του Λουκά Τσουκνίδα
Τέσσερα χρόνια μετά το “This Must Be the Place”, ο ιταλός “στιλίστας” Πάολο Σορεντίνο επιστρέφει στο αγγλόφωνο σινεμά με το “Youth”, μία ταινία που διατηρεί το ύφος του οσκαρικού “The Great Beauty” και δίνει την ευκαιρία στον αειθαλή Μάικλ Κέιν να λάμψει και πάλι. Δυστυχώς, οι ανησυχίες δύο υγιώς γερασμένων καλλιτεχνών καθώς απολαμβάνουν τις υπηρεσίες ενός spa-resort στις ελβετικές άλπεις δεν διαθέτουν κάποιο ιδιαίτερο σεναριακό βάρος, πέραν της αμπελοφιλοσοφίας περί χρόνου, και οι πανέμορφα επιτηδευμένες “εικονογραφήσεις” του δημιουργού ξεμένουν γρήγορα από “θέμα”.
Η υπόθεση
Ο συνταξιοδοτημένος μαέστρος Φρεντ Μπάλιντζερ περνά τις μέρες του σ' ένα ελβετικό θέρετρο με τον φίλο του Μικ Μπόιλ, σκηνοθέτη εν ενεργεία, που δουλεύει παράλληλα στο τελευταίο του σενάριο. Απ' την παρέα τους περνούν διάφοροι άνθρωποι, πελάτες και εργαζόμενοι, ένας ηθοποιός που προετοιμάζει τον επόμενό του ρόλο, καθώς και η κόρη του Φρεντ που έχει μόλις χωρίσει με τον γιο του Μικ...
Η κριτική
Δικαιολογημένα, θαρρώ, το “The Great Beauty” εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς κι έβαλε τον Πάολο Σορεντίνο για τα καλά στις λίστες με τους πιο ενδιαφέροντες και αναγνωρίσιμους δημιουργούς στο σύγχρονο σινεμά. Παρ' ότι είχαμε ήδη πάρει μια γεύση του συγκεκριμένου ύφους και αισθητικού πακέτου, εν γένει, στο πολύ πιο ουσιαστικό “Il Divo”, το “φελινικής” ατμόσφαιρας έπος του ιταλού είχε, όχι μόνο την απαραίτητη αμφισημία, αλλά και όλα εκείνα τα στοιχεία που οδηγούν σε μαζικότερη αποδοχή και θαυμασμό. Ήταν μοιραίο λοιπόν να προσεγγίσει και να προσεγγιστεί απ' το αγγλόφωνο κοινό.
Από αισθητικής άποψης, το “Youth” διατηρεί όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν το ιταλόφωνο “The Great Beauty” να ξεχωρίσει. Βέβαια, οι ελβετικές Άλπεις δεν είναι η Ρώμη και ο Φρεντ Μπάλιντζερ δεν είναι ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα, ενώ οι παρηκμασμένοι συνδαιτημόνες της νιότης του τελευταίου δεν έχουν τίποτε κοινό με το τσούρμο των γερασμένων θαμώνων που απολαμβάνουν τα ίδια λουτρά πολυτελείας με τους ήρωες του “Youth”. Εδώ ο καμβάς είναι ένας τόπος απόσυρσης, αλλά και συντήρησης, ένα “ψυγείο” όπου ο χρόνος του καθενός είναι αφιερωμένος στον ίδιο του τον εαυτό και στην επιμήκυνση της υλικής του ζωής.
Ο Φρεντ είναι ένας κοινός άνθρωπος παγιδευμένος στη ζωή ενός σελέμπριτι “υψηλής κουλτούρας”, αποκαρδιωτικά υγιής στα βαθιά “-ήντα” του, περιζήτητος από εκδότες και βασιλικούς ακόλουθους, εμβρόντητος απ' την ίδια του την ανθεκτικότητα πλάι στη φθορά των άλλων. Ο Μικ είναι ένας δημιουργός σε φυσιολογική παρακμή, πεπεισμένος ότι μπορεί να δώσει στον κόσμο ένα τελευταίο αριστούργημα, τη “διαθήκη του”, για το οποίο δουλεύει με μια ομάδα νεαρών σεναριογράφων και θαυμαστών του. Οι δυο τους αναπολούν, παρατηρούν, σχολιάζουν και εξομολογούνται, χωρίς όμως να διαπερνούν την επιφάνεια πάνω στην οποία έχτισαν εξαρχής τη σχέση ή τις σχέσεις τους, παρά μόνο στιγμιαία και χωρίς αντίκτυπο στην αφήγηση.
Στην καθημερινότητά τους, την αδρανή του Φρεντ και τη δημιουργική του Μικ, παρεμβάλλονται άνθρωποι νεότεροι ή γηραιότεροι, ντυμένοι ή γυμνοί, που αποτελούν ίσως διαφορετικές εκδοχές της σκιαγραφούμενης έννοιας της “νεότητας”, τρέχουσας ή περασμένης. Οι ομιλούντες εξ αυτών λένε λίγα και κοινότοπα ενώ οι άλλοι δεν ξεπερνούν ποτέ το επίπεδο του ντεκόρ, με αποκορύφωμα μία απ' τις πιο γελοίες σκηνές υπαίθριου σεξ που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη. Εντωμεταξύ, η χημεία μεταξύ των δύο φίλων είναι ανύπαρκτη και μόνο ο Φρεντ εξελίσσεται στα μάτια μας ως χαρακτήρας, λόγω κυρίως αυτού που κρύβει πίσω απ' την χαρακτηριστική του απάθεια.
Μεγάλο μερίδιο στην διατήρηση του ενδιαφέροντος πρέπει μάλλον ν' αποδοθεί στον Μάικλ Κέιν, αυτόν τον εξαιρετικό ηθοποιό που ξέρει τόσο καλά να επιβάλλεται στον θεατή υπερπηδώντας ακόμη και το εμπόδιο ενός αδιάφορου σεναρίου. Η παρουσία των Ρέιτσελ Βάις και Πολ Ντάνο βοηθά επίσης, αν και οι χαρακτήρες τους δεν έχουν κάτι φοβερό να κάνουν και να πουν. Στον αντίποδα πάλι, σχεδόν απαρατήρητος περνά ο Χάρβεϊ Κεϊτέλ, που χάνεται εντυπωσιακά στη σκιά του μεγάλου συμπρωταγωνιστή του.
Αναμενόμενα, εκτός του Κέιν, πρωταγωνιστής της ταινίας είναι και ο ίδιος ο δημιουργός της, αφού το στιλ που έχει λανσάρει ο Σορεντίνο καταλήγει να υπερκαλύπτει το όποιο περιεχόμενο, δίνοντάς μας αρκετές στιγμές οπτικής απόλαυσης, αλλά και μεγάλα διαστήματα γεμάτα από αδιάφορο διάλογο και φιλόδοξους συμβολισμούς. Το αποτέλεσμα είναι, όπως πάντα, εικαστικά άψογο, μα η απομυθοποιητική του δύναμη εξουδετερώνεται αφού η ειρωνεία απλώς δε δουλεύει και η κωμική διάσταση του “σορεντινικού” δράματος αποδεικνύεται εξαιρετικά ισχνή.
Το “Youth” είναι μια μετριότατη κινηματογραφική δουλειά.
Βγαίνουν ακόμη:
Το πολύ ενδιαφέρον κι επίκαιρο δράμα “The Measure of a Man” του Στεφάν Μπριζέ, το συμπαθητικό βιογραφικό δράμα “Black Mass”, τα θρίλερ “Il Futuro” και “Regression” και το νέο ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή “Αρκαδία Χαίρε”.
του Λουκά Τσουκνίδα
Τέσσερα χρόνια μετά το “This Must Be the Place”, ο ιταλός “στιλίστας” Πάολο Σορεντίνο επιστρέφει στο αγγλόφωνο σινεμά με το “Youth”, μία ταινία που διατηρεί το ύφος του οσκαρικού “The Great Beauty” και δίνει την ευκαιρία στον αειθαλή Μάικλ Κέιν να λάμψει και πάλι. Δυστυχώς, οι ανησυχίες δύο υγιώς γερασμένων καλλιτεχνών καθώς απολαμβάνουν τις υπηρεσίες ενός spa-resort στις ελβετικές άλπεις δεν διαθέτουν κάποιο ιδιαίτερο σεναριακό βάρος, πέραν της αμπελοφιλοσοφίας περί χρόνου, και οι πανέμορφα επιτηδευμένες “εικονογραφήσεις” του δημιουργού ξεμένουν γρήγορα από “θέμα”.
Η υπόθεση
Ο συνταξιοδοτημένος μαέστρος Φρεντ Μπάλιντζερ περνά τις μέρες του σ' ένα ελβετικό θέρετρο με τον φίλο του Μικ Μπόιλ, σκηνοθέτη εν ενεργεία, που δουλεύει παράλληλα στο τελευταίο του σενάριο. Απ' την παρέα τους περνούν διάφοροι άνθρωποι, πελάτες και εργαζόμενοι, ένας ηθοποιός που προετοιμάζει τον επόμενό του ρόλο, καθώς και η κόρη του Φρεντ που έχει μόλις χωρίσει με τον γιο του Μικ...
Η κριτική
Δικαιολογημένα, θαρρώ, το “The Great Beauty” εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς κι έβαλε τον Πάολο Σορεντίνο για τα καλά στις λίστες με τους πιο ενδιαφέροντες και αναγνωρίσιμους δημιουργούς στο σύγχρονο σινεμά. Παρ' ότι είχαμε ήδη πάρει μια γεύση του συγκεκριμένου ύφους και αισθητικού πακέτου, εν γένει, στο πολύ πιο ουσιαστικό “Il Divo”, το “φελινικής” ατμόσφαιρας έπος του ιταλού είχε, όχι μόνο την απαραίτητη αμφισημία, αλλά και όλα εκείνα τα στοιχεία που οδηγούν σε μαζικότερη αποδοχή και θαυμασμό. Ήταν μοιραίο λοιπόν να προσεγγίσει και να προσεγγιστεί απ' το αγγλόφωνο κοινό.
Από αισθητικής άποψης, το “Youth” διατηρεί όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν το ιταλόφωνο “The Great Beauty” να ξεχωρίσει. Βέβαια, οι ελβετικές Άλπεις δεν είναι η Ρώμη και ο Φρεντ Μπάλιντζερ δεν είναι ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα, ενώ οι παρηκμασμένοι συνδαιτημόνες της νιότης του τελευταίου δεν έχουν τίποτε κοινό με το τσούρμο των γερασμένων θαμώνων που απολαμβάνουν τα ίδια λουτρά πολυτελείας με τους ήρωες του “Youth”. Εδώ ο καμβάς είναι ένας τόπος απόσυρσης, αλλά και συντήρησης, ένα “ψυγείο” όπου ο χρόνος του καθενός είναι αφιερωμένος στον ίδιο του τον εαυτό και στην επιμήκυνση της υλικής του ζωής.
Ο Φρεντ είναι ένας κοινός άνθρωπος παγιδευμένος στη ζωή ενός σελέμπριτι “υψηλής κουλτούρας”, αποκαρδιωτικά υγιής στα βαθιά “-ήντα” του, περιζήτητος από εκδότες και βασιλικούς ακόλουθους, εμβρόντητος απ' την ίδια του την ανθεκτικότητα πλάι στη φθορά των άλλων. Ο Μικ είναι ένας δημιουργός σε φυσιολογική παρακμή, πεπεισμένος ότι μπορεί να δώσει στον κόσμο ένα τελευταίο αριστούργημα, τη “διαθήκη του”, για το οποίο δουλεύει με μια ομάδα νεαρών σεναριογράφων και θαυμαστών του. Οι δυο τους αναπολούν, παρατηρούν, σχολιάζουν και εξομολογούνται, χωρίς όμως να διαπερνούν την επιφάνεια πάνω στην οποία έχτισαν εξαρχής τη σχέση ή τις σχέσεις τους, παρά μόνο στιγμιαία και χωρίς αντίκτυπο στην αφήγηση.
Στην καθημερινότητά τους, την αδρανή του Φρεντ και τη δημιουργική του Μικ, παρεμβάλλονται άνθρωποι νεότεροι ή γηραιότεροι, ντυμένοι ή γυμνοί, που αποτελούν ίσως διαφορετικές εκδοχές της σκιαγραφούμενης έννοιας της “νεότητας”, τρέχουσας ή περασμένης. Οι ομιλούντες εξ αυτών λένε λίγα και κοινότοπα ενώ οι άλλοι δεν ξεπερνούν ποτέ το επίπεδο του ντεκόρ, με αποκορύφωμα μία απ' τις πιο γελοίες σκηνές υπαίθριου σεξ που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη. Εντωμεταξύ, η χημεία μεταξύ των δύο φίλων είναι ανύπαρκτη και μόνο ο Φρεντ εξελίσσεται στα μάτια μας ως χαρακτήρας, λόγω κυρίως αυτού που κρύβει πίσω απ' την χαρακτηριστική του απάθεια.
Μεγάλο μερίδιο στην διατήρηση του ενδιαφέροντος πρέπει μάλλον ν' αποδοθεί στον Μάικλ Κέιν, αυτόν τον εξαιρετικό ηθοποιό που ξέρει τόσο καλά να επιβάλλεται στον θεατή υπερπηδώντας ακόμη και το εμπόδιο ενός αδιάφορου σεναρίου. Η παρουσία των Ρέιτσελ Βάις και Πολ Ντάνο βοηθά επίσης, αν και οι χαρακτήρες τους δεν έχουν κάτι φοβερό να κάνουν και να πουν. Στον αντίποδα πάλι, σχεδόν απαρατήρητος περνά ο Χάρβεϊ Κεϊτέλ, που χάνεται εντυπωσιακά στη σκιά του μεγάλου συμπρωταγωνιστή του.
Αναμενόμενα, εκτός του Κέιν, πρωταγωνιστής της ταινίας είναι και ο ίδιος ο δημιουργός της, αφού το στιλ που έχει λανσάρει ο Σορεντίνο καταλήγει να υπερκαλύπτει το όποιο περιεχόμενο, δίνοντάς μας αρκετές στιγμές οπτικής απόλαυσης, αλλά και μεγάλα διαστήματα γεμάτα από αδιάφορο διάλογο και φιλόδοξους συμβολισμούς. Το αποτέλεσμα είναι, όπως πάντα, εικαστικά άψογο, μα η απομυθοποιητική του δύναμη εξουδετερώνεται αφού η ειρωνεία απλώς δε δουλεύει και η κωμική διάσταση του “σορεντινικού” δράματος αποδεικνύεται εξαιρετικά ισχνή.
Το “Youth” είναι μια μετριότατη κινηματογραφική δουλειά.
Βγαίνουν ακόμη:
Το πολύ ενδιαφέρον κι επίκαιρο δράμα “The Measure of a Man” του Στεφάν Μπριζέ, το συμπαθητικό βιογραφικό δράμα “Black Mass”, τα θρίλερ “Il Futuro” και “Regression” και το νέο ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή “Αρκαδία Χαίρε”.