Τα τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού: «Μαθηματικό» μυθιστόρημα αξιώσεων

Στο τέταρτο βιβλίο του Τεύκρου Μιχαηλίδη συνδυάζονται άριστα τα μαθηματικά με τον έρωτα, η επιστήμη με το λογοτέχνημα, η ιστορική συλλογικότητα με την ατομική μοίρα, σε ένα μικρό και ευκολοδιάβαστο μυθιστόρημα.
Τα τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού: «Μαθηματικό» μυθιστόρημα αξιώσεων
Ο Μιχαηλίδης όσο γράφει τόσο περισσότερο εκλογοτεχνίζει τη γραφή του και προχωρά σε ωριμότερες προσεγγίσεις του λογοτεχνικού φαινομένου. Κι αυτό το λέω γιατί όσο η σκέψη του έμενε προσηλωμένη στα μαθηματικά και στη μυθιστορηματοποίησή τους, τόσο η αισθητική γινόταν ancilla mathematicorum και περνούσε σε δεύτερη μοίρα. Έτσι, τα “Πυθαγόρεια εγκλήματα” έδωσαν τη θέση τους στον “Αχμές” και τώρα στα “Τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού”, όπου το μαθηματικό πρόβλημα χωνεύεται τόσο καλά μέσα στο λυρικό και αφηγηματικό περίβλημά του που μόνο δευτερευόντως θυμίζει μαθηματική λογοτεχνία. Στην αρχή μάλιστα πίστεψα ότι ο συγγραφέας εγκατάλειψε μια και καλή το υπόβαθρο των αριθμών, αλλά εντέλει είδα την παρουσία τους, παρόλο που, όπως προείπα, ενσωματώνονται έντεχνα στη μυθοπλαστική ατμόσφαιρα.

Το νέο του μυθιστόρημα χτίζεται σε τρεις έρωτες, διαφορετικών γενεών, που συνδέονται σε μια ευτυχή σύνδεση παρόντος και παρελθόντος. Ο πρωταγωνιστής αφηγητής πηγαίνει στη Σέριφο, όπου ερωτεύεται την Ερνεστίν. Η γιαγιά της η Μαριγώ ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε έναν Γάλλο την περίοδο των πρώτων απεργιών στα ορυχεία του νησιού και της κατάπνιξής τους στο αίμα. Φεύγει για τη Γαλλία, όπου γεννά την κόρη της Δανάη, ενώ ο άνδρας της πεθαίνει στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Δανάη μεγαλώνει στο Παρίσι και σαν ξεκινά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ερωτεύεται τον μαθηματικό Ερνστ Ντύπερματ, αξιωματικό του γερμανικού στρατού που επέταξε το σπίτι τους.

Καρπός του έρωτά τους είναι η Ερνεστίν, η οποία αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει στο μητρικό νησί της Σερίφου, όπου διατηρούσε καφενείο. Στα 1970 ο αφηγητής βιώνει τον έρωτα μαζί της και ανακαλύπτει την ιστορία της οικογένειάς της συνυφασμένη με τα γεγονότα του 20ού αιώνα σε Ελλάδα και Ευρώπη, ενώ παράλληλα καλείται ως μαθηματικός και ο ίδιος να ελέγξει αν το τετράδιο του «πεθερού» του περιέχει όντως την απόδειξη της εικασίας των τεσσάρων χρωμάτων. Το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό για τον έρωτά του με την Ερνεστίν.

Ο Μιχαηλίδης, όπως προείπα, αναπτύσσει το μαθηματικό πρόβλημα μόνο όσο χρειάζεται για να στηρίξει πάνω σ’ αυτό την τραγικότητα της ζωής όσων ανθρώπων συνδέθηκαν άμεσα ή έμμεσα με τον μαθηματικό που επιχείρησε να το λύσει. Σ’ αυτόν τον άξονα βλέπουμε την Ευρώπη του 20ού αιώνα να ενώνει και να χωρίζει τα έθνη της, να παντρεύει Ελληνίδα με Γάλλο, ο οποίος πεθαίνει από τους Γερμανούς, ενώ η κόρη του να συνδέεται με τον κατακτητή Γερμανό είκοσι χρόνια μετά. Έτσι, οι αγώνες για καλύτερες συνθήκες εργασίας διαπλέκονται με τα δεινά της γαλλογερμανικής σύρραξης στο Δυτικό μέτωπο, ενώ η γερμανική κατοχή του Παρισιού περνάει παράλληλα με ένα πρόβλημα μαθηματικών που θα λυθεί τη δεκαετία του ’70 με τη βοήθεια των υπολογιστών.

Η ιστορία εντέλει παίζει παράξενα παιχνίδια στους ανθρώπους, ανακατεύει έθνη και καρδιές, κινητοποιεί εργάτες και σκοτώνει διανοούμενους, παρ’ ολίγον λύνει μαθηματικούς γρίφους αλλά και χωρίζει για πολλά χρόνια ερωτευμένους νέους. Και στην κορυφή όλων αυτών των ανθρώπινων τραγωδιών έρχεται το άψυχο μηχάνημα να λύσει το πρόβλημα και να κάνει τους ανθρώπους να αναθεωρήσουν την έννοια της μαθηματικής απόδειξης, που δεν είναι πλέον μόνο αποτέλεσμα του ανθρώπινου νου. Από τα ορυχεία της Σερίφου ώς τα πανεπιστήμια της μεσοπολεμικής Γερμανίας κι από τα καφενεία του Παρισιού στις αίθουσες των υπολογιστών η ανθρωπότητα προχωρά αντιμετωπίζοντας τα εργασιακά, διακρατικά και επιστημονικά της προβλήματα με τον πέρασμα των δεκαετιών και την ωρίμαση των συνθηκών.

Ο συγγραφέας δεν κινητοποιεί τον αναγνώστη θέτοντας εξ αρχής, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα στην ιστορία της μαθηματικής λογοτεχνίας, την εικασία και στήνοντας πάνω σ’ αυτήν ολόκληρη την πλοκή. Αντίθετα, το θεώρημα των τεσσάρων χρωμάτων είναι μεν η αιχμή του δόρατος, χωρίς να απορροφά όλα τα άλλα στο δικό της ρυθμό. Περισσότερο, ο αναγνώστης απολαμβάνει μια σφριγηλή ιστορία που διακλαδίζεται σε τρεις έρωτες, σε τρεις εποχές, σε κοινωνικούς και ατομικούς στροβίλους, σε ειρηνικές και πολεμικές περιόδους. Με έντεχνο χειρισμό των αφηγηματικών τεχνικών, με εναλλαγή των χρονικών επιπέδων, ώστε να μεταβαίνουμε από το ένα στο άλλο χωρίς μονταζιακά κενά, με ποικιλία λόγων όπως αφήγηση, επιστολές και ημερολόγιο, ο Μιχαηλίδης καταφέρνει να γράψει ένα μυθιστόρημα αξιώσεων.

Αν μάλιστα επέμενε περισσότερο στην τραγικότητα των ιστορικών στιγμών ή αν τόνιζε με μεγαλύτερη έμφαση τον προβληματισμό γύρω από το αν οι λύσεις των υπολογιστών πρέπει ή όχι να θεωρούνται “αποδείξεις”, θα έδινε και το απαιτούμενο βάθος για να μείνει ο αναγνώστης όχι μόνο με την αίσθηση της ιστορίας και του έρωτα αλλά και με τον γόνιμο προβληματισμό των αλλαγών που επιφέρει η τεχνολογία.

O blogger Πατριάρχης Φώτιος

Τεύκρος Μιχαηλίδης
“Τα τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού”
εκδόσεις Πόλις
2011
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v