Beyond the Hills: Πίστη... στο εξαιρετικό σινεμά

Εκπληκτικές ερμηνείες, σκηνοθετική μαεστρία, αμφισβήτηση θεσμών. Ο βραβευμένος με τον Χρυσό Φοίνικα Κρίστιαν Μουντζίου, επιστρέφει σε γνώριμα μονοπάτια, με μια ακόμα εξαιρετική ταινία. Έτσι, για να... μπει καλά η νέα - σινεφίλ - χρονιά.
Beyond the Hills: Πίστη... στο εξαιρετικό σινεμά
του Λουκά Τσουκνίδα

 Έχοντας δημιουργήσει τεράστιες προσδοκίες μετά το εξαιρετικό “4 Months, 3 Weeks, 2 Days...”, ο Κρίστιαν Μουντζίου επιστρέφει στις οθόνες μας και πάλι με το δράμα δύο κοριτσιών, μια ιστορία την οποία βάσισε σε ένα περιστατικό εξορκισμού που συγκλόνισε τη Ρουμανία μερικά χρόνια πριν. Το “Beyond the Hills” είναι ότι ακριβώς θα περίμενε κανείς από έναν σκηνοθέτη που μπαίνει εύκολα σε κάθε λίστα με τους καλύτερους της εποχής μας, μια χορταστική, αφοπλιστική και άψογα σκηνοθετημένη διερεύνηση της ανθρώπινης κατάστασης, της σχέσης μας με τη θρησκεία, την ευθύνη, τη φιλία και την πραγματικότητα που τόσο αγωνιωδώς προσπαθούμε να απωθήσουμε υποκαθιστώντας την με δογματικά πλαίσια κανόνων και εύπεπτα συστήματα αξιών.

Η υπόθεση

Μερικά χρόνια αφότου και οι δυο έφυγαν απ' ορφανοτροφείο όπου μεγάλωσαν, η Αλίνα και η Βοϊκίτσα συναντιούνται ξανά, αυτή φορά στο μοναστήρι στο οποίο η δεύτερη βρήκε σπιτικό όταν η πρώτη έψαξε την τύχη της στη Γερμανία. Χαρούμενες που είναι πάλι μαζί, αλλά αμήχανες για το τι μέλει γεννέσθαι μεταξύ τους και το αν θα φύγουν μαζί για το εξωτερικό, όπως σχεδίαζαν κάποτε, οι δυο κοπέλες προσπαθούν να εκφράσουν τις επιθυμίες τους και να ξαναχτίσουν τη σχέση τους μέσα στο αυστηρό πλαίσιο του μοναστικού, κατανυκτικού βίου, παρέα με ένα μάτσο ανήσυχες καλόγριες και έναν ηγούμενο που θέλει απλώς την ησυχία του. Η Βοϊκίτσα μοιάζει αποφασισμένη ότι αυτή είναι η νέα της ζωή, αυτό που θέλει από εδώ και μπρος. Η Αλίνα όμως δεν έχει κανέναν άλλον στον κόσμο και είναι έτοιμη να δώσει μάχη, ακόμη και με τον ίδιο το Θεό, για να κερδίσει ξανά τη μοναδική της φίλη και συνοδοιπόρο στα βάσανα μιας σκληρής παιδικής ηλικίας...

Η κριτική

Το γεγονός ότι αυτό που συμβαίνει στο τέλος της ταινίας είναι μια εκδοχή ενός εντελώς πραγματικού περιστατικού, καθώς και το ότι η ιστορία τοποθετείται σ' εκείνο ακριβώς το τμήμα της σύγχρονης Ρουμανίας όπου συνέβη αυτό, δίνει στον Μουντζίου -ο ίδιος κατάγεται απ' την ευρύτερη περιοχή- μια στέρεη βάση για να εδραιώσει την ιστορία του μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα, όσο αναχρονιστική κι αν φαίνεται κατά διαστήματα: Η Αλίνα και η Βοϊκίτσα, μέλη και οι δύο μιας γενιάς που μεγάλωσε στους δρόμους κι αποτελεί ζωντανό κομμάτι της μετακομμουνιστικής Ρουμανίας, δεν είναι παιδιά της πόλης, αλλά μιας επαρχίας που ζει σε άλλους ρυθμούς. Κι αν η μία επιλέγει το δρόμο πολλών συμπατριωτών της, τη σκληρή ξενιτιά -πόσο πιο σκληρή θα μπορούσε να είναι απ' το ορφανοτροφείο που περιγράφει, άραγε-, η άλλη αποσύρεται στη θαλπωρή μιας απόκοσμης κοινότητας γυναικών που επέλεξαν τη μοναστική ζωή απ' τη σκληρότητα των εγκόσμιων, βρήκαν μια οικογένεια στα πρόσωπα του ηγούμενου και της συζύγου του και την τόσο αναγκαία άγκυρα στη λατρεία του χριστιανικού Θεού.



Ο Μουντζίου μας συστήνει τα δυο κορίτσια και τη σχέση τους μέσα από τις σύντομες συζητήσεις, τα βλέμματα και τα αγγίγματά τους, όμως ποτέ δε μας αφήνει να σχηματίσουμε μια πλήρη εικόνα γι' αυτές. Οι ενδείξεις και οι πληροφορίες λειτουργούν ως φόντο για τη σύγκρουση που βιώνουν τώρα, την αγωνία της Αλίνα να σμίξουν και πάλι και να αντιμετωπίσουν την ξενιτιά μαζί -μοναδική επιλογή επιβίωσης στο μυαλό της- και την αντίσταση της Βοϊκίτσα, όχι μόνο στη πίεση της Αλίνα, αλλά και στις δικές της ενδόμυχες επιθυμίες για χάρη της νέας της, δομημένης ζωής. Η κοινωνία γύρω τους, οι κρατικές δομές που οριακά λειτουργούν και εξυπηρετούν τις ανάγκες της καθημερινότητας, αλλά και το μοναστήρι ως πνευματικό άσυλο που θα έπρεπε να αποπνέει τη γαλήνη και την ασφάλεια, καταρρέουν αργά μέσα στη στασιμότητά τους. Είναι προφανές ότι δε δύνανται, ούτε προτίθενται όμως, να θεραπεύσουν τις πληγές που προκαλούν τον πόνο σε ανθρώπους σαν τις δύο φίλες που βρίσκονται στο επίκεντρο της αφήγησης.

Εδώ όμως δεν είναι “κινηματόγραφος”, το θέμα μας δεν είναι τι θα γίνει μ' αυτές τις δυο κι αν θα ξεπεράσουν τα “εμπόδια” που τους βάζει ο “κακός” περίγυρος, κι έτσι ο δημιουργός δεν κρίνει τους χαρακτήρες του, ούτε τους ντύνει σύμφωνα με τις προκαταλήψεις μας για να μας δώσει μια ιστορία που θα μας καθησυχάσει σταδιακά, αφού πρώτα μας συγκλονίσει με την τραγική αποτυχία των ηρώων της να κάνουν το “καλό”. Όλοι είναι εν δυνάμει “καλοί”, οι πράξεις τους δεν κρύβουν ατζέντες, ίντριγκες ή καρικατούρες μοχθηρίας, διεκδικούν όσα θεωρούν “καλά”, τη συντροφικότητα, τη γαλήνη, την ασφάλεια, όσα θεωρούν απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Κάνουν λάθη όμως, είναι αφελείς, εγωιστές, κοντόφθαλμοι και προκατειλημμένοι όσο κι εμείς και ξεχνούν ότι έχουν την ευθύνη των επιλογών τους και των αποτυχιών τους για τις οποίες δε θα κριθούν μετά, αλλά τώρα, σ' αυτή τη ζωή.

Αριστοτεχνικά λοιπόν, με το απίθανο σκηνοθετικό στιλ που τείνει να γίνει σήμα κατατεθέν του, ο Μουντζίου μας κρατά διαρκώς γαντζωμένους στην πραγματικότητα, μας βάζει να περιμένουμε τους ήρωές του να πέσουν απ' τα σύννεφα και να σωριαστούν μπροστά στα πόδια μας σαν άψυχα τσουβάλια. Και αυτό γίνεται φυσικά, πριν την αφοπλιστικά αμήχανη τελική σκηνή, όπου όλα όσα είδαμε μέχρι τώρα σαρώνονται ολοσχερώς από ένα κύμα ασήμαντης καθημερινότητας, αυτής της άχρωμης και κυριολεκτικής πραγματικότητας που αρνούμαστε διαρκώς να αποδεχθούμε ως τη μοναδική, σκληρή, αλλά ύψιστη αλήθεια.

Το “Beyond the Hills” είναι μια καταπληκτική ταινία από έναν πραγματικό κινηματογραφικό μάστορα της εποχής μας, με δύο εκπληκτικές γυναικείες ερμηνείες για κερασάκι. Ο καλύτερος τρόπος ν' αρχίσει η κινηματογραφική χρονιά που ελπίζω να βελτιωθεί αισθητά σε σχέση με την προηγούμενη.

Καλή μας χρονιά λοιπόν!
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v