Ο Στάμος Τσιτσώνης υπογράφει έξυπνα δομημένα διηγήματα που διασκευάζουν και παρωδούν πασίγνωστα έργα δημιουργών όπως ο Ευριπίδης, ο Ιονέσκο ή ο Αναγνωστάκης.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Πώς εκλαμβάνει κανείς ένα βιβλίο που ξεκινά με μερικά πολύ έξυπνα κείμενα; Το χαίρεται ή, ανικανοποίητος, ψάχνει και άλλα στοιχεία για να το καταξιώσει; Φτάνει η εξυπνάδα στον χειρισμό του θέματος για να επαινέσει ο αναγνώστης την αξία μιας συλλογής διηγημάτων; Και σε τι συνίσταται η λογοτεχνικότητα; Η απόλαυση κατά την ανάγνωση; Διαβάζει κανείς με ενδιαφέρον και θαυμάζει την ευστροφία της γραφής ή αναζητεί ένα δεύτερο επίπεδο για να ξεπεράσει την επιφάνεια;
Αυτά και άλλα παρόμοια ερωτήματα μου γεννήθηκαν, καθώς διάβαζα τα διηγήματα του Τσιτσώνη. Τα κείμενά του έχουν όντως μια ιδιαίτερα έξυπνη αντιμετώπιση των θεμάτων τους, τα οποία με μαθηματική σκέψη ελίσσονται, δομούνται, οργανώνονται σαν καλοσχεδιασμένο πρόβλημα γεωμετρίας.
Το πρώτο, με τίτλο “Γλαύκη”, μετατρέπει τον Ευριπίδη σε αστυνομικό αφήγημα, παρωδώντας τη “Μήδεια”. Ο Ιάσονας κανονίζει να ξεκάνει τη γυναίκα του, Μήδεια, σε συνεργασία με την ερωμένη του, Γλαύκη, ενώ ο συγγραφέας του μυθιστορήματος, Ευριπίδης Μαγνής, γλυκοκοιτάζει την τελευταία σε όποια σελίδα αυτή εμφανίζεται. Τελικά, η Γλαύκη κάνει τη δική της επανάσταση κι η αστυνομία κατηγορεί τον συγγραφέα για ηθική αυτουργία στον φόνο! Ευφυείς ελιγμοί, ζωντάνεμα χαρακτήρα και έξοδός του από τη βούληση του συγγραφέα, εγκιβωτισμός, παρωδία της γνωστής τραγωδίας κ.ο.κ.
Το ευτυχές είναι ότι ο εν λόγω τόμος δεν εξαντλείται στα τρία-τέσσερα πρώτα διηγήματα που “φωνάζουν” την έξυπνη πλοκή τους. Κατόπιν, ο Τσιτσώνης δείχνει ότι μπορεί να μιλήσει στο συναίσθημα, να ξυπνήσει μνήμες, να προκαλέσει συγκινήσεις, να δονήσει άλλες χορδές της ψυχής του αναγνώστη. Έτσι, απλώνεται μπροστά στον τελευταίο μια βεντάλια με κείμενα που πάντα διακρίνονται για τη καλοσχεδιασμένη δομή τους, αλλά μερικά από αυτά ανεβαίνουν και ένα σκαλί παραπάνω. Η ανθρωπιστική νοσταλγία, ο πολιτικός σχολιασμός, ο επαναφωτισμός της σύγχρονης πραγματικότητας δείχνουν οξεία ματιά.
Ανάλογα, είναι αξιοπρόσεκτα τα διηγήματα που στηρίζονται σε άλλα έργα, τα οποία ο συγγραφέας διασκευάζοντας, όπως έκανε παραπάνω με τον Ευριπίδη, ξαναγράφει την ιστορία με άλλον τρόπο. “Ο μικρός ήρωας”, το γνωστό κόμικ της μεταπολεμικής Ελλάδας, ο “Ρινόκερος” του Ιονέσκο και το “Επιτύμβιον” του Αναγνωστάκη τίθενται ως βάση για να σχολιαστεί η πραγματικότητα. Ο ευφάνταστος συγγραφέας, που αποδεικνύεται διανοητικά ασθενής, νομίζει ότι οι μικροί ήρωες ξανάρχονται για να σώσουν την Ελλάδα του 21ου αίωνα από τους σύγχρονους Γερμανούς, όπως ο Γιώργος Θαλάσσης και ο Σπίθας με την Κατερίνα έσωσαν και τότε την Ελλάδα από τη γερμανική κατοχή. Δυο χωριά περιμένουν τον κύριο Νομάρχη να δώσει λύση στο πρόβλημά τους, αλλά την πιο σοφή λύση τη δίνει μια τριάδα ψυχασθενών, κατά το παράλογο του Ιονέσκο. Σε μια κηδεία ο μόνος που μπορεί να πει με παρρησία τους στίχους του Αναγνωστάκη για τον Λαυρέντη είναι ο φίλος του νεκρού που ήξερε καλά τι κουμάσι ήταν ο συγχωρεμένος.
Τελικά, η ευφυΐα των κειμένων δεν είναι το μόνο προσόν του Τσιτσώνη. Ευτυχώς, αυτή χρησιμοποιείται για να ξεκλειδώσει τις αναγνωστικές αντιστάσεις, να πλάσει την πλοκή, να κατασκευάσει με ελιγμούς την υπόθεση, αλλά παράλληλα να την εμποτίσει με νοσταλγία, με σχόλια, με πλάγιους και ευθείς προβληματισμούς για διάφορα στραβά και αστεία. Λείπει ίσως η ακονισμένη γλώσσα, το χεροδύναμο ύφος, η ιδιαίτερη γραφή που θα αφήσουν ίχνη στον αναγνώστη, αλλά η συλλογή αυτή προσπερνά αυτήν την αδυναμία με γεροδεμένους αρμούς.