The Tree of Life: Όμορφος αλλά βαρετός... Χρυσός Φοίνικας

Υπέροχες εικόνες, άρτιες ερμηνείες, άψογα χορογραφημένη αφήγηση. Εδώ τελειώνουν τα καλά νέα. Η νέα ταινία του Τέρενς Μάλικ, που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις φετινές Κάννες, είναι βαρετή και προβλέψιμη.
The Tree of Life: Όμορφος αλλά βαρετός... Χρυσός Φοίνικας
του Λουκά Τσουκνίδα

Μεγάλος νικητής στο Φεστιβάλ των Κανών που μόλις τελείωσε αναδείχτηκε ο Τέρενς Μάλικ, ο μεγάλος απών του πανηγυριού, όπως, άλλωστε, το συνηθίζει. Το “The Tree of Life”, που γιουχαΐστηκε από κάποιους, οι οποίοι, προφανώς, θεωρούν ότι το Φεστιβάλ τους χρωστά ταινίες του γούστου τους, δίχασε τους πρώτους θεατές του με συνέπεια να κινείται, στον απόηχο της διοργάνωσης, μεταξύ ανεπανάληπτου αριστουργήματος και επικής μπαρούφας.

Η αλήθεια είναι ότι ο Μάλικ δεν κάνει εκπτώσεις στο όραμά του, παίρνει πάντα ό,τι ζητά από χρηματοδότες και συνεργάτες, δουλεύει όσο χρειαστεί για να το υλοποιήσει στην εντέλεια και το αποτέλεσμα είναι συνήθως εντυπωσιακό. Δυστυχώς, ένα εξαιρετικά κατασκευασμένο κύρηγμα, παραμένει κύρηγμα και ένα εντυπωσιακά ερμηνευμένο ταχυδακτυλουργικό κόλπο, παραμένει κόλπο. Έτσι, το πόνημα του Μάλικ, χάρμα οφθαλμών κατά τ' άλλα, θυμίζει εκπαιδευτική τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας παρά κινηματογραφική ταινία.

Η υπόθεση

Πρωταγωνιστής της παραβολής μας είναι ο Δημιουργός, ως πατέρας όλων, η ίδια η έννοια της δημιουργίας, ίσως, αλλά και όσα επακολουθούν. Η πορεία δηλαδή του δημιουργήματος προς το να γίνει κι εκείνο δημιουργός εξασφαλίζοντας την πολυπόθητη συνέχεια και η θέση του μέσα στο “μεγάλο σχέδιο των πραγμάτων”, αν υπάρχει όντως κάτι τέτοιο. Για να μπούμε στο κλίμα, ο Μάλικ μας βομβαρδίζει με εντυπωσιακές σκηνές (μακροσκοπικές και μικροσκοπικές) δημιουργίας του κόσμου, πομπώδη κλασική μουσική και voice-over με φράσεις από τη Βίβλο (ή κάτι παρόμοιο). Λίγο πριν κουραστούμε κι αναρωτηθούμε αν βλέπουμε Discovery, προλαβαίνει να μας συστήσει τους χαρακτήρες του.

Φαστ-φόργουορντ απ' το Big Bang στο Τέξας του '50, σε ένα αντρόγυνο με τρία παιδιά. Ο άντρας (Μπραντ Πιτ), επίδοξος σολίστ της κλασικής μουσικής που κατέληξε στέλεχος σε εργοστάσιο, προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο των πραγμάτων, να είναι σωστός εργαζόμενος και οικογενειάρχης. Είναι τρυφερός και αυστηρός με τα παιδιά του και με τη γυναίκα του, αλλά το ρυθμό τον θέτει πάντα εκείνος. Εκείνα, τον αγαπούν και τον φοβούνται μαζί, την ώρα που η μητέρα (Τζέσικα Τσαστέιν) αποτελεί το καταφύγιό τους, γίνεται παιδί μαζί τους και τους παρέχει τη ζεστασιά που τους λείπει απ' τη μεριά του πατέρα. Ο πρωτότοκος γιος, είναι κι ο πρώτος που αμφισβητεί την παντοδυναμία του κι αντιλαμβάνεται λίγο-λίγο όλα τα ελαττώματα και τις ανασφάλειές του, κάτι που κλονίζει όσα κι ο ίδιος θεωρούσε ως δεδομένα και ασφαλή. Κλονίζεται η πίστη του, δηλαδή, και το μέλλον του ως δημιουργού γίνεται πια αβέβαιο και δυσβάσταχτο.

Παράλληλα, σε μικρές δόσεις (ευτυχώς), βλέπουμε τον γιο ως μεσήλικα (Σον Πεν) στο επιβλητικό αστικό περιβάλλον του Χιούστον ή σε υπαίθρια τεξανικά τοπία, να παραμένει εμβρόντητος με όσα φιλοσοφικά τον απασχολούν και πιθανόν, απασχολούν όλους μας, ως σύγχρονούς του ανθρώπους.
 


Η κριτική

Όπως είπα και στην εισαγωγή, ο Μάλικ έχει τον πλήρη έλεγχο του δημιουργήματός του και δε χωρά φιλοσοφική ερμηνεία επ' αυτού, αντίθετα με τους δημιουργούς-ήρωες-πατέρες που μας αποκαλύπτει λίγο-λίγο.

Η φωτογραφία είναι απλώς τέλεια, όπως και ο γνώριμος τρόπος που παρακολουθεί τους χαρακτήρες του με την κάμερα να ίπταται γύρω τους, ενώ οι ερμηνείες που αποσπά απ' όλους είναι εκπληκτικά φυσικές, ειδικά εκείνες των παιδιών. Οι σκηνές απ' τη ζωή του αντρόγυνου είναι γεμάτες ανεπαίσθητες λεπτομέρειες που λένε περισσότερα απ' όσα δείχνουν, μοιάζουν σαν αληθινές και όχι σαν απλές αναπαραστάσεις οικείων συναισθημάτων, βλεμμάτων ή επαφών. Συχνά, καταφέρνει να σου δημιουργήσει την αίσθηση ότι είσαι κοντινός παρατηρητής ή, ακόμη, κι ότι είσαι ο χαρακτήρας που παρατηρείς. Η αφήγησή του είναι χορογραφημένη και η μουσική του άψογα συνδυασμένη με την εικόνα, ενώ ο λυρισμός που έχει για σήμα κατατεθέν ταιριάζει στο γενικότερο κόνσεπτ και δεν ξενίζει.

Κι όμως, όσο καλοφτιαγμένο, καλοκουρδισμένο και καλοζυγισμένο είναι το δημιούργημα του αυτό, άλλο τόσο είναι βαρετό, προβλέψιμο, διδακτικό και προφανές, μια κατασκευή που αποτελεί το τέλειο παράδειγμα προς αποφυγήν γι' αυτό που φωλιάζει στην ουσία της. Κανένας δημιουργός δεν μπορεί κι ούτε θα 'πρεπε να έχει τον πλήρη έλεγχο του δημιουργήματός του, από ένα σημείο κι έπειτα τουλάχιστον. Αν δεν έχει χώρο ν' ανασάνει και να μεγαλώσει μόνο του θα καταλήξει μια κόπια του δημιουργού του κι ένα ολόγραμμα των σκέψεών του, χωρίς βούληση και άρα χωρίς δυνατότητα να δημιουργήσει κι εκείνο. Χαίρω πολύ κύριε Τέρενς.

Η ταινία του Μάλικ δεν αφήνει πολύ χώρο για σκέψεις και συζητήσεις κι απ' τη στιγμή που αντιληφθείς τι περίπου είναι αυτό που βλέπεις, χάνεις κάθε ενδιαφέρον για τη συνέχεια, μιας και δεν υπάρχει κανένα διακύβευμα για τους χαρακτήρες και καμία αληθινή πλοκή γύρω τους. Αυτό που ξεκίνησε, ίσως, ως φιλοσοφική διερεύνηση, καταλήγει απ' τα χέρια του ίδιου του δημιουργού του (να κι η μεγάλη του αντίφαση) ως ένα άψυχο, πομοπώδες, ηδονοβλεπτικό κύρηγμα, ένα άριστα οπτικοποιημένο συμπέρασμα και μια μεταφορά του σε μικρότερη κλίμακα, σε μεγέθη που μπορούμε ν' αντιληφθούμε και να οικειοποιηθούμε φεύγοντας απ' την αίθουσα (αν αντέξουμε μέχρι το τέλος).

Δεν ξέρω αν άξιζε το Χρυσό Φοίνικα σε σύγκριση με τον ανταγωνισμό, όμως, με λίγα λόγια, το “The Tree of Life” είναι μια επικών διαστάσεων φιλοσοφικοφανής μπαρούφα, γεμάτη από τροφή για το μάτι, αλλά κενή από τροφή για το μυαλό.

Βγαίνουν ακόμη:
- Τα θρίλερ “The Experiment” και “And Soon the Darkness”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v