του Νικόλα Γεωργιακώδη
Όσοι έχουν μια κάποια επαφή με το κορεατικό σινεμά σίγουρα θα αναγνωρίζουν το τεράστιο κινηματογραφικό εκτόπισμα του νοτιοκορεάτη Μπονγκ Τζουν-Χο.
Ο δημιουργός που κατάφερε να μιλήσει κοινωνικά μέσα από ταινίες επιστημονικής φαντασίας (Host, Snowpiercer), ο σκηνοθέτης που μας χάρισε ένα από τα καλύτερα αστυνομικά θρίλερ στο σύγχρονο σινεμά (Memories of Murder), επιστρέφει με μια κατάμαυρη κωμωδία, αλλά ταυτόχρονα και ένα γκροτέσκο θρίλερ – σχόλιο πάνω στην αέναη πάλη των τάξεων.
Η υπόθεση
Όπως και στον περσινό Χρυσό Φοίνικα, τους «Κλέφτες Καταστημάτων» του Κόρε Έντα, έτσι και εδώ έχουμε μια πάμφτωχη οικογένεια πρωταγωνιστών, η οποία παλεύει καθημερινά για τα προς το ζην διπλώνοντας κουτιά πίτσας. Σαν να μην έφτανε αυτό, ζουν σε μια υπόγα έρμαιο των ούρων του κάθε μεθύστακα, αλλά και των αερίων απεντόμωσης που ψεκάζει ο δήμος και μπαίνουν κανονικά μέσα στην κουζίνα τους.
Είναι η απόλυτη έκφραση της φτώχιας, ο απόπατος μιας κοινωνίας βαθιά ταξικής στην οποία ο πλούτος είναι ένα άπιαστο όνειρο και ο συμβιβασμός με την «μοίρα που τους έλαχε» απαραίτητος. Είναι όμως και διαβόλια, μοντέρνοι γαβριάδες. Έτσι, με το που τους εμφανίζεται η ευκαιρία μέσα από πρόταση προς τον γιο για ιδιαίτερο μάθημα σε μια πελούσια οικογένεια, δεν χάνουν χρόνο και βάζουν μπροστά το υπέρτατο σχέδιο οικονομικής εκμετάλλευσης, το οποίο τους μεταμορφώνει σε πρώτης τάξης παράσιτα.
Ένα σχέδιο περίτεχνα και κάπως νοσηρά σχεδιασμένο, το οποίο αποσκοπεί στο να αποκτήσουν αφ΄ενός παραπάνω χρήματα αφ’ ετέρου να ανελιχθούν ταξικά και να ακουμπήσουν έστω και λίγο το όνειρο της πολυτελούς ζωής. Έλα όμως που στο κινηματογραφικό σύμπαν του Μπονγκ Τζουν-Χο το ταξικό αυτό άλμα έρχεται με μια σειρά «κυρώσεων» για την οικογένεια, άλλοτε κωμικών άλλοτε σοκαριστικά βίαιων.
Και αυτά είναι όσα χρειάζεται να γνωρίζετε για την ταινία.
Η κριτική
Ο Μπονγκ Τζουν-Χο καταφέρνει έχοντας στα χέρια του ένα εκ πρώτης όψης απλό σενάριο να στήσει ένα ολόκληρο κινηματογραφικό οικοδόμημα αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο, το οποίο μεταπηδά με εντυπωσιακή ευκολία από το κοινωνικό δράμα στο θρίλερ ανατροπής και από εκεί στη μαύρη κωμωδία.
Το γκροτέσκο διαδέχεται το κωμικό, το αίμα ξεπλένεται με δάκρυα και το κλάμα μετουσιώνεται σε γέλιο τόσο απλά και ομαλά, χωρίς κραδασμούς, όπως ακριβώς ρολάρει μια πολυτελής Μερσεντές στους δρόμους της Σεούλ. Συνοδοιπόροι σε αυτό το κομψοτέχνημα του σκηνοθέτη/σεναριογράφου ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών: ο Choi Woo-shik στον ρόλο του γιου που βλέπει τα πράγματα συμβολικά, η Park So-dam στον ρόλο της σπιρτόζας κόρης, η Hye-jin Jang ως καπάτσα μητέρα και ο Song Kang-ho στον ρόλο του πάτερ φαμίλια, ερμηνεύουν υποδειγματικά τα μέλη της οικογένειας παρασίτων, ενώ το πλούσιο ζευγάρι που υποδύονται οι Yeo-jeong Jo και Sun-kyun Lee, χωρίς να εντυπωσιάζουν, στέκονται στο ύψος που απαιτούν οι ρόλοι τους.
Κάθε πλάνο περίτεχνα στημένο ώστε να αναδεικνύει το βαθύ κενό που χωρίζει φτωχούς και πλούσιους, κάθε βλέμμα και χειρονομία χειρουργικά αποτυπωμένη ως αναπόσπαστο μέρος της αφήγησης. Συμβολισμοί που αποτυπώνονται σε πέτρες και οσμές, σκοτεινά πλάνα σε υπόγεια και άπλετο φως σε στιγμές συναισθηματικής φόρτισης ή κατά τη διάρκεια ενός σοκαριστικού λουτρού αίματος.
Τα «Παράσιτα» είναι μια αριστοτεχνικά δομημένη και βαθιά συμβολική ταινία. Ένα σύγχρονο κοινωνικό αριστούργημα για την μοντέρνα και αιώνια ταξικότητα που θα ζήλευε ο Κεν Λόουτς και ταυτόχρονα ένα κλειστοφοβικό θρίλερ που θα ήθελε να είχε γυρίσει ο Ντέηβιντ Φίντσερ.
* Αν δείτε την ταινία στον Δαναό, πριν από κάθε προβολή των 22.30, θα προβάλλεται η επίσης βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα ταινία μικρού μήκους του Βασίλη Κεκάτου, «Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς», την οποία μπορείτε να δείτε με το ίδιο εισιτήριο. Double Χρυσός Φοίνικας δηλαδή!