Οι ελληνικές ταινίες που μας έκαναν να δακρύσουμε

Αυτές είναι οι πιο συγκινητικές ταινίες του ελληνικού σινεμά, που μας έκαναν να δακρύσουμε, να μελαγχολήσουμε και να βυθιστούμε στις όμορφες ιστορίες τους.
Οι ελληνικές ταινίες που μας έκαναν να δακρύσουμε
Ποια θεωρείτε την πιο συγκινητική ελληνική ταινία που έχετε δει ποτέ; Αυτή που σας έκανε να δακρύσετε με μια δραματική ανατροπή, να χαμογελάσετε σε μια γλυκόπικρη αλήθεια που αποτύπωσε ή να πλαντάξετε στο κλάμα με κάποια σκηνή που σας άγγιξε βαθιά; Εμείς παρακάτω συγκεντρώσαμε εννιά τέτοιες επιλογές από το εγχώριο σινεμά, που κατάφεραν να μας συγκινήσουν και να μας… βουρκώσουν.

Πολίτικη Κουζίνα (2003)

Υπόθεση: Ο Φάνης Ιακωβίδης είναι ένας γοητευτικός καθηγητής αστροφυσικής με μεγάλο ταλέντο στη μαγειρική. Με αφορμή την επερχόμενη επίσκεψη του παππού του από την Κωνσταντινούπολη, που έχει να δει χρόνια, ο Φάνης, μέσα από την προετοιμασία του φαγητού, ταξιδεύει πίσω στα παιδικά του χρόνια. Μια ξαφνική αρρώστια όμως του παππού αλλάζει τα σχέδια και τελικά ο καθηγητής αποφασίζει να πάει εκείνος στην Πόλη για να τον συναντήσει. Εκεί, επιστρέφουν όλες οι ευχάριστες αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, οι δυσάρεστες του διωγμού και της απέλασης αλλά και ο πρώτος έρωτας της ζωής του, η Σαϊμέ. Σκηνοθετεί ο Τάσος Μπουλμέτης και πρωταγωνιστούν οι Χωραφάς, Μιχαηλίδης, Λουιζίδου, Μάινας, Παπασπηλιόπουλος κ.α.
Γιατί μας συγκίνησε: Γιατί όλοι έχουμε κάτι «πολίτικο» μέσα μας, και όλοι συγκινούμαστε με τις ιστορίες διωγμού και προσφυγιάς που υπάρχουν στο DNA μας. Κι αν δεν μας φτάνει αυτό, έρχεται και η συγκινητική μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα να μας αποτελειώσει.

Η κάλπικη λίρα (1955)

Η υπόθεση: Μια κάλπικη λίρα περνά από χέρι σε χέρι και αφηγείται την ιστορία της, στα τέσσερα αυτόνομα επεισόδια που συνθέτουν την ταινία. Τη λίρα έχει κατασκευάσει ένας έντιμος χρυσοχόος, ο Ανάργυρος (Βασίλης Λογοθετίδης), παρασυρμένος από τη γοητεία της κυρίας Φιφής (Ίλυα Λιβυκού), και έχοντας ξοδέψει για να τη φτιάξει εκατό χρυσές λίρες. Κανείς όμως δεν αγοράζει το νόμισμα το οποίο φαίνεται ολοκάθαρα πως είναι κίβδηλο. Το νόμισμα περνά στα χέρια ενός ζητιάνου (Μίμης Φωτόπουλος) που παριστάνει τον τυφλό και καβγαδίζει συνεχώς με μια πόρνη (Σπεράντζα Βρανά), η οποία έχει στέκι στο σημείο του ζητιάνου. Έρχεται στην ιδιοκτησία μιας φτωχής ορφανής, της Φανίτσας, η οποία κινδυνεύει να βρεθεί στο δρόμο, αλλά ο τσιφούτης σπιτονοικοκύρης της, ο κύριος Βασίλης (Ορέστης Μακρής), τελικά δέχεται να εξαργυρώσει το νόμισμα και να βοηθήσει τη μικρή. Ακολούθως, η λίρα τρυπώνει στη βασιλόπιτα ενός φτωχού ζωγράφου, του Παύλου (Δημήτρης Χορν), που πρόσφατα παντρεύτηκε μια πλούσια κληρονόμο, την Αλίκη (Έλλη Λαμπέτη), και γίνεται σύμβολο του δυνατού αλλά σύντομου έρωτά τους.
Γιατί μας συγκίνησε: Γιατί ο μελοδραματισμός των ‘50s μετατρέπεται σε λυρικό παιχνίδι στα χέρια του σημαντικού έλληνα σκηνοθέτη, Γιώργου Τζαβέλλα. Από τις πιο συγκινητικές στιγμές της «σπονδυλωτής» πλοκής, το παράπονο του μικρού κοριτσιού που κανείς δεν δέχεται να αγοράσει τα λουλούδια της, καθώς και το «σ’αγαπώ» της Έλλης Λαμπέτη για έναν αδιέξοδο, χαμένο έρωτα.

Ταξίδι στα Κύθηρα (1984)

Η υπόθεση: Ένας πολιτικός πρόσφυγας, ο Σπύρος (Μάνος Κατράκης), επιστρέφει γέρος πια στην πατρίδα του μετά από πολλά χρόνια εξορίας. Η επιστροφή είναι δύσκολη, αφού ακόμα και η γυναίκα του (Ντόρα Βολανάκη) μοιάζει ξένη. Για την επίσημη πολιτεία, ο Σπύρος δεν ανήκει σε αυτόν τον τόπο, είναι ένας άντρας χωρίς εθνικότητα, με τη μνήμη του στραμμένη στο παρελθόν, ένας Οδυσσέας που γυρίζει σε ένα σπίτι που δεν υπάρχει. Όμως, ένας σκηνοθέτης, που θέλει να σκηνοθετήσει μια ταινία για τους πολιτικούς πρόσφυγες, θα ακολουθήσει τον Σπύρο σ’ αυτό το τελευταίο του ταξίδι.
Γιατί μας συγκίνησε: Όλες οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όσο πολιτικές και αν είναι, περιέχουν στιγμές ατόφιας συγκίνησης και λυρισμού. Όπως αυτή που ο μονόλογος του Μάνου Κατράκη καταλήγει στη φράση «Σε ακούω θάνατε που έρχεσαι. Σε ξεγέλασα πέντε φορές: πέντε πόλεμοι, φυλακές, το στήσιμο στον τοίχο. Σε ξεγέλασα. Σ' ακούω, σ' ακούω που έρχεσαι, σ' ακούω». Ή όπως ο τρόπος που φεύγει από τη ζωή.  Ή η σκηνή της σχεδίας, πιο πάνω, που συνοδεύεται από την υπέροχη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου.

Συνοικία το Όνειρο (1961)

Η υπόθεση: Στη φτωχογειτονιά του Ασύρματου στην Αθήνα, παρακολουθούμε τις ιστορίες απλών ανθρώπων που βιώνουν τα προβλήματα της ζωής. Ο Ρίκος, άρτι αποφυλακισμένος, προσπαθεί να βρει χρήματα, η αγαπημένη του βλέπει άλλους άνδρες, ο αδερφός της προσπαθεί να συνεισφέρει οικονομικά, αλλά όλοι τους σκοντάφτουν στην ωμή πραγματικότητα. Σκηνοθετεί ο Αλέκος Αλεξανδράκης και πρωταγωνιστεί μαζί με την Αλίκη Γεωργούλη και τον Μάνο Κατράκη.
Γιατί μας συγκίνησε: Μπορεί να ήταν πιο "σκληρή" από τις υπόλοιπες ταινίες του αφιερώματος, αλλά ήταν από τις πρώτες νεορεαλιστικές προσπάθειες στο εγχώριο σινεμά, που διαχειρίστηκε με συγκινητικό σκηνοθετικό τρόπο σκληρά κοινωνικά θέματα, με φοβερές ερμηνείες, που όχι μόνο συγκίνησαν αλλά και σόκαραν εκείνη την εποχή – μάλιστα αρχικά είχε απαγορευθεί η προβολή της, και μόνο στα αστικά κέντρα μπορούσε κανείς να δει τη λογοκριμένη εκδοχή της.

Μικρά Αγγλία (2013)

Η υπόθεση: Στην Άνδρο της δεκαετίας του ’30, η Μίνα, σύζυγος ναυτικού που λείπει διαρκώς σε ταξίδια, παντρεύει την κόρη της με έναν νεαρό πλοιοκτήτη, αντί για τον ορφανό υποπλοίαρχο που αυτή έχει ερωτευτεί. Όταν ο τελευταίος όμως ανέρχεται κοινωνικά, παντρεύεται την μικρότερη κόρη της οικογένειας και αναστατώνει τις ισορροπίες. Ο Παντελής Βούλγαρης μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη με πρωταγωνιστές τους Κωνσταντίνου, Τσιλίκα, Κόκκαλη, Παπαδοπούλου και Μουμούρη.
Γιατί μας συγκίνησε: Για την ωραία ερωτική ιστορία που διηγείται, με τον όμορφο μελαγχολικό τόνο που δίνει στην ταινία ο Παντελής Βούλγαρης, δένοντας την με την ατμόσφαιρα και την κοινωνική δομή της εποχής.

Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965)

Η υπόθεση: Ο αυταρχικός Αντωνάκης Κοκοβίκος ζει επί δέκα χρόνια με την αγαπημένη του Ελένη, η οποία υπομένει αγόγγυστα τις ιδιοτροπίες του. Όταν όμως οι φίλοι του γνωρίζουν την Ελένη και τον πιέζουν την αποκαταστήσει… οι σκλάβοι ξυπνούν. Και ο έρωτας «παίρνει το καπελάκι του και φεύγει».
Γιατί μας συγκίνησε: Για τις εικόνες μιας Πλάκας από τα παλιά. Για την στωικότητα της Ελενίτσας και το αιθέριο τραγούδι της κάθε φορά που περνά κάτω από το παράθυρό της η λατέρνα. Για την (για άλλη μια φορά) όμορφη σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα, και για εκείνη τη σκηνή με το ετοιμόρροπο σπίτι, που γίνεται το σημείο συνάντησής τους χρόνια μετά.

Όλα είναι δρόμος (1998)

Η υπόθεση: Τρεις ιστορίες με ένα κοινό παρονομαστή... Ένας αρχαιολόγος αναζητά τους φίλους του γιου του που αυτοκτόνησε στο στρατό. Μια ομάδα ορνιθολόγων πηγαίνει στο Δέλτα του Έβρου για να παρατηρήσει την τελευταία νανόχηνα που έχει καταφύγει στο ποτάμι, με τη βοήθεια ενός ηλικιωμένου θηροφύλακα. Και ένας εργοστασιάρχης καταφεύγει στα μπουζούκια της επαρχίας για να ξεχάσει την εγκατάλειψή του από την οικογένειά του. καθώς η σύζυγός του πήρε τα δυο μικρά παιδιά τους και τον εγκατέλειψε. Σκηνοθετεί ο Παντελής Βούλγαρης και πρωταγωνιστούν οι Αρμένης, Βέγγος, Καταλειφός.
Γιατί μας συγκίνησε: Για την «εκτέλεση» του Θανάση Βέγγου, για την μεστή ερμηνεία του Καταλειφού και για τον τελευταίο χορό του Αρμένη αφού τα έχει κάψει όλα.

Το τανγκό των Χριστουγέννων (2011)

Η υπόθεση: Σε ένα στρατόπεδο του Έβρου, το μακρινό 1970, ένας υπολοχαγός αναθέτει σε έναν φαντάρο να του διδάξει τανγκό, ώστε να ζητήσει επιτέλους την γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος να χορέψουν στην γιορτή των Χριστουγέννων. Μόνο που αυτή η γυναίκα είναι η σύζυγος του αντισυνταγματάρχη. Σκηνοθετεί ο Νίκος Κουτελιδάκης και παίζουν οι Μπέζος, Στάνκογλου, Αλμπάνης και Παπαδοπούλου.
Γιατί μας συγκίνησε: Για την «καλλιγραφική» σκηνοθεσία, το ρομαντικό σάουντρακ, την χριστουγεννιάτικη εσάνς και για τον συναισθηματισμό που μπορεί να ανθίσει… ακόμη και σε σκηνικό Χούντας.

Η χορωδία του Χαρίτωνα (2005)

Η υπόθεση: Άνοιξη του 1968: Μια μικρή επαρχιακή πόλη βρίσκεται σε αναβρασμό λόγω του Ετήσιου Διαγωνισμού Χορωδιών της περιοχής. Ο χαρισματικός γυμνασιάρχης Χαρίτων διευθύνει την σχολική χορωδία μέχρι που η εμφάνιση του φιλόδοξου στρατιωτικού Ταγματάρχη Δημητρίου θα πυροδοτήσει την σύγκρουση ανάμεσα τους, για τα μάτια της ωραίας Ελένης, της όμορφης καθηγήτριας του Γυμνασίου, και όχι μόνο.
Γιατί μας συγκίνησε: Για την εξαίσια ατμόσφαιρα εποχής, για τα πλάνα της Κέρκυρας, και για το γλυκόπικρο, μελαγχολικό χιούμορ που καταφέρνει να διατηρήσει μαζί με την ματιά στα χρόνια της αθωότητας, καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας ο Γρηγόρης Καραντινάκης στην πρώτη μεγάλου μήκους προσπάθειά του.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v