The Two Faces of January: Νουάρ στην Αθήνα του 1960

Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Χοσεΐν Αμίνι μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το νουάρ μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ, χάνοντας την ατμόσφαιρά του.
The Two Faces of January: Νουάρ στην Αθήνα του 1960
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Με ένα μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ στα χέρια του κι ένα πολλά υποσχόμενο ερμηνευτικό τρίο στη διάθεσή του, ο Χοσεΐν Αμίνι κάνει το ντεμπούτο του στην καρέκλα του σκηνοθέτη, με την φιλοδοξία να μεταφέρει τη γνωστή ατμόσφαιρα των έργων της συγγραφέως στη μεγάλη οθόνη. Το “The Two Faces of January” όμως, δεν είναι παρά μια επιφανειακή άσκηση στο νουάρ ύφος, σεναριακά ρηχό και σκηνοθετικά απρόσωπο με αμήχανες ερμηνείες που αδυνατούν να προσθέσουν κάτι νόστιμο στην τελική σούπα.

Η υπόθεση

Ο νεαρός Ραϊντέλ, ένας γλωσσομαθής, αμερικάνος τυχοδιώκτης, περνά τον καιρό του κάνοντας τον οδηγό τουριστών στην Αθήνα, ψιλοκλέβοντας και μερικούς όποτε του δίνεται η ευκαιρία. Μια μέρα, ο μεσήλικας Τσέστερ και η νεαρή γυναίκα του Κολέτ, ένα μυστηριώδες ζευγάρι ματσωμένων αμερικανών του τραβούν την προσοχή και γίνεται οδηγός και παρέα τους. Λίγο πριν φύγουν για τον επόμενο ευρωπαϊκό σταθμό τους, το ταξίδι τους εκτροχιάζεται κι ο Ραϊντέλ, από ένα γύρισμα της τύχης, μπλέκει στην περιπέτεια που έμοιαζε να ψάχνει...



Η κριτική

Στην πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια, ο σχετικά πετυχημένος σεναριογράφος Χοσεΐν Αμίνι επιλέγει να περπατήσει σε δύσβατα μονοπάτια και είτε χάνει το δρόμο του είτε επιλέγει την πιο ασφαλή, αλλά και λιγότερο ενδιαφέρουσα οδό. Το “Two Faces of January” είναι μια ιστορία μυστηρίου διά χειρός Πατρίτσια Χάισμιθ κι αυτό, από μόνο του, ρίχνει ένα βάρος στους ώμους του δημιουργού το οποίο δεν είναι εύκολο να κουβαλήσει ένας πρωτάρης κι ας έχει τον έλεγχο και των δύο κύριων δημιουργικών σταδίων, του σεναρίου και της σκηνοθεσίας.

Οι αμφιλεγόμενοι χαρακτήρες, τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους, τα κρυφά κίνητρα, αλλά και τα καθαρά ανθρώπινα πάθη που καθορίζουν τις επιλογές τους είναι δεδομένα στο πρωτότυπο υλικό (όπως μπορεί κανείς να αντιληφθεί κι απ' τις ταινίες με ήρωα τον “Ρίπλεϋ”) κι οτιδήποτε λιγότερο είναι καταδικασμένο να βγάζει μάτι. Ο Αμίνι μας εισάγει στους χαρακτήρες του σχετικά απότομα, βιάζεται να μας δείξει πόσο “αμφιλεγόμενοι” είναι ώστε εμείς να μην μπορούμε ν' αποφασίσουμε αν τους συμπαθούμε ή όχι, μέχρι τη στιγμή, ίσως, που θα καταλάβουμε ότι “δε διαφέρουμε και τόσο” απ' αυτούς. Το αποτέλεσμα είναι χάρτινοι ήρωες, αδικαιολόγητες ίντριγκες και μοιραία ατυχήματα που οδηγούν σ' ένα χλιαρό τέλος χωρίς καμία ένταση ή ενδιαφέρον για τη μοίρα των πρωταγωνιστών.

Ο Ραϊντέλ κάνει αρπαχτές με γκρουπ αφελών πλουσιοκόριτσων, τις οποίες φλερτάρει απροκάλυπτα, αλλά και ξαφρίζει όποτε μπορεί. Δεν εμφανίστηκε, απ' ότι μαθαίνουμε, στην κηδεία του πατέρα του με τον οποίο οι σχέσεις τους ήταν, μάλλον, ψυχρές, ενώ τα σχέδια του για το μέλλον δεν περιλαμβάνουν τίποτε χειροπιαστό. Ο Τσέστερ, που μοιάζει εξαιρετικά τραχύς και “ψημμένος”, κυκλοφορεί σαν κροίσος με μια πολύ νεότερή του σύζυγο, τη φαινομενικά γλυκιά και αθώα Κολέτ, χωρίς να δίνει δεκάρα για τα αξιοθέατα και με μια βαλίτσα γεμάτη μετρητά που δεν αφήνει απ' τα μάτια του. Το κλου είναι ότι μοιάζει με τον πατέρα του Ραϊντέλ κι η γνωριμία τους πατά πάνω σ' αυτήν την εκβιαστική λεπτομέρεια, η οποία πιθανόν να αποτελεί βασικό στοιχείο και του βιβλίου, αλλά αμφιβάλλω ότι ολόκληρη η αφήγηση ξεκινά απ' αυτό. Για τον Αμίνι πάντως είναι αρκετό και μαζί με την έλξη που ασκεί στον Ραϊντέλ η συνομήλική του Κολέτ τον φέρνει δίπλα στο ζευγάρι που ίσως τον οδηγήσει στην καταστροφή του.

Υπάρχει προφανώς μια κλιμάκωση στην περιπέτεια του νεαρού, ο οποίος μπλέκεται μισο-οικειοθελώς σ' έναν ιστό που ο ίδιος δεν έχει υφάνει κι ο σκηνοθέτης προσπαθεί όσο μπορεί να χτίσει μια ατμόσφαιρα αγωνίας, αβεβαιότητας και διαρκούς κινδύνου γύρω του, όσο επιχειρεί να καταλάβει κι ο ίδιος για ποιο λόγο έχει μπλέξει. Γιατί ώρες-ώρες μοιάζει πραγματικά σα να μην ξέρει, κι ο φιλότιμος Όσκαρ Άιζακ δεν καταφέρνει να δώσει τίποτε παραπάνω σ' έναν χαρακτήρα επίπεδο και εντελώς βαρετό, τον οποίο συναγωνίζονται επάξια σ' αυτό κι οι άλλοι δύο, απορροφώντας στη γενική μετριότητα τον πληθωρικό Βίγκο Μόρτενσεν και τη γλυκύτατη Κίρστεν Ντανστ. Τέλος πάντων. Ο Αμίνι προσπαθεί να κατασκευάσει όπως-όπως ένα θρίλερ με τα υλικά που ο ίδιος επέλεξε απ' τη δεξαμενή του πρωτότυπου, αλλά δεν του βγαίνει τίποτε. Ακόμη και η αληθοφανής, αν και αποστειρωμένη, αναπαράσταση της Ελλάδας του '60, κάνει την ταινία να μοιάζει πού και πού με παλιό, έγχρωμο ελληνικό νουάρ με ντουμπλαρισμένες φωνές.

Το “The Two Faces of January” είναι μια κακή απόπειρα μεταφοράς στην οθόνη ενός στιλ που έχει αποδειχθεί απόλυτα επιτυχημένο στο χαρτί. Μιας, όμως, και μιλάμε πλέον για θερινούς, καλύτερα περιμένετε να βγει κανένας Χίτσκοκ ή σπεύστε ανεπιφύλακτα στο “Miller's Crossing” των αδερφών Κοέν.

Βγαίνουν ακόμη:
Το νεανικό, αισθηματικό δράμα “The Fault in Our Stars”, η ταινία δράσης “Sabotage”, η ταινία τρόμου “Oculus”, η κωμωδία “Blended” και, σε επανέκδοση, το “Mauvais Sang” του Λεό Καράξ και το “Miller's Crossing” των αδερφών Κοέν.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v