Last House on the Left: "Hardcore" ριμέικ

Το Χολυγουντιανό ντεμπούτο του Ντένη Ηλιάδη είναι ένα καλογυρισμένο remake της κλασσικής ταινίας τρόμου του Γουές Κρέηβεν, που καταφέρνει να ξεχωρίσει από την πεπατημένη αντίστοιχων προσπαθειών.
Last House on the Left: Hardcore ριμέικ
του Λουκά Τσουκνίδα

Αυτές τις μέρες, που ένας έλληνας σκηνοθέτης, ο Γιώργος Λάνθιμος, απέσπασε ένα σημαντικό βραβείο στις Κάνες (με τον «Κυνόδοντα»), βγαίνει στις αίθουσες και η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία ενός άλλου συμπατριώτη μας, του Ντένη Ηλιάδη. Τι το ιδιαίτερο έχει; Είναι μια αμερικάνικη ταινία, ένα ριμέικ του «Last House on the Left» του Γουές Κρέιβεν, ο οποίος διάλεξε τον Ηλιάδη να το σκηνοθετήσει, όντας εντυπωσιασμένος απ' τη δουλειά του στο «Hardcore». Αν και σεναριακά δε μου άρεσε καθόλου, εκείνη η ταινία ήταν καλοφτιαγμένη, με διακριτό σκηνοθετικό στιλ και παραγωγή που ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα με γνώμονα τα ελληνικά δεδομένα. Δεν είναι απίθανο λοιπόν, που ο δημιουργός της εξαργύρωσε το μεράκι και τον επαγγελματισμό του με μια πολύ καλή ευκαιρία για διεθνή καριέρα. Μια ευκαιρία, που δεν αφήνει να πάει χαμένη.

Είναι καλοκαίρι και η Μαρί Κόλινγουντ (Σάρα Πάξτον), μαζί με τους γονείς της Έμα (Μόνικα Πότερ) και Τζον (Τόνι Γκόλντουιν), πηγαίνουν στο εξοχικό τους, στην ύπαιθρο, δίπλα σε μια υπέροχη λίμνη. Αφού τακτοποιούνται, η μικρή δανείζεται το αυτοκίνητο για να πεταχτεί στη μικρή πόλη και να χαζολογήσει με την καλοκαιρινή κολλητή της, την Πέιτζ. Λίγο πριν η τελευταία σχολάσει απ' τη δουλειά, εμφανίζεται ένας διστακτικός νεαρός ο οποίος υπόσχεται ν' ανταλλάξει όσα πήρε με το πολύ καλό «χόρτο» που έχει στο μοτέλ. Τ' όνομά του είναι Τζάστιν και μένει εκεί με τον πατέρα του Κρουγκ (Γκάρετ Ντίλαχαντ), τον θείο του Φράνσις και μια κοπέλα, την Σέιντι, φυγάδες όλοι απ' την αστυνομία. Τα κορίτσια πηγαίνουν μέχρι το μοτέλ και αράζουν για λίγο, ώστε να δοκιμάσουν επιτόπου το εμπόρευμα και να γνωρίσουν καλύτερα τον καινούργιο φίλο τους. Όμως, προς έκπληξη του Τζάστιν, οι υπόλοιποι επιστρέφουν πιο γρήγορα απ' ότι περίμενε, βρίσκουν τα κορίτσια ανάμεσα στα πόδια τους κι αποφασίζουν να τις ξεφορτωθούν —όχι με εύκολο τρόπο φυσικά— για να μην τους καταδώσουν. Καθώς οδηγούν μέσα απ' το δάσος, η Μαρί τους κατευθύνει προς το εξοχικό της και στην προσπάθειά της να ξεφύγει, το αυτοκίνητο ντελαπάρει. Τώρα πια δεν τους μένουν πολλές λύσεις, παρά να βρουν κατάλυμα στο κοντινότερο σπίτι...

[Δείτε το trailer της ταινίας]

Το τρέιλερ της πρώτης εκδοχής του 1972, καταλήγει με την εξής προτροπή: «Για να μη λιποθυμίσετε, να επαναλαμβάνετε από μέσα σας ότι είναι απλώς μια ταινία, είναι απλώς μια ταινία, είναι...» Στην εποχή του, το ανεξάρτητο διαμάντι τρόμου του Γουές Κρέιβεν -ο οποίος ευλογεί κι επιβλέπει κάθε ριμέικ των ταινιών του με ευχαρίστηση και αυταρέσκεια, ίσως- κατάφερε να σοκάρει και να συναντήσει, επακολούθως, τεράστιες δυσκολίες στη διανομή παρά τα αλλεπάλληλα κοψίματα για χάρη των αρμοδίων. Σήμερα, όπως οι περισσότερες φτηνές παραγωγές παλαιάς κοπής, δεν βλέπεται με την ίδια ευκολία, παρ' ό,τι η ερασιτεχνική αισθητική προσθέτει πολλά στην ατμόσφαιρα. Ένα ριμέικ ήταν λοιπόν επιβεβλημένο για να φρεσκαριστεί η ιδέα κι ο Ντένης Ηλιάδης ανέλαβε να οπτικοποιήσει το ανανεωμένο σενάριο. Το στοίχημα; Να συναγωνιστεί τις υπόλοιπες που βγαίνουν σωρηδόν (με τη γαλλική σχολή, τελευταία, να διαδέχεται δυναμικά την ισπανική) σε βίαιες σκηνές, να κρατήσει ανέπαφο το πνεύμα του πρωταρχικού και ν' αποδειχτεί σύγχρονο στο πλαίσιο ενός κινηματογραφικού είδους που δεν εκπλήσσει πλέον κανέναν και όλοι το επιλέγουν για να γελάσουν περισσότερο παρά να σκιαχτούν.

Νομίζω ότι, αν και πρωτάρης, τα καταφέρνει σε ικανοποιητικό βαθμό, καθώς οι λίγες σκηνές βίας είναι ευφάνταστες και άψογα δοσμένες, ενώ οι σεναριακές αλλαγές, που αφορούν τη Μαρί και τον Τζάστιν, είναι σαφώς προς το καλύτερο και υποστηρίζουν καλύτερα όσα, τέλος πάντων, υπονοούνται απ' όλη την εξωπραγματική αυτή ιστορία —έστω κι αν μοιάζουν πια απλοϊκά. Σε οπτικό επίπεδο, παρακολουθούμε μια αισθητική πρόταση που ανήκει εξ ολοκλήρου στον Ηλιάδη, ο οποίος, όπως και στο «Hardcore», δείχνει ότι έχει την ικανότητα να κάνει μια ταινία δική του, με τον τρόπο που τη σκηνοθετεί. Όσο για 'κείνους που περιμένουν μια αναπάντεχη σκηνή κορύφωσης, ώστε να ξεσπάσουν σε μπράβο και γέλια, ο σκηνοθέτης κάνει ό,τι μπορεί για μην την αντιληφθούμε κι έτσι, εκεί που νομίζουμε ότι επικρατεί η σοβαροφάνεια, μας τη σερβίρει σαν επιδόρπιο.

Τέλος, αν και οι ερμηνείες σε μια τέτοια ταινία θεωρούνται συχνά ασήμαντες, εδώ δεν είναι καθόλου αμελητέες. Ειδικά εκείνη της Σάρα Πάξτον (Μαρί) που δεν αρκείται στο ρόλο της αθώας ξανθιάς προς σφαγή, αλλά της δίνει ζωή και του Γκάρετ Ντίλαχαντ (Κρουγκ) ο οποίος κάνει τον χαρακτήρα του πειστικό και ως θύτη, αλλά και ως θύμα.

Το «Last House on the Left» είναι μια ταινία τρόμου, με τις αντίστοιχες εγγενείς αδυναμίες κι αυτό περιορίζει αναγκαστικά την απήχησή της. Όμως, παράλληλα, είναι και μια πολύ καλή προσπάθεια ενός έλληνα σκηνοθέτη να βρει τη δική του διακριτή θέση στο σύγχρονο παγκόσμιο εμπορικό σινεμά.

Βγαίνουν ακόμη:
- Η τουριστική κωμωδία με τη Νία Βαρντάλος και τον Αλέξη Γεωργούλη «My Life in Ruins», η γαλλική κωμωδία «My Stars», το αργόσυρτο σκοπιανικό δράμα «I Am from Titov Veles» και μια συμπαθητική ταινία κινουμένων σχεδίων, το «Coraline».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v