World War Z: Μπραντ Πιτ, ζόμπι και μπλοκμπάστερ

Το τελευταίο μπλοκμπάστερ του μήνα έχει Μπραντ Πιτ, μάχες, ζόμπι και λίγο από προβληματισμό σε μια διασκεδαστική ιστορία δράσης που ξεχνιέται εύκολα.
World War Z: Μπραντ Πιτ, ζόμπι και μπλοκμπάστερ
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Το τελευταίο μπλοκμπάστερ του Ιουνίου, διά χειρός Μαρκ Φόρστερ, διαθέτει δύο βασικά συστατικά που εγγυώνται μέρος της πιθανής επιτυχίας του: αμέτρητα ζόμπι και τον Μπραντ Πιτ. Μια αναμενόμενα “ελεύθερη” διασκευή του ομώνυμου βιβλίου που έχουν λατρέψει οι απανταχού ζομπόφιλοι -ορόσημο αυτής της πρακτικής είναι ο ανελέητος βιασμός του “I Am Legend” του συγχωρεμένου πλέον Ρίτσαρντ Μάθεσον-, το “World War Z” είναι ένα μέτριο θρίλερ, επαρκές για μια βραδιά λάιτ διασκέδασης, αλλά όχι και για ένα πιο απαιτητικό κοινό, ακόμη κι αν δεν αγαπά αρρωστημένα το συγκεκριμένο είδος.

Η υπόθεση

Ο κόσμος παραδίδεται σταδιακά στη μανία ενός ιού που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζόμπι. Στη Φιλαδέλφεια, ο Τζέρι Λέιν, πρώην ερευνητής των Ηνωμένων Εθνών σε εμπόλεμες ζώνες, οδηγεί την οικογένειά του στην οροφή ενός “μολυσμένου” κτιρίου κι από ‘κει στην πλωτή βάση των αμερικάνικων ενόπλων δυνάμεων. Για να μείνουν οι δικοί του εκεί όμως, πρέπει αυτός να ξαναριχτεί στο μέτωπο και να βρει από που προέκυψε αυτή η καταστροφική επιδημία μπας και μπορέσει και αναχαιτιστεί. Πρώτος σταθμός, η Νότια Κορέα και η στρατιωτική βάση η οποία πρωτοεξέπεμψε τη λέξη “ζόμπι” μέσω ενός e-mail...



Η κριτική


Βασικό στοιχείο της ταινίας, αλλά και βασική αδυναμία της είναι η έλλειψη ενός πραγματικού αντιήρωα. Ο Τζέρι Λέιν έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ήρωα και το γεγονός ότι παράτησε τη συστημική βρωμοδουλειά του για να κουρεύει το γκαζόν του στην πόλη της αδελφικής αγάπης δεν τον μετατρέπει σε εκείνον τον χαρακτήρα που μοιάζει ο λιγότερο πιθανός να νοιαστεί για την ανθρωπότητα, πόσο μάλλον να τη σώσει (άλλο Λέιν κι άλλο Μακλέιν). Έτσι, ο στυγνός εκβιασμός των ιθυνόντων, η εγγύηση της ασφάλειας των δικών του μόνο στην περίπτωση που αποδεχτεί την αποστολή -η επιλογή κατά τ’ άλλα είναι δική του-, μοιάζει με τη σειρά της εκβιαστική και αχρείαστη σεναριακή επιλογή. Ο Μπραντ θα έσπαζε στην πρώτη θέα ενός νεκροζώντανου παιδιού...

Συνεπώς, η εξέλιξη δεν μπορεί να κρύβει πολλές εκπλήξεις κι ο ήρωάς μας βγαίνει αναμενόμενα ζωντανός από κάθε δοκιμασία, ενώ παρατηρεί αυτό που κανείς μέχρι τώρα δεν έχει παρατηρήσει και λύνει το γόρδιο δεσμό της φαινομενικά ανίκητης επιδημίας. Όλα αυτά είναι δοσμένα με σχετική ακρίβεια απ’ τον Μαρκ Φόστερ, με ισορροπημένες δόσεις αγωνίας, αναμετρήσεων σώμα με σώμα και προβληματισμού που συγκροτούν μια επαρκώς διασκεδαστική ιστορία δράσης, αλλά και αρκετά αποστειρωμένη, με ελάχιστη πραγματική αιματοχυσία παρ’ ότι τα ζόμπι πέφτουν λεφούσια πάνω στους ζωντανούς. Εντωμεταξύ, ο Μπραντ μοιάζει να κινείται με ανθρώπινους ρυθμούς κι όμως είναι πάντα ένα βήμα μπροστά απ’ τους ασυνήθιστα γρήγορους νεκροζώντανους, κάτι που δε βοηθά και πολύ στον τομέα της αληθοφάνειας.

Κάπως έτσι φτάνουμε χωρίς κούραση στο τέλος της ταινίας, το οποίο αποτελεί και το πιο “ψευδο-σύγχρονο” στοιχείο της, όντας ουσιαστικά ανοιχτό για την ανθρωπότητα, όχι όμως και για τον ήρωά μας που ανταμοίβεται για την επιμονή του να ολοκληρώσει μια αποστολή την οποία αρχικά είχε αρνηθεί. Δυστυχώς, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα νέο “Children of Men” και το τελείωμα μοιάζει υπερφίαλο και πομπώδες, σε αντιστοιχία με πολλές μικρές στιγμές μέσα στην ταινία που αποτελούν ενδείξεις για την παντελή απουσία κάθε ίχνους αυτοσαρκασμού, σωτήριου σε τέτοιες περιπτώσεις.

Ο Μπραντ Πιτ παίζει με ιδιαίτερη χαρά τον εαυτό του, είναι γοητευτικός και πείθει για τις προθέσεις και τις ικανότητές του, αλλά μοιάζει εντελώς παράταιρος κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε ότι ο εχθρός είναι τα ζόμπι κι η σοβαροφάνεια του χαρακτήρα του διαλύεται στη στιγμή. Οι υπόλοιποι ρόλοι είναι σα να μην υπάρχουν και μόνο ο Ντέιβιντ Μορς κάνει ένα αξιοπρόσεκτο πέρασμα ως τρελάκιας πρώην πράκτορας της CIA που δίνει στον Τζέρι το δεύτερο σημαντικό στοιχείο της υπόθεσης. Το 3D είναι επαρκώς εφαρμοσμένο και προσφέρει στην εμπειρία της θέασης, ενώ οι ορδές των ζόμπι είναι τόσο υπερβολικές που ξενερώνουν τελικά και τον πιο ευνοϊκά προκατειλημμενο θεατή.

Το “World War Z” πέρασε από πολλά κύματα για να ολοκληρωθεί και σπάνια αυτό είναι καλό για μια ταινία. Τηρουμένων των αναλογιών λοιπόν, θα έλεγα ότι βλέπεται εύκολα και ξεχνιέται το ίδιο εύκολα.

Βγαίνουν ακόμη:

Οι αμερικάνικες κωμωδίες “The Internship” και “So Undercover”, η γαλλική βιογραφική ταινία “Haute Cuisine”, η γαλλική κωμωδία “Fly me to the Moon” και η αργεντινή κωμωδία “Dos Mas Dos”.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v