Shame: Μισή ντροπή του Στιβ Μακουίν

Αν και εξαιρετικά ερμηνευμένη και κινηματογραφημένη, με βιντεοκλιπίστικη αισθητική και υπέροχο soundtrack, η ταινία του Στιβ Μακουίν μας αφήνει τελικά με ένα τεράστιο κενό, και η ντροπή μένει... μισή (δική του).
Shame: Μισή ντροπή του Στιβ Μακουίν
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Το 2008, γνωστός ήδη απ' τον κόσμο της video art, ο Στιβ Μακουίν έκανε ένα ονειρικό κινηματογραφικό ντεμπούτο με το “Hunger” δημιουργώντας αυξημένες προσδοκίες για την επιστροφή του. Με το “Shame”, συναντιέται και πάλι με τον Μάικλ Φασμπέντερ για να μας δώσουν το πορτραίτο ενός φαινομενικά πετυχημένου ανθρώπου, ο οποίος κρύβει τον εθισμό του στο σεξ πίσω από μια καθαρή και τακτοποιημένη καθημερινότητα μέχρι που αυτή διαρρηγνύεται. Αν και εξαιρετικά ερμηνευμένη και κινηματογραφημένη όμως, η νέα ταινία του Μακουίν διαθέτει περισσότερο στιλ παρά ουσία και περιστρέφεται υπερβολικά γύρω απ' το θέμα της χωρίς να έχει ξεκάθαρο στόχο.

Η υπόθεση

Ο Μπράντον Σάλιβαν (Μάικλ Φασμπέντερ) είναι ένας επιτυχημένος υπάλληλος κάποιας σπουδαίας εταιρείας στη Νέα Υόρκη, όμως κρύβει ένα μυστικό. Ο εθισμός του στο περιστασιακό σεξ και το πορνό κάθε είδους καταλαμβάνει σχεδόν μονίμως το νου και τον ελεύθερο χρόνο του. Την καθαρή του εικόνα και το τακτοποιημένο του διαμέρισμα έρχεται να αναστατώσει η άστατη αδερφή του Σίσι (Κάρι Μάλιγκαν), με τις ψυχολογικές της μεταπτώσεις και την απέλπιδα ανάγκη της για έναν άντρα προστάτη. Ο Μπράντον δε θέλει να αναλάβει αυτόν το ρόλο για 'κείνη, ούτε και για καμια άλλη γυναίκα, επιμένοντας χωρίς δισταγμό να ικανοποιεί τη λαιμαργία του για σεξ άνευ συναισθηματικής εμπλοκής μόνος του ή με περιστασιακές παρέες. Παρ' όλ' αυτά, η ισορροπία που νόμιζε ότι διατηρούσε στη ζωή του αρχίζει να διαταράσσεται επικίνδυνα...



Η κριτική

Ο Μακουίν τιτλοφορεί την ταινία του μονολεκτικά, όπως και την πρώτη άλλωστε, δίνοντας αμέσως την εντύπωση ότι πρόκειται για μια διερεύνηση πάνω στην έννοια του τίτλου, δηλαδή της ντροπής. Το κάνει δε, μέσω ενός χαρακτήρα που στα μάτια μας δε θα μπορούσε παρά να αισθάνεται ντροπή για τον εθισμό του, ίσως όχι τόσο επειδή είναι αδύναμος, αλλά επειδή φαίνεται να ξοδεύει τα πολλά προσόντα και την καλοτυχία του σε μια ατέρμονη μάχη με τις φοβίες και τις ορέξεις του. Τον κάνει αυτό πιο θλιβερό ή πιο άξιο περιφρόνησης;

Είναι επιλογή του αυτή η στάση ή μια διαστροφή που οφείλεται σε παλιότερες εμπειρίες του; Πρέπει να ντρέπεται, ενώ δεν αισθάνονται ντροπή όσοι, γύρω του, πράττουν γνωρίζοντας ότι πληγώνουν κάποιον; Αποφεύγοντας τη συναισθηματική εμπλοκή, απαλλάσσεται από τέτοιου είδους ηθικές επιπλοκές; Αν αναλάβει το βάρος της αδερφής του που μοιάζει ανήμπορη να διαχειριστεί τον εαυτό της θα εξιλεωθεί; Κι αν όχι, θα τιμωρηθεί; Στα παραπάνω ερωτήματα, καλούμαστε τελικά ν' απαντήσουμε εμείς, έχοντας γνωρίσει τον Μπράντον και το περιβάλλον του, το αποστειρωμένο γραφείο και το ατσαλάκωτο σπίτι καθώς και τον εξαιρετικά περιορισμένο κοινωνικό του περίγυρο. Δεν είναι κακός, ούτε αμοραλιστής, απλώς οι άνθρωποι του φαίνονται ψεύτικοι και οι κοινωνικές νόρμες μάταιες και αποτυχημένες, οπότε βυθίζεται στο δικό του ψέμα με σχετική σιγουριά και χωρίς αναστολές.

Ο χαρακτήρας που παρακολουθούμε επί της οθόνης είναι κατά μία έννοια οικείος και αρκετά αμφιλεγόμενος για να μην τον καταδικάσουμε με τη μία. Αλλά συγχρόνως είναι και πολύ μόνος, αφού οι υπόλοιποι είναι εκεί απλώς για να αντανακλούν τις ανεπάρκειες και τις διαστρεβλώσεις του. Ο Μπράντον, δοσμένος εξαιρετικά πειστικά από τον Μάικλ Φασμπέντερ, είναι υπεράνω όλων και δεν αναμετράται με κανέναν. Τον αποκρυπτογραφούμε σχετικά γρήγορα κι έτσι, ο Μακουίν γεμίζει την ταινία με βιντεοκλιπίστικες επαναλήψεις των ψυχαναγκαστικών του εξορμήσεων. Εξαιρετικά φωτογραφημένες και ντυμένες με μια υπέροχη μουσική επένδυση, αλλά όχι αρκετές για να κρατήσουν το ενδιαφέρον για μια πιθανή κατάληξη σε όλ' αυτά. Ίσως αν η αδερφή του δεν έμοιαζε με μια παρασιτική εκδοχή του ίδιου, να νοιαζόμασταν για το τι θ' απογίνει εκείνη. Η Κάρι Μάλιγκαν, πάντως, κάνει ότι περνά απ' το χέρι της για να τη συμπονέσουμε.

Το “Shame” είναι από εκείνες τις ταινίες που σε κρατούν σε εγρήγορση για κάτι σπουδαίο απλώς και μόνο για να σε αφήσουν με ένα τεράστιο κενό. Επίπλαστο κι αυτό όπως η ανάγκη του ήρωά της για πλήρη και ανέξοδη συναισθηματική ανεξαρτησία.

Βγαίνουν ακόμη:
- Το αδιάφορο δράμα εποχής “Albert Nobbs” με τη Γκλεν Κλόουζ μεταφιεσμένη σε άντρα, το βαρετό θρίλερ εποχής “The Woman in Black”, οι κωμωδίες “One for the Money” και “Jack and Jill” (με τον Άνταμ Σάντλερ μεταμφιεσμένο σε γυναίκα), το δράμα “The Vow”, το “Star Wars: Episode I- The Phantom Menace” σε 3D επανέκδοση και το κλασικό “La Ronde (1950)” του Μαξ Οφίλ.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v