευμένο γερμανικό θρίλερ αδικείται απ' την ίδια του τη φόρμα καθώς η έλλειψη μοντάζ υπονομεύει την αφήγηση και αφήνει τις εξαιρετικές ερμηνείες της ομάδας των πρωταγωνιστών να βγάλουν το φίδι απ' την τρύπα, με ικανοποιητικά, ευτυχώς, αποτελέσματα.

Η υπόθεση

Βγαίνοντας από ένα κλαμπ του Βερολίνου, λίγη ώρα πριν το ξημέρωμα, η Βικτόρια πιάνει κουβέντα με τον Σόνε κι ακολουθεί την παρέα του σ' ένα ρεμπέλιασμα στην πόλη, ώσπου να έρθει η ώρα ν' ανοίξει το καφέ όπου εργάζεται. Όταν οι τρεις φίλοι χρειαστούν τέταρτο άτομο για μια βρωμοδουλειά που δε μπορούν ν' αποφύγουν, η νεοφερμένη ισπανίδα θα προσφερθεί να τους βοηθήσει...

Η κριτική

Για κάποιο λόγο, ο Σεμπάστιαν Σίπερ γύρισε το βερολινέζικο θρίλερ του σε ένα μόνο πλάνο. Από τεχνικής, αλλά και αφηγηματικής άποψης, η ιδέα ότι κάποιος κόπιασε για να επιτύχει κάτι τέτοιο διαθέτει μια γοητεία από μόνη της και προκαλεί το θαυμασμό και την περιέργεια. Βεβαίως, τεχνικά, μια ταινία μπορεί να φαίνεται σαν ένα μόνο πλάνο, αλλά να περιλαμβάνει εντέχνως κοψίματα σε σημεία που αυτά δεν είναι ορατά, αποδίδοντας παρ' ολ' αυτά πιστά την εμπειρία της θέασης του “ενός πλάνου”. Έτσι, η αυθεντικότητά της όσο και η συζήτηση γύρω από αυτή, καθίστανται ασήμαντες και σημασία έχει μόνο το “γιατί”.

Γιατί κάποιος να αφηγηθεί μία ιστορία σε ένα μόνο πλάνο; Όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να είναι η αφήγηση αποτελεσματική και αξιομνημόνευτη, η ένταση, η αγωνία, η συναισθηματική εμπλοκή κλπ. επιτυγχάνονται το ίδιο καλά με τα συνήθη μέσα, αν όχι πολύ καλύτερα. Από μία άποψη, ναι, η αίσθηση ότι η κάμερα είναι τα μάτια μας και παρακολουθούμε τους πρωταγωνιστές σε πραγματικό χρόνο επιτυγχάνει μία ψευδαίσθηση αμεσότητας, αλλά και πάλι, άλλος κινεί την κάμερα κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να απαλειφθεί εντελώς παρά μόνο στιγμιαία. Τέλος πάντων, ο Σίπερ αυτό ήθελε να κάνει κι έτσι παρακολουθούμε τις πιο δραματικές ώρες στη ζωή μιας ισπανίδας που βρέθηκε στο Βερολίνο ως τουρίστρια “αορίστου χρόνου” και δε μιλάει γρι γερμανικά.

Συναντάμε τη Βικτόρια σε ένα κλαμπ λίγο πριν την ώρα που θα πρέπει να πιάσει δουλειά ως σερβιτόρα σε κάποιο “βιολογικό” καφέ. Μόνη και ξετρελαμένη με τη βερολινέζικη νύχτα, χορεύει και πίνει προσπαθώντας να κάνει φίλους ή, απλώς, να χαρεί την ελευθερία της. Βγαίνοντας πέφτει επάνω στον Σόνε, ο οποίος, μαζί με την παρέα του, τον Μπόξερ, τον Μπλίνκερ και τον Φους, μόλις έχουν φάει πόρτα και βράζουν έξω απ' το κλαμπ με τις μπίρες τους ανά χείρας. Με τα πολλά τους ακολουθεί σε διάφορα σημεία της πόλης για να σκοτώσει χρόνο, αλλά και να φλερτάρει λίγο με τον γόη της παρέας, τον Σόνε. Όταν εκείνος την συνοδεύει ως τη δουλειά της, το φλερτ τους γίνεται πιο προσωπικό και πιο έντονο. Η συνέχεια όμως, ούτε στο Χόλιγουντ...

Μέχρι το σημείο που η ιστορία παίρνει μια πιο άγρια τροπή και το θρίλερ ξεκινά, ο Σίπερ βασίζεται στους πρωταγωνιστές του για να κρατήσει το ενδιαφέρον, χτίζοντας χαρακτήρες και σχέσεις. Αυτό είναι το πιο δυνατό στοιχείο της ταινίας, αφού οι ηθοποιοί δίνουν μια εξαιρετική παράσταση, ακόμη και σε σημεία που μοιάζουν να αυτοσχεδιάζουν. Η Βικτόρια δεν ξέρει γερμανικά και ένας εκ των φίλων δεν ξέρει αγγλικά, ο Σόνε όμως ξέρει όσα χρειάζονται για κρατά την κουβέντα ζωντανή και να γοητεύει την κοπέλα με τα άτσαλα μεταφρασμένα αστεία του. Η χημεία υπάρχει και η αίσθηση ότι οι δυο τους θα τα βρουν γίνεται όλο και μεγαλύτερη, όσο γνωρίζουμε την παρέα και καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι και τόσο κακά παιδιά, αλλά απλώς εξαιρετικά επιρρεπή στην παρανομία.

Εν τω μεταξύ, ο Σίπερ χρησιμοποιεί την κάμερα με διάφορους τρόπους, άλλες φορές μένοντας κολλημένος εκτός της δράσης και άλλες ακολουθώντας από πολύ κοντά τους ήρωές του, στην προσπάθειά του να μας βάλει στο κλίμα ή και στη θέση τους ακόμη. Το μέρος της γνωριμίας τραβάει αρκετά χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αλλά το ενδιάμεσο “διάλειμμα” με το εξαιρετικά παιγμένο τετ-α-τετ μας αποζημιώνει γι' αυτό. Όταν η δράση παίρνει μπρος, η ταινία μοιάζει να αλλάζει δύο ταχύτητες, όμως κι εδώ το μήκος των σκηνών παραμένει υπερβολικό για να επιτευχθεί κάποιου είδους ρυθμός, ώστε να μη δίνεται στον θεατή ο χρόνος να σκεφτεί πόσο πιστευτά είναι όσα του αφηγούνται. Αν και γυρισμένη με έμφαση στο να μοιάζει πραγματική, το μέτρο χάνεται κάποια στιγμή και οι προσταγές του “κινηματογραφικού είδους” κατευθύνουν πλέον την ιστορία.

Το “Victoria” είναι ένα συμπαθητικό θρίλερ με πολύ καλές ερμηνείες. Δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα του, μας θυμίζει για πιο λόγο υπάρχει το “μοντάζ”.

Βγαίνουν ακόμη:

Το καλό βάσκικο δράμα “Flowers”, η αμερικάνικη κωμωδία “Daddy's Home”, οι ταινίες δράσης “London Has Fallen” και “The Fifth Wave”, η ταινία κινουμένων σχεδίων “Zootopia” και η “Καύση” του Στράτου Τζίτζη.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v