The Master: Ο Πολ Τόμας Άντερσον δεν κάνει το θαύμα του

Δύο ενδιαφέροντες χαρακτήρες, δύο εξαιρετικές ερμηνείες και... ένα βασικό συστατικό που λείπει. Να είναι η πλοκή; Να είναι κάποιου είδους κορύφωση; Μια πολύ καλή ταινία, που δεν είναι ακόμα το αριστούργημα που περιμένουμε.
The Master: Ο Πολ Τόμας Άντερσον δεν κάνει το θαύμα του
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Είναι πλέον δεδομένο ότι κάθε νέα δουλειά του Πολ Τόμας Άντερσον θα την αναμένουμε με ανυπομονησία σαν το επόμενο εν δυνάμει κινηματογραφικό αριστούργημα. Το “There Will Be Blood” χαιρετήθηκε σαν τέτοιο από μια κρίσιμη μάζα κοινού και κριτικών, αλλά ένας δημιουργός, όσο κι αν είναι “φτασμένος”, είναι καταδικασμένος να προσπαθεί να ξεπεράσει τον εαυτό του (εντάξει, εκτός απ' τον Γούντι Άλεν). Με το “The Master” ο Άντερσον μας δίνει μια ακόμη παραλλαγή των θεματικών που τον ενδιαφέρουν και του στιλ με το οποίο τις αποδίδει. Το αποτέλεσμα είναι καθηλωτικό οπτικά, αλλά για ακόμη μια φορά, αφήνει το στομάχι του θεατή άθικτο, ούτε ένας κόμπος, ούτε ένα σφίξιμο...

Η υπόθεση

Ο Φρέντι Κουέλ είναι ένας βετεράνος ναύτης του Β' ΠΠ με όσα συνεπάγεται αυτό, τα οποία προστίθενται στην ήδη επιβαρυμένη ψυχολογία του λόγω του άστατου παιδικού βίου και της κακής οικογενειακής κατάστασης. Περιφέρεται στην αμερικάνικη επικράτεια κάνοντας διάφορες δουλειές, πίνοντας κοκτέιλ δικής του επινόησης και προκαλώντας την τύχη του με καβγάδες και επιπολαιότητες. Ο Λάνκαστερ Ντοντ ή “Μάστερ” είναι ο ιδρυτής μιας προσωποπαγούς οργάνωσης που προωθεί την αυτοβελτίωση μέσα από τις αναδρομές σε προηγούμενες ζωές. Ακόμη παλεύει να καθιερωθεί στους ανώτερους κοινωνικούς κύκλους και να τελειώσει το δεύτερο απ' τα “πολύτιμα” συγγράμματά του. Ένα βράδυ που ο Φρέντι, πιωμένος, πηδά στο κότερο όπου ο “Μάστερ” γιορτάζει το γάμο της κόρης του, συναντά τον Λάνκαστερ και μια περίεργη σχέση ξεκινά...



Η κριτική

Δε νομίζω ότι μπορεί κανείς να βρει εύκολα κάποιο ψεγάδι στη σκηνοθεσία του Πολ Τόμας Άντερσον, στον τρόπο που προσεγγίζει τα θέματα και τους χαρακτήρες του, την εμμονή του στις λεπτομέρειες, τις εκφράσεις και τις χειρονομίες που αποκαλύπτουν τις μύχιες σκέψεις των πρωταγωνιστών. Κάποιες φορές έχω την αίσθηση ότι προσπαθεί να γυρίσει την ταινία του σα να γράφει ένα βιβλίο, αφιερώνοντας σελίδες ολόκληρες σε δευτερόλεπτα επαφής μεταξύ των προσώπων που αποτελούν τους πόλους των ιστοριών του, και κεφάλαια ολόκληρα σε μια στιγμή της ζωής τους που ίσως να τους έχει καθορίσει ως προσωπικότητες. Σε πιάνει έτσι απ' το γιακά και σε βάζει στο κεφάλι και την ψυχή τους, σου δίνει τα απαραίτητα στοιχεία πριν σε χτυπήσει με μια ακόμη ανεξήγητη τροπή που καλείσαι εκ νέου να κατανοήσεις και να τοποθετήσεις στο παζλ. Δεν αποτελεί πρωτοτυπία στην ιστορία της αφήγησης, αλλά ο Αντερσον το κάνει σίγουρα αριστοτεχνικά.

Μόνο που δεν είμαι σίγουρος, κατά πόσο λειτουργεί όταν η ιστορία δεν έχει ήρωα, δεν έχει διακύβευμα και δεν έχει τέλος. Όταν το μόνο που καλούμαστε να αποδεχτούμε και να αφεθούμε να απολαύσουμε είναι μια εγκάρσια τομή σε δύο πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, παιγμένους στην εντέλεια από δυο εξαιρετικούς ερμηνευτές ρεπερτορίου, δοσμένη όμως με τρόπο που δε σ' αφήνει ούτε να τους βαρεθείς, αλλά ούτε και να συμπάσχεις.

Τι είδους είναι αυτή η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του μάστερ Ντοντ και του παρία Φρέντι Κουέλ, μεταξύ ενός ανθρώπου που κυρήσσει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στα συναισθήματα και τις παρορμήσεις κι ενός ανθρώπου που μοιάζει απόλυτο έρμαιό τους, μεταξύ ενός θηριοδαμαστή κι ενός αγριμιού, μεταξύ ενός πατέρα που βιώνει την αδιαφορία του γιου του κι ενός γιου που δε γνώρισε πατέρα, μεταξύ ενός εκλεπτυσμένου αγύρτη κι ενός άξεστου αλήτη, μεταξύ ενός κενόδοξου ρήτορα κι ενός άεργου “δυσλεκτικού”; Ο Φρέντι δίνει μια διαρκή μάχη με τον εαυτό του, ο Ντοντ περιφέρεται ανάμεσα σε όσους τον λατρεύουν, ο Φρέντι είναι αληθινός, προϊόν του πραγματικού και σκληρού κόσμου, ο Ντοντ είναι ένα ψέμα, προϊόν του μικρόκοσμου που έχει κατασκευάσει ο ίδιος. Γιατί έλκεται ο ένας απ' τον άλλον; Τι κενό ψάχνει να γεμίσει;

Οι χαρακτήρες του Άντερσον εγείρουν πολλά ερωτήματα και ίσως αν κοιτάξουμε πολύ προσεκτικά, οι απαντήσεις σε όλα να βρίσκονται εκεί, στην αφήγησή του, λιγότερο κρυμμένες απ' ό,τι μπορεί να φαίνεται, αλλά καθόλου προφανείς και εύκολες, όπως θα μπορούσαν να είναι. Όλα αυτά όμως, αποδίδονται με ένα διαρκές ζουμάρισμα στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, σε βαθμό που το χρονικό πλαίσιο, οι συνθήκες, οι καταστάσεις και οι άνθρωποι γύρω τους χάνουν σιγά-σιγά το ενδιαφέρον τους, επηρεάζουν όλο και λιγότερο τα τεκταινόμενα. Όσο η ώρα περνά, είτε κατανοούμε τα κινητρά τους είτε όχι, δε διαφαίνεται τίποτα στον ορίζοντα που θα μπορούσε να οριστεί ως πιθανή κατάληξη της αφήγησης ούτε κάτι που να ομοιάζει με ταρακούνημα, δεν έχουμε κάτι να περιμένουμε ως θεατές. Κι έτσι το τέλος έρχεται είτε ως λύτρωση είτε ως φυσιολογικό φέιντ-άουτ ενός επαναλαμβανόμενου μουσικού θέματος.

Το “The Master” είναι μια καλή ταινία, αλλά κάτι της λείπει κι αυτό το κάτι είναι, ίσως, που μένει να βρει ο Πολ Τόμας Άντερσον για να μας δώσει επιτέλους το “αριστούργημά” του.

Βγαίνουν ακόμη:

Η νέα ταινία του Αμπάς Κιαροστάμι “Like Someone in Love”, η ταινία τρόμου “House at the End of the Street”, το “Ημερολόγια Αμνησίας” της Στέλλας Θεοδωράκη, η ταινία κινουμένων σχεδίων “Hotel Transylvania” και, σε επανέκδοση, το “Άμλετ (1964)” του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v