Joe: Ο Νίκολας Κέιτζ σε απολαυστικό B-movie

Εξαιρετικό καστ και άψογη ατμόσφαιρα θρίλερ είναι τα δυνατά χαρτιά της νέας ταινίας του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν με πρωταγωνιστή τον Νίκολας Κέιτζ.
Joe: Ο Νίκολας Κέιτζ σε απολαυστικό B-movie
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Ένας πολλά υποσχόμενος σκηνοθέτης που παρέκκλινε της πορείας του κι ένας πολλά υποσχόμενος ηθοποιός που έχασε εντελώς το δρόμο ενώνουν τις δυνάμεις τους σε μια ταινία που μοιάζει κομμένη και ραμμένη πάνω στις ικανότητες και των δυο τους. Ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν και ο Νίκολας Κέιτζ κάνουν ό,τι μπορούν, αλλά, παρά τη σημαντική βοήθεια ενός “ιδιαίτερου” καστ, το “Joe” δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα βίαιο, “σκεπτόμενο” μπι-μούβι, με μπόλικες σκηνές άψογου κινηματογραφικού στιλ, αλλά μηδαμινής συναισθηματικής φόρτισης.

Η υπόθεση

Ο Τζο είναι ένας άνθρωπος με ζόρικο παρελθόν, ο οποίος προσπαθεί να ζήσει σύμφωνα με τον δικό του κώδικα τιμής σε μια ξεχασμένη γωνιά της αμερικάνικης επαρχίας. Μια μέρα, ο μικρός Γκάρι εμφανίζεται απ’ το πουθενά και του ζητά δουλειά. Ο Τζο τον προσλαμβάνει, αλλά γρήγορα καταλαβαίνει ότι ο μικρός έχει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα να αντιμετωπίσει: τον μέθυσο, ανεπρόκοπο και βίαιο πατέρα του...



Η κριτική

Με το “Joe” ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν επιστρέφει για τα καλά στις ρίζες του και στο στιλ που τον έφερε κάποτε στη θέση του “τρομερού παιδιού” του αμερικάνικου ανεξάρτητου κινηματογράφου. Η ιστορία που διαλέγει να κινηματογραφήσει εστιάζει στις πιο απελπιστικές γωνιές μιας περιοχής χωρίς όνομα, αλλά με προφανή τοποθέτηση κάπου στον αμερικάνικο νότο. Το καστ του είναι ένα μίγμα επαγγελματιών και ερασιτεχνών, με αποκορύφωμα την επιλογή ενός άστεγου πρώην ηθοποιού κατευθείαν απ’ τους δρόμους του Όστιν, του εκπληκτικού ―και εκλειπόντος πια― Γκάρι Πόουλτερ, για το ρόλο του μεθύστακα πατριάρχη. Το άλλο δυνατό του χαρτί, εκτός του καστ, είναι η ατμόσφαιρα και ο γενικότερος μύθος μέσα στον οποίο ο κεντρικός του χαρακτήρας ταιριάζει γάντι ως τραγικός αντι-ήρωας.

Ο Γκρίν και ο σεναριογράφος του Γκάρι Χόκινς χτίζουν το προφίλ του Τζο μέσα από στιγμιότυπα της καθημερινότητάς του, περιγραφές των ανθρώπων που τον γνωρίζουν και πληροφορίες που αφήνουν να διαρρεύσουν σε ανύποπτες στιγμές της αφήγησης. Καταλαβαίνουμε γρήγορα ότι πρόκειται για κάποιον σκληροτράχηλο ντόπιο, με βεβαρυμένο παρελθόν, αλλά με σχετικό κύρος στην κοινότητα, κυρίως για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, τους ευθείς τρόπους του και το καταπιεσμένο αίσθημα ευθύνης του για όσα στραβά ―όλα δηλαδή― συμβαίνουν γύρω του. Διατηρεί ένα ημιπαράνομο συνεργείο “θανάτωσης δέντρων”, μια οικογένεια που δε βλέπει ποτέ, μια νεαρή περιστασιακή ερωμένη κι ένα σκυλί που υπεραγαπά.

Στο δρόμο αυτού του ανθρώπου πέφτει ο μικρός Γκάρι, ένας αρχετυπικός απόκληρος πιτσιρικάς που μοιάζει ο μόνος λογικός σε μια αποτρελαμένη οικογένεια περιπλανώμενων άστεγων. Η μάνα μιλάει ελάχιστα, μόνο καπνίζει και τρέμει απ’ το φόβο, η αδερφή έχει σταματήσει να μιλά προ πολλού και ο πατέρας, αδίστακτος και ασυνείδητος, νοιάζεται μόνο για το πιοτό του, για το οποίο μπορεί, κυριολεκτικά, να σκοτώσει άνθρωπο. Ο μικρός έχει ένα έμφυτο αίσθημα αξιοπρέπειας κι ευθύνης και μια τάση προς την υπέρβαση των συνθηκών στις οποίες αναγκάζεται να μεγαλώσει. Ο Τζο το βλέπει αυτό, του δίνει δουλειά και του προσφέρει συνάμα τη φιλία του. Το περιβάλλον όμως δεν είναι κάτι που μπορείς να αγνοήσεις και καμία υγιής σχέση, ακόμη κι αν είναι σχέση πατέρα-γιου, δε μπορεί να ανθήσει μέσα στις λάσπες και τα δηλητηριασμένα δάση του τόπου της ταινίας.

Απ’ το ξεκίνημα κιόλας είναι προφανής ο συμβολισμός που μας παρέχει η δουλειά του Τζο. Τα αδύναμα, αρρωστημένα δέντρα, μιας και ο νόμος απαγορεύει να κοπούν εξ επί τούτου, δηλητηριάζονται για να πέσουν και στη θέση τους να φυτευτούν καινούργια, στιβαρά πεύκα που, μια μέρα, θα γίνουν σωστή ξυλεία. Ο Τζο άφησε το περιβάλλον του να τον δηλητηριάσει ενώ ο Γκάρι κατάφερε να μείνει αλώβητος. Το γέρικο δέντρο πρέπει να πέσει ώστε το νέο να μεγάλωσει και να γίνει δυνατό και χρήσιμο.

Οι άψογες αισθητικές επιλογές του Γκριν χτίζουν μια ατμόσφαιρα θρίλερ, στην οποία συνεισφέρουν οι διαταραγμένοι χαρακτήρες που παρελαύνουν στην οθόνη μας, αλλά και η εκτεταμένη χρήση βίας σε βαθμό που αγγίζει το πορνό. Το καστ είναι εξαιρετικό, με τον άσημο Γκάρι Πόουλτερ να επισκιάζει τους πολύ καλούς Νίκολας Κέιτζ και Τάι Σέρινταν με την στοιχειωτική ερμηνεία του στο ρόλο του διαβολικού, βγαλμένου θαρρείς από ταινία τρόμου, μεθύστακα. Μπορούμε να πούμε πως τα συστατικά για μια καλή ταινία είναι όλα εκεί ―αν εξαιρέσει κανείς την πλήρη απουσία των γυναικών απ’ τις εξελίξεις― αλλά κάτι δεν δουλεύει όπως πρέπει.

Ίσως είναι ότι τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην οθόνη μας και απαρτίζουν την πλοκή μοιάζουν εντελώς τυχαία. Ίσως πάλι να είναι η προβλέψιμη κατάληξη η οποία δε μοιάζει και τόσο αναπόφευκτη αν το πλάνο ανοίξει πέρα απ’ τους τρεις-τέσσερις αυτούς ανθρώπους που κάνουν μια άρρωστη κατάσταση ακόμη πιο άρρωστη. Ίσως οι χαρακτήρες να μην είναι και τόσο πειστικοί και το πολύ στιλιζάρισμα να στέλνει περίπατο κάθε πιθανή αληθοφάνεια. Ίσως να μοιάζει που και που όλο αυτό σαν ένα όχημα για την επαναφορά του Νίκολας Κέιτζ με αξιώσεις στο “ποιοτικό” σινεμά. Το αποτέλεσμα πάντως διεγείρει τα οπτικά μας νεύρα, αλλά αποτυγχάνει να μας “αγγίξει” περαιτέρω.

Το “Joe” είναι μια “ενδιαφέρουσα αποτυχία”, απολαυστικό ως μπι-μούβι μα απογοητευτικό ως γνήσιο αμερικάνικο δράμα.

Βγαίνουν ακόμη:
Οι κωμωδίες “22 Jump Street” και “Le Week-End” και το γαλλικό δράμα “Quantum Love”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v