του Νικόλα Γεωργιακώδη
Με το Σπιρτόκουτο έκανε επίδειξη των δυνατοτήτων του ρίχνοντας μια ηχηρή σφαλιάρα στην τότε (2002) εγχώρια κινηματογραφική σκηνή. Με την Ψυχή στο Στόμα το πήγε ένα βήμα παραπέρα, ανάγοντας το μπινελίκι, την καταχνιά και την σκατίλα των ψυχών σε κινηματογραφικό τρόπο έκφρασης.
Με τον Μαχαιροβγάλτη έδειξε πως μπορεί να κάνει – πολύ καλό – ελληνικό νουάρ, ενώ με το Μικρό Ψάρι στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα του βασιλιά της υπαρξιακής κόλασης της νεοελληνικής πραγματικότητας, μέσα από ένα μελαγχολικό ταξίδι στον υπόκοσμο.
Ο Γιάννης Οικονομίδης δεν είναι ο Κύπριος/Έλληνας σκηνοθέτης που έχεις συνηθίσει. Είτε γελάς με την μανιερίστικη βωμολοχία των διαλόγων του που έχουν γίνει viral στο Youtube και μένεις εκεί ως «χάχας», είτε βυθίζεσαι στο σκοτάδι των εικόνων και των χαρακτήρων του και βλέπεις πίσω από τον λεκτικό βιασμό που σου φτύνει κατά ριπάς από την οθόνη και αναγνωρίζεις το νατουραλιστικό του μεγαλείο.
Και αυτή η πρώτη του «Μπαλάντα», είναι μια προσπάθεια να «ανοίξει» το ζόρικο σινεμά που κάνει στο ευρύ κοινό.
Εσύ είσαι η αιτία που πονώ, μα τι μπορώ να κάνω, μα τι μπορώ να κάνω;
Ο Μάνος Ζαφειρόπουλος (Βασίλης Μπισμπίκης) ένας πρώην λαϊκός τραγουδιστής με τεράστια επιτυχία στα σκυλάδικα, και δη στο ξακουστό μπαρ «Κροκόδειλος», ζει τον έρωτα και το πάθος με την Όλγα (Βίκυ Παπαδοπούλου) νυν σύζυγο του ξακουστού επιχειρηματία Ηρακλή Σκυλογιάννη (Γιάννης Τσορτέκης).
Ο τελευταίος το ξέρει και μοιάζει να το έχει αποδεχτεί, όμως η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι είναι όταν η Όλγα αποφασίζει να καβατζώσει μια βαλίτσα με ένα εκατομμύριο ευρώ και να κλεφτεί με τον Μάνο. Οι δυο τους κυνηγημένοι θα μείνουν προσωρινά στο σπίτι που τους νοικιάζει ένας μπράβος με το όνομα Γλάρος (Στάθης Σταμουλακάτος), τσιράκι του άρχοντα του υποκόσμου Τσέκου.
Την ίδια στιγμή, η μάνα του Μάνου (Σοφία Κουνιά), πέρα από το να φορέσει ζακέτα, του προτείνει να βγάλουν από τη μέση τον Σκυλογιάννη, ενώ αντίστοιχο πλάνο για τον Μάνο σχεδιάζει και η κυρά Βασιλική (Βασιλική Καλλιμάνη), μητέρα του Σκυλογιάννη. Τα σχέδιά τους θα πυροδοτήσουν ένα ντόμινο γεγονότων βουτηγμένων στο αίμα, το μαύρο χιούμορ και τις ανατροπές.
Παντρεμένοι κι οι δυο, γύρνα σε παρακαλώ
Ο Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει στον λούμπεν μικρόκοσμό που ο ίδιος έστησε στις προηγούμενες ταινίες του, αυτή τη φορά όμως με έντονα σκωπτική διάθεση και μπόλικο μαύρο χιούμορ που τσακίζει κόκκαλα.
Οι ήρωές του είναι βουτηγμένοι στην αμαρτία και την απληστία, καψούρηδες και κουτοπόνηροι. Παίρνουν ταπεράκι από τη μάνα τους, αλλά το παίζουν νταήδες εκεί που τους παίρνει. Πουλάνε προστασία, ακούν μέταλ και εκτελούν συμβόλαια θανάτου, αλλά ανταλλάζουν αγαπουλινίστικα μηνύματα με τις κοπέλες τους. Πίνουν λίτρα αλκοόλ, βρίζουν, κλαίνε και σχεδιάζουν δολοφονίες με την ίδια ευκολία που θα διαβάσουν ένα Άρλεκιν ή θα φτιάξουν γεμιστά (με κιμά). Μοιάζουν να ξεπήδησαν από ταινία των αδερφών Κοέν ή του Ταραντίνο, μόνο που φέρουν πάνω τους ατόφια την νεοελληνική παθογένεια της λαμογιάς, μια ρετσινιά σε χρώμα βαθύ κόκκινο, η οποία στο τέλος θα τους δικάσει αμείλικτα.
Για σένα πέφτω και στον γκρεμό, έλα, έλα, έλα σε παρακαλώ
Ο Οικονομίδης τους σκιαγραφεί σαν καρικατούρες, και τους ρίχνει σε ένα σκηνικό που θυμίζει γουέστερν α λα λαμιώτικα, βυθίζοντάς τους στον βάλτο της ελληνικής επαρχίας. Η τελευταία αποτυπώνεται μοναδικά μέσα από νατουραλιστικά κάδρα αυθαιρέτων, κιτς σκυλάδικων, πολυτελών διαμερισμάτων, τσιμεντόδρομων, γουρουνάδικων και ξεραμένης βλάστησης, τα οποία ντύνονται με την πρωτότυπη μουσική του Jean-Michel Bernard.
Στις ταλαιπωρημένες φάτσες των πρωταγωνιστών, ιδιαίτερα όσοι έχουν ζήσει στην επαρχία, πολύ πιθανό να αναγνωρίσουν κάποιον γνωστό (ή την μάνα του). Συμβάλλουν σε αυτό οι ρεαλιστικές ερμηνείες από το σύνολο του καστ, το οποίο αποτελείται κατά το ήμισυ από ερασιτέχνες ηθοποιούς (οι δύο μάνες, ο μπράβος Σάκης, ο Βαγγέλης κ.α.) που όμως ο Οικονομίδης καθοδηγεί στο να δώσουν τον καλύτερο (ή χειρότερο) εαυτό τους. Σε ρόλους έκπληξη εμφανίζονται η Λένα Κιτσοπούλου και ο Γιώργος Γιαννόπουλος - «τα σκαμπό μου και τα @@ μου» - ενώ ένας ακόμα ηθοποιός φετίχ του σκηνοθέτη, ο Βαγγέλης Μουρίκης κάνει δυναμική εμφάνιση προς το τέλος της ταινίας εκστομίζοντας ίσως την πιο αστεία ατάκα της.
Το σενάριο με την υπογραφή του Οικονομίδη, του λογοτέχνη Δημοσθένη Παπαμάρκου (Γκιάκ) και του Χάρη Λαγκούση υπηρετεί σωστά τον ρυθμό της ταινίας και παρά τις κάπως άνισες ανατροπές του τέλους διαθέτει φρεσκάδα, χιούμορ και αναφορές που οι σινεφίλ (και βιβλιοφίλ) θα εκτιμήσουν δεόντως – βλ. η σκηνή από την ταινία του Τσιώλη «Ο Έρωτας στη Χουρμαδιά», την οποία βλέπει βουρκώνοντας η Όλγα.
Μη μου βάζεις τη φωτιά, στη δική μου καρδιά
Tο σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη είτε το αγαπάς είτε το μισείς. Σε όποια κατηγορία και αν ανήκεις, η η "Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς" θα σου χαρίσει ένα διομισάωρο ατόφιας «λαϊκής» και «βρώμικης» απόλαυσης, όπως εκείνη που ενδεχομένως θα αντλούσε ένας σκληρός φαν των Rotting Christ, των Dead Congregation ή των Nighstalker από μια νύχτα στα μπουζούκια.