3D: Όσα δεν γνωρίζατε για την τρισδιάστατη τεχνολογία

Πώς γίνεται και ο Γκάνταλφ «βγαίνει έξω από την οθόνη»; Πώς βλέπουμε τρισδιάστατα στις σκοτεινές αίθουσες, γιατί… μας βάζουν τα γυαλιά και πόσο «τελευταίας τεχνολογίας» είναι το 3D; Μπαίνουμε στα άδυτα της κινηματογραφικής βιομηχανίας και μαθαίνουμε τα πάντα για τρία
3D: Όσα δεν γνωρίζατε για την τρισδιάστατη τεχνολογία
του Γιώργου Κόκουβα

Το ευρύ κοινό την γνώρισε μέσα από ταινίες, που παρουσιάστηκαν ως «η τελευταία λέξη της τεχνολογίας», σχεδόν σαν «διαστημικό» θέαμα αιχμής, σαν την πυρίτιδα των κινηματογραφικών ανακαλύψεων. Η τεχνολογία του 3D, όμως, είναι όχι απλώς πιο μεγάλη από εσάς, αλλά υπήρχε πολύ πριν γεννηθεί… ο προπάππους σας.

Τι είναι ακριβώς το 3D που μπήκε για τα καλά στις σκοτεινές αίθουσες, αλλά και στα σπίτια μας; Γιατί μας… φοράει τα γυαλιά, πόσο μόδα-που-θα-περάσει είναι και πόσο ακόμη μπορεί να εξελιχθεί;

Πίσω απ’ την τρίτη διάσταση

Ναι, είναι σπίθες και αίματα που πετάγονται «έξω από την οθόνη». Είναι τα Ορκ του Peter Jackson που νιώθεις να έρχονται κατά πάνω σου. Αλλά πώς γίνεται αυτό το «μαγικό» και από τις δύο διαστάσεις του κινηματογραφικού πανιού ξεπηδά και η τρίτη;

Τα μάτια του καθενός μας έχουν μια συγκεκριμένη απόσταση ανάμεσά τους, επομένως το καθένα βλέπει από διαφορετική θέση κάθε στιγμή. Η αντίληψη της κάθε εικόνας που λαμβάνουν υπόκειται σε επεξεργασία από τον εγκέφαλό μας, ο οποίος συνθέτει τις δύο διαφορετικές δισδιάστατες εικόνες και έτσι γεννάται η αίσθηση του βάθους και των τριών διαστάσεων στο μυαλό μας. Η τεχνολογία του 3D λοιπόν στην βιομηχανία του θεάματος γίνεται με την χρήση συγκεκριμένης τεχνολογίας κινηματογράφησης, που καταγράφει δύο διαφορετικές εικόνες ταυτόχρονα, μιμούμενη τα μάτια μας, και προβάλλει κάθε στιγμή μία σε κάθε μάτι μας, παρέχοντας έτσι στερεοσκοπική όραση στον θεατή. Το αποτέλεσμα τελειοποιείται με την χρήση των ειδικών γυαλιών, για να αποδίδεται η αίσθηση του εικονικού βάθους.

Αυτό γίνεται με δύο τρόπους: Ο παλαιότερος, ο «κλασικός» τρόπος του 3D είναι ο επιχρωματισμός της κάθε εικόνας από το ζευγάρι εικόνων που προβάλλονται ταυτόχρονα με διαφορετικό χρώμα: η μία με κόκκινο και η άλλη με μπλε ή πράσινο. Οι θεατές φορούν γυαλιά με ένα κόκκινο και ένα μπλε φακό, οι οποίοι απορροφούν το αντίστοιχο χρώμα, ώστε το κάθε μάτι να βλέπει μία εικόνα. Ο δεύτερος, πιο σύγχρονος τρόπος, λειτουργεί παρόμοια: Δεν εμπλέκονται τα χρώματα, αλλά οι δέσμες φωτός της κάθε εικόνας έχουν διαφορετική κατεύθυνση, και τα ειδικά γυαλιά και πάλι φροντίζουν να στείλουν στο κάθε μάτι μία από τις δύο εικόνες. Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι η αίσθηση του βάθους, να μπορούμε να βλέπουμε δηλαδή τους ήρωες και τα αντικείμενα να «πετάγονται» έξω από την οθόνη.

Τρισδιάστατη… Ιστορία

Η μακρά πορεία της τρισδιάστατης τεχνολογίας φθάνει μέχρι τα γεννοφάσκια της ίδιας της φωτογραφίας. Με μια εφεύρεση του 1844 (σας το είχαμε πει πως το 3D δεν είναι καινούρια υπόθεση!), το Stereoscope, ο David Brewster κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει τρισδιάστατες εικόνες, φωτογραφίζοντας το ίδιο θέμα από δύο οπτικές γωνίες, και τις μετέφερε στα μάτια παρέχοντας στον θεατή φακούς που δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση του βάθους.

Μέσα στις επόμενες δεκαετίες, εμφανίστηκαν κι άλλες ανάλογες εφευρέσεις για τρισδιάστατες, στατικές εικόνες. Όταν ανακαλύφθηκε ο κινηματογράφος, στα τέλη του 19ου αιώνα, προέκυψε γρήγορα και η ιδέα να εφαρμοστεί η στερεοσκοπική μέθοδος και στην νεογέννητη αυτή τέχνη. Οι προσπάθειες ευοδώνονται επισήμως το 1922, με την προβολή της «αναγλυφικής» (βλ. μέθοδος των μπλε/κόκκινων γυαλιών) ταινίας «The Power of Love», ενώ το 1935 δημιουργείται η πρώτη έγχρωμη τρισδιάστατη ταινία. Φυσικά, το κόστος για κάθε τέτοια προσπάθεια ήταν πολύ υψηλό, και το Hollywood σε εποχές αμερικανικού κραχ συνεχώς ανέβαλε τα σχέδιά του για τρισδιάστατη επανάσταση.

Η επανάσταση έγινε τελικά όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν. Ήταν στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950, με εναρκτήριο λάκτισμα την τρισδιάστατη ταινία «Bwana Devil» που επανέφερε την συγκεκριμένη τεχνολογία στο προσκήνιο, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Τα ‘50s θεωρούνται η πρώτη «Χρυσή Εποχή» του 3D, καθώς μετά το trend του «Bwana Devil» ακολούθησαν δεκάδες τρισδιάστατες παραγωγές, όχι μόνο κινηματογραφικές, αλλά και εκδοτικές – τότε εμφανίστηκαν τα πρώτα επιτυχημένα comics που μπορούσαν να διαβαστούν με την βοήθεια χάρτινων χρωματιστών γυαλιών.

Το είδος που ταυτίστηκε περισσότερο με το 3D τότε ήταν οι ταινίες τρόμου, ενώ σύντομα στο παιχνίδι μπήκε και η Disney με τους animation ήρωές της. Στον πειρασμό να πειραματιστεί με την τρισδιάστατη τεχνολογία μπήκε μετά από λίγα χρόνια και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ – η ταινία «Dial M for Murder» γυρίστηκε με κάμερα 3D rig. Αλλά, όπως όλες οι μόδες, έτσι και η «τρέλα» για το 3D τελείωσε. Τόσο γρήγορα, που τελικά το «Dial M for Murder» προβλήθηκε τελικά σε δύο διαστάσεις στην πλειοψηφία των αιθουσών, γιατί η εταιρία διανομής έκρινε πως η μόδα παρήλθε ανεπιστρεπτί.

Η μεγάλη επιστροφή

Αν κάπου έκανε λάθος πάντως η εταιρία του Χίτσκοκ ήταν στην λέξη «ανεπιστρεπτί». Μετά από μία δεκαετία, οι εταιρίες έκαναν μια απόπειρα να το συνδυάσουν με την «νέα» τεχνολογία του Cinemascope – σαν να λέμε, η κινηματογραφική βιομηχανία ψάχνει συνεχώς νέα τερτίπια για να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του κοινού, όσο μάλιστα η δύναμη της τηλεόρασης αυξάνεται. Την δεκαετία του ’80, το 3D ανθεί και πάλι ελαφρώς, με ταινίες τρόμου όπως το Amityville, η «Παρασκευή και 13» και τα «Σαγόνια του Καρχαρία 3-D».

Το 1986, στην Διεθνή Έκθεση του Βανκούβερ, παρουσιάζεται η τεχνολογία IMAX 3D, που παρουσιάστηκε ως άλλη μια επανάσταση στον χώρο του θεάματος. Η αποδοχή των αντίστοιχων ταινιών στα ‘90s ήταν χλιαρή, αλλά με την έλευση της νέας χιλιετίας –η οποία έφερε μαζί της τον «εκδημοκρατισμό» της ψηφιακής τεχνολογίας, τα πράγματα άλλαξαν και πάλι: Προφανώς, πενήντα χρόνια μετά, ξαναζούμε άλλη μία «Χρυσή Εποχή» για τις τρεις διαστάσεις.

Από το «Πολικό Εξπρές» μέχρι το «Ice Age» και από τους «Πειρατές της Καραϊβικής» μέχρι το «Hobbit», οι εισπράξεις και η αποδοχή των ταινιών δείχνει ότι η μόδα είναι εδώ και για καλά, και μπορεί οι εταιρίες να μην γνωρίζουν πόσο θα κρατήσει αυτήν την φορά, αλλά σίγουρα… το χαίρονται για όσο κρατήσει. Φυσικά, σημείο-τομή σε όλη αυτή τη δεκαετία της «ανάστασης» ήταν το «Avatar» του James Cameron, που χαρακτηρίστηκε χάρη στην τεχνολογία αιχμής ως η καλύτερη τρισδιάστατη ταινία που έχει γυριστεί ποτέ (και η πιο επικερδής στην Ιστορία της έβδομης τέχνης ταυτόχρονα). Ανάλογες διθυραμβικές κριτικές δέχθηκε πρόσφατα και η «Ζωή του Πι» του Ang Lee, ενώ για την χρονιά που μόλις μπήκε, οι κυκλοφορίες που αναμένονται από εκατομμύρια θεατές με τα… γυαλιά στα χέρι είναι δεκάδες.

Το ζήτημα για τους περισσότερους εξ αυτών πάντως είναι αν αξίζουν αυτές οι ταινίες τα 12 ζεστά ευρώ τους για την ειδική προβολή, την στιγμή που πολλές από τις ταινίες βασίζονται σε προχειροφτιαγμένο 3D την τελευταία στιγμή (αυτό σημαίνει πως το 3D προστίθεται ως εφέ αφού η ταινία έχει γυριστεί, αντί να γυριστεί εξ αρχής με 3D σύστημα), γιατί «μυρίστηκαν» χρήμα. Άλλη μια πηγή κακής κριτικής για το 3D είναι το ότι ένας στους δέκα ανθρώπους δεν μπορεί να δει καθόλου τις τρισδιάστατες εικόνες, και τρεις στους δέκα έχουν κάποιο πρόβλημα στο να δουν στερεοσκοπικά, εξαιτίας ιατρικών ή προβλημάτων φυσιολογίας, ενώ άλλο ένα αξιοσημείωτο ποσοστό ανθρώπων έχουν υποφέρει κατά την διάρκεια προβολών από ζαλάδες μέχρι πιο εξειδικευμένα προβλήματα υγείας.

Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει την βιομηχανία του θεάματος να επεκτείνει τα σχέδιά της: Ήδη εδώ και τρία χρόνια έχουν αρχίσει να κατακλύζουν την αγορά οι 3D τηλεοράσεις (δείτε εδώ το σχετικό τεχνολογικό αφιέρωμα του in2life), ενώ έχουν ιδρυθεί στην Ασία και τα πρώτα, αποκλειστικά 3D, τηλεοπτικά κανάλια. Μένει να δούμε αν θα τις κρατήσουμε ή σε πενήντα χρόνια από τώρα θα μιλούν για άλλη μια ρετρό αναβίωση που σκαρφίστηκαν οι άνθρωποι του 2000.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v