Just the Wind: Μια ιστορία για τον ρατσισμό

Ο Μπένεντεκ Φλίγκαουφ σκηνοθετεί αριστοτεχνικά μία διεισδυτική και αφοπλιστική ιστορία για την φύση του ρατσισμού, τις συνέπειες της βίας και τον... άνεμο που γκρεμίζει πόρτες.
Just the Wind: Μια ιστορία για τον ρατσισμό
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Αλήθεια, μετά από τόση κουβέντα που γίνεται πλέον για τον ρατσισμό και τη ρατσιστική βία, υπάρχει κανείς που δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει να στοχοποιείς κάποιον για λόγους που έχουν κάνουν με χαρακτηριστικά φυλετικά ή βιολογικά και να του αποδίδεις ελαττώματα χαρακτήρα ως εγγενή καθιστώντας την εξόντωση ή, έστω, την περιθωριοποίησή του ζήτημα ηθικής φύσεως; Η ερώτηση ειναι ρητορική. Ναι, υπάρχει. Υπάρχουν. Πολλοί. Το λέει κι ο Μπένεντεκ Φλίγκαουφ, όχι με λόγια, αλλά με το μακράν πιο διεισδυτικό και αφοπλιστικό “Just the Wind”.

Η υπόθεση

Στην ουγγρική επαρχία μια οικογένεια τσιγγάνων προσπαθεί να φτιάξει τις προϋποθέσεις για μια καλύτερη ζωή, μακριά απ’ τον τόπο της, εν μέσω ενός ξεσπάσματος τυφλής ρατσιστικής βίας που αποσκοπεί στην ολοσχερή εξόντωση της τσιγγάνικης κοινότητας. Τα μέλη της επιδίδονται σε έναν μάταιο αγώνα με το χρόνο καθώς το αναπόφευκτο πλησιάζει με γοργούς ρυθμούς...



Η κριτική

“Άνεμος Ψυχής”. Αυτός είναι ο ελληνικός τίτλος που δόθηκε σε μια ταινία η οποία έχει να κάνει με τσιγγάνους, άρα θα πρέπει να περιλαμβάνει μία τουλάχιστον εκδοχή της λέξης “ψυχή”. Κι επειδή θα πρέπει να περιλαμβάνει και μία τουλάχιστον λέξη του αυθεντικού τίτλου, κολλάμε δίπλα τη λέξη “άνεμος”. Πώς να τις ταιριάξουμε όμως;

Το βρήκα... “Άνεμος Ψυχής”, μια αοριστία που δε σημαίνει τίποτα, που στο άκουσμά της αναδύεται μια ψευδαίσθηση πνευματικότητας και δήθεν επαφής με το μεταφυσικό. Το κοινό θα τσιμπήσει, θα δει τσιγγάνους να περιφέρονται ως ελεύθερα, αδάμαστα, ανιμιστικά πνεύματα στη μαγιάρικη εξοχή και κακούς, απρόσωπους ρατσιστές να τους κυνηγούν σα ζώα και να τους γεμίζουν με σκάγια που προορίζονται ίσως για ελάφια, εκείνα τα ελεύθερα, περήφανα κι αδάμαστα πνεύματα του ζωικού βασιλείου. Θα συγκινηθεί, θα σφίξει τα χείλη, θα κουνήσει το κεφάλι και θα συνεχίσει να πιστεύει στην ελευθερία της “ψυχής”, η οποία δε δαμάζεται από κανέναν άνθρωπο και καμία εξουσία.

Ο Μπένεντεκ Φλιγκάουφ, όμως, είναι εδώ για να μας θυμίσει ότι εκτός απ’ το πνεύμα υπάρχει και η σάρκα, η οποία πληγώνεται, πονά, ξεσκίζεται και πεθαίνει, θυσιάζεται στο βωμό προκαταλήψεων που εξαγνίζονται στην κολυμπήθρα της ρομαντικοποίησης και ενός αόριστου πεπρωμένου ή της αποδοχής ότι, αφού κάποιος είναι “ελεύθερο πνεύμα”, τότε είναι απόλυτα υπεύθυνος για τις επιλογές του. Α, ναι! Και άτρωτος απέναντι στη μικρότητα των ανελεύθερων πνευμάτων, που νομίζουν ότι εξοντώνουν κάτι που δε μπορεί να εξοντωθεί και γι’ αυτό θα τιμωρηθεί η “ψυχή” τους. Κι όμως μπορεί να εξοντωθεί. Γιατί το πνεύμα ζει μέσα στο σάρκινο σώμα, φοβάται και αγωνιά για την ύπαρξή και τη ζωή του την ίδια και νιώθει το κρύο όταν ο άνεμος περνά τη χαραμάδα και αγγίζει τη σάρκα, υπενθυμίζοντάς της αυτό που έρχεται αν η πόρτα ανοίξει.

Ο άνεμος στην ταινία του Φλιγκάουφ δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Οπουδήποτε σταθούν οι ασήμαντοι, μελαμψοί ήρωές του νιώθουν το κρύο άγγιγμα μιας γενικότερης αύρας, εχθρικής και θανατερά ψυχρής, η οποία έχει καταλάβει το χώρο που κινούνται και ζουν. Περνά απ’ τις χαραμάδες και χτυπά την πόρτα τους και δεν είναι πλέον ένα απλό παγερό βλέμμα ή ένα υποτιμητικό σχόλιο, αλλά ο θάνατος ο ίδιος, ένα μάτσο φυσίγγια διασποράς που θα σιγουρέψουν το τέλος της ύπαρξής τους και το τέλος της αθωότητας με την οποία επιμένουμε να σκεπάζουμε τη δική μας, για να μη νιώσουμε το κρύο άγγιγμα αυτού του συγκεκριμένου ανέμου που είναι φύσει αδύνατον να διακρίνει τις χαραμάδες σε καλές και κακές, όπως θα ήθελε πάρα πολύ ο αστυνομικός της ταινίας.

Αυτό το κείμενο δεν είναι μια κριτική της ταινίας του Φλίγκαουφ, η οποία δεν είναι τέλεια -ή μπορεί και να είναι-, αλλά είναι αυτή ακριβώς που έπρεπε. Μια επίθεση σε όσους κρατούν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να είναι εν δυνάμει καλοί και κακοί μαζί, αλλά ξεχωρίζουν τους άλλους με γνώμονα αυτά ακριβώς τα ηθικολογικά χαρακτηριστικά. Κι αυτή είναι η Μάνα όλων των προκαταλήψεων.

Όχι. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί τσιγγάνοι, καλοί και κακοί μετανάστες, καλοί και κακοί λευκοί, καλοί και κακοί ληστές, καλοί και κακοί αποικιοκράτες, καλοί και κακοί ρατσιστές, καλοί και κακοί κυνηγοί. Αυτός ο διαχωρισμός βρίσκεται στην “ψυχή” του ρατσιστικού ανέμου που δεν μπορεί να εξαφανιστεί διά παντός παρά μόνο να εξασθενεί ή να δυναμώνει ανάλογα με την εποχή και να περνά απ’ τις χαραμάδες που εμείς παραμελούμε να κλείσουμε, να γκρεμίζει, εν τέλει, τις πόρτες που εμείς αφήνουμε μισάνοιχτες.

Δείτε το “Just the Wind” ακολουθώντας πιστά την κάμερα του σκηνοθέτη, μπείτε στα παπούτσια των ηρώων του και νιώστε τον άνεμο, όχι της ψυχής, αλλά της μισαλλόδοξης μανίας να σας χαϊδεύει το δέρμα. Αν δε σας θυμίσει τίποτε τότε ζείτε σε άλλη εποχή. Αν σας θυμίσει, γυρίστε σπίτι, πάρτε κανένα χιλιόμετρο αεροστόπ και κλείστε τουλάχιστον τις χαραμάδες που τόσο καιρό κάνετε ότι δεν υπάρχουν. Ξέρω, ξέρω! Δεν υπάρχει καλό και κακό ρεύμα. Η ανθρώπινη εμπειρία όμως δείχνει ότι, γενικώς... το ρεύμα δεν είναι καλό πράμα.

ΥΓ: Ένας καλός τίτλος λειτουργεί συνήθως και σαν ένα υποσυνείδητο GPS που μας καθοδηγεί στον χάρτη της ταινίας. Σκοτώνοντας τον τίτλο, σκοτώνουμε τη μισή εμπειρία και υπονομεύουμε τη δουλειά του δημιουργού θολώνοντας ελαφρώς το μήνυμά του. Παρακαλώ πολύ, μια μη-κυβερνητική ας ασχοληθεί και με την προστασία των αυθεντικών τίτλων απέναντι στη λαίλαπα των ελεύθερων “αποδόσεων” πριν να είναι πολύ αργά.

Βγαίνουν ακόμη:
Το υπερστιλιζαρισμένο, μα διεισδυτικό “Detachment” του Τόνι Κέι, μια συναισθηματικά φορτισμένη δοκιμιακή ματιά στην κοινωνία μας, εντελώς αντίθετη απ' αυτό που υποδηλώνει ο τίτλος, με έναν εξαιρετικό Άντριαν Μπρόντι στον κεντρικό ρόλο. Η κωμωδία “I'm So Excited” του Πέδρο Αλμοδόβαρ, η ταινία δράσης του Αντουάν Φουκουά “Olympus Has Fallen”, το θρίλερ “Passion” του Μπράιαν Ντε Πάλμα, το γαλλικό δράμα “Robert Mitchum Is Dead”, το νεο-νουάρ “Μπιγκ Χιτ” του Κάρολου Ζωναρά και τα ντοκιμαντέρ, “Σκηνοθετώντας την Κόλαση” του Χρήστου Χουλιάρα και “Νεοναζί: Το Ολοκαύτωμα της Μνήμης” του Στέλιου Κούλογλου.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v