Ο Μάριος Στρόφαλης ξεκίνησε το μουσικό του ταξίδι από την ηλικία των έξι ετών, όταν παρακολούθησε τα πρώτα του μαθήματα πιάνου στο Εθνικό Ωδείο. Από το πιάνο στην σύνθεση δεκάδων soundtracks για την μικρή και τη μεγάλη οθόνη, και από την μουσική για το θεατρικό σανίδι μέχρι τους μουσικούς πειραματισμούς του, πάντα μέσα στις πρώτες ύλες του βρισκόταν η τζαζ. Πέρα από το κουαρτέτο του που δίνει τακτικά live, ο Μάριος Στρόφαλης ετοιμάζει πολλά και διάφορα πράγματα στα μονοπάτια της αγαπημένης του μουσικής και βρίσκει λίγο χρόνο να μας μιλήσει γι’ αυτά αλλά και εν γένει για ένα είδος που αριθμεί… περισσότερους μουσικούς παρά ακροατές σε αυτή τη χώρα.
«Προφανώς και υπάρχει τζαζ σκηνή στην Ελλάδα. Άλλωστε είμαστε μικρή χώρα για να έχουμε υψηλές απαιτήσεις ώστε να θεωρήσουμε κάτι “σκηνή”. Η αλήθεια είναι πως οι μουσικοί της τζαζ είναι περισσότεροι από το κοινό, αλλά αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κάτι κακό. Γίνεται ωστόσο απαραίτητος ο δίαυλος των καλλιτεχνών με το εξωτερικό – είναι πλέον μονόδρομος αυτή η επιλογή. Μπορεί ασφαλώς να επικοινωνεί άνετα την μουσική του με το εξωτερικό έχοντας ως έδρα την Ελλάδα, αλλά για να ζει από αυτή, πρέπει να κάνει κι άλλα πράγματα “παράπλευρα”, να προσφέρει μαθήματα κλπ.
»Προσωπικά, είμαι εντός και εκτός της τζαζ. Βασική μου δουλειά είναι η σύνθεση soundtrack για τον κινηματογράφο και το θέατρο, αλλά πάντα η τζαζ αποτελούσε δεξαμενή για μένα, χρησιμοποιούσα πολύ τα μονοπάτια της για τη δουλειά μου. Έτσι, θέλοντας και μη βρέθηκα εντός του είδους και μου άρεσε πολύ.
»Η τζαζ προσφέρει δυνατές στιγμές μουσικής επικοινωνίας – γι’ αυτό και δίνεται συχνά έμφαση στον αυτοσχεδιασμό και στην επικοινωνία των μουσικών μεταξύ τους επί σκηνής. Αυτό είναι το ζητούμενο στην τζαζ, η επικοινωνία. Αν οι μουσικοί την βρίσκουν μέσα σε ένα στούντιο, τότε μπορεί κάλλιστα η “ψυχή” της τζαζ να εκφραστεί και μέσα από την ηχογράφηση. Αν βρίσκουν την επικοινωνία μπροστά στο κοινό, εκφράζονται καλύτερα στα live. Είναι ζήτημα της σχέσης του γκρουπ, των μουσικών που συνεργάζονται. Από την άλλη, στα live υπάρχει και ο παράγοντας του “κραδασμού” λόγω κοινού – μπορεί ένα “κακό” κοινό να μη βοηθήσει αυτήν την επικοινωνία.
»Στα live μου παίζω κυρίως δικά μου κομμάτια, τα οποία βρίσκονται κάπου ανάμεσα στην world και την τζαζ, μου αρέσει να παντρεύω ethnic στοιχεία με κλασικές μουσικές πλατφόρμες, πέρα από τους αυτοσχεδιασμούς. Η παραδοσιακή τζαζ μπορεί να γεννήθηκε στην Αμερική, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να μιλήσει στην μουσική συνείδηση του Έλληνα ή οποιουδήποτε άλλου. Δεν σημαίνει επίσης ότι ένας μη αμερικανός μουσικός δεν μπορεί να παίξει παραδοσιακή τζαζ – άλλωστε με η progressive jazz και η world μουσική που έχουν εισχωρήσει στο είδος, το έχουν φέρει πιο κοντά σε άλλα ρεπερτόρια.
»Ούτως ή άλλως από το ’50 και μετά, η τζαζ μπολιάστηκε με στοιχεία από τον γαλλικό εξπρεσιονισμό. Εξαιτίας του Μακαρθισμού, αρκετοί αμερικανοί μουσικοί ήρθαν να ζήσουν στο Παρίσι, κι έτσι η μουσική τους παράδοση ήρθε πιο κοντά στην Ευρώπη, γνώρισε και επηρεάστηκε από τον μουσικό πλούτο της περιοχής, και της άνοιξε νέους δρόμους.
»Θα έλεγα ότι το κοινό που προτιμά την τζαζ στην Ελλάδα ανήκει κυρίως στο ηλικιακό γκρουπ των 30-40 ετών. Νιώθουν πιο κοντά στο είδος, και βρίσκονται σε μια ηλικία που από τη μία κατασταλάζουν μουσικά, αλλά από την άλλη συνεχίζουν να ψάχνουν κι άλλους “δρόμους”. Συνήθως οι περισσότεροι μένουν σε πιο ακουστικά ακούσματα, αλλά υπάρχει και μια σημαντική μερίδα που δηλώνουν φαν του blues.
»Όσο για τα προσωπικά μου σχέδια, συνεχίζω να πειραματίζομαι αρκετά - την προσεχή περίοδο θα κυκλοφορήσει το European Taxim 2, συνεχίζω πάντα να παίζω με το κουαρτέτο μου, ενώ έχω ετοιμάσει και ένα καινούριο σχήμα, το Tanguerissimo, ένα τρίο που μπλέκει διάφορα είδη με πολύ αυτοσχεδιασμό χωρίς να είναι απαραίτητα Nuevo. Επίσης, θα εγκαινιάσουμε την συνεργασία μας με τους Acoustic Shufflers με swing κομμάτια, και φυσικά συνεχίζω να γράφω soundtracks, αλλά και να ασχολούμαι με πολιτιστικές δράσεις (σ.σ.: Ο Μάριος Στρόφαλης είναι ο εμπνευστής του Αθηναϊκού Καλλιτεχνικού Δικτύου, εκπροσωπώντας το οποίο είχε μιλήσει στην κάμερα του in2life για την ενδιαφέρουσα δράση «Μια φωτογραφία για την Πατησίων»).
«Προφανώς και υπάρχει τζαζ σκηνή στην Ελλάδα. Άλλωστε είμαστε μικρή χώρα για να έχουμε υψηλές απαιτήσεις ώστε να θεωρήσουμε κάτι “σκηνή”. Η αλήθεια είναι πως οι μουσικοί της τζαζ είναι περισσότεροι από το κοινό, αλλά αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κάτι κακό. Γίνεται ωστόσο απαραίτητος ο δίαυλος των καλλιτεχνών με το εξωτερικό – είναι πλέον μονόδρομος αυτή η επιλογή. Μπορεί ασφαλώς να επικοινωνεί άνετα την μουσική του με το εξωτερικό έχοντας ως έδρα την Ελλάδα, αλλά για να ζει από αυτή, πρέπει να κάνει κι άλλα πράγματα “παράπλευρα”, να προσφέρει μαθήματα κλπ.
»Προσωπικά, είμαι εντός και εκτός της τζαζ. Βασική μου δουλειά είναι η σύνθεση soundtrack για τον κινηματογράφο και το θέατρο, αλλά πάντα η τζαζ αποτελούσε δεξαμενή για μένα, χρησιμοποιούσα πολύ τα μονοπάτια της για τη δουλειά μου. Έτσι, θέλοντας και μη βρέθηκα εντός του είδους και μου άρεσε πολύ.
»Η τζαζ προσφέρει δυνατές στιγμές μουσικής επικοινωνίας – γι’ αυτό και δίνεται συχνά έμφαση στον αυτοσχεδιασμό και στην επικοινωνία των μουσικών μεταξύ τους επί σκηνής. Αυτό είναι το ζητούμενο στην τζαζ, η επικοινωνία. Αν οι μουσικοί την βρίσκουν μέσα σε ένα στούντιο, τότε μπορεί κάλλιστα η “ψυχή” της τζαζ να εκφραστεί και μέσα από την ηχογράφηση. Αν βρίσκουν την επικοινωνία μπροστά στο κοινό, εκφράζονται καλύτερα στα live. Είναι ζήτημα της σχέσης του γκρουπ, των μουσικών που συνεργάζονται. Από την άλλη, στα live υπάρχει και ο παράγοντας του “κραδασμού” λόγω κοινού – μπορεί ένα “κακό” κοινό να μη βοηθήσει αυτήν την επικοινωνία.
»Στα live μου παίζω κυρίως δικά μου κομμάτια, τα οποία βρίσκονται κάπου ανάμεσα στην world και την τζαζ, μου αρέσει να παντρεύω ethnic στοιχεία με κλασικές μουσικές πλατφόρμες, πέρα από τους αυτοσχεδιασμούς. Η παραδοσιακή τζαζ μπορεί να γεννήθηκε στην Αμερική, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να μιλήσει στην μουσική συνείδηση του Έλληνα ή οποιουδήποτε άλλου. Δεν σημαίνει επίσης ότι ένας μη αμερικανός μουσικός δεν μπορεί να παίξει παραδοσιακή τζαζ – άλλωστε με η progressive jazz και η world μουσική που έχουν εισχωρήσει στο είδος, το έχουν φέρει πιο κοντά σε άλλα ρεπερτόρια.
»Ούτως ή άλλως από το ’50 και μετά, η τζαζ μπολιάστηκε με στοιχεία από τον γαλλικό εξπρεσιονισμό. Εξαιτίας του Μακαρθισμού, αρκετοί αμερικανοί μουσικοί ήρθαν να ζήσουν στο Παρίσι, κι έτσι η μουσική τους παράδοση ήρθε πιο κοντά στην Ευρώπη, γνώρισε και επηρεάστηκε από τον μουσικό πλούτο της περιοχής, και της άνοιξε νέους δρόμους.
»Θα έλεγα ότι το κοινό που προτιμά την τζαζ στην Ελλάδα ανήκει κυρίως στο ηλικιακό γκρουπ των 30-40 ετών. Νιώθουν πιο κοντά στο είδος, και βρίσκονται σε μια ηλικία που από τη μία κατασταλάζουν μουσικά, αλλά από την άλλη συνεχίζουν να ψάχνουν κι άλλους “δρόμους”. Συνήθως οι περισσότεροι μένουν σε πιο ακουστικά ακούσματα, αλλά υπάρχει και μια σημαντική μερίδα που δηλώνουν φαν του blues.
»Όσο για τα προσωπικά μου σχέδια, συνεχίζω να πειραματίζομαι αρκετά - την προσεχή περίοδο θα κυκλοφορήσει το European Taxim 2, συνεχίζω πάντα να παίζω με το κουαρτέτο μου, ενώ έχω ετοιμάσει και ένα καινούριο σχήμα, το Tanguerissimo, ένα τρίο που μπλέκει διάφορα είδη με πολύ αυτοσχεδιασμό χωρίς να είναι απαραίτητα Nuevo. Επίσης, θα εγκαινιάσουμε την συνεργασία μας με τους Acoustic Shufflers με swing κομμάτια, και φυσικά συνεχίζω να γράφω soundtracks, αλλά και να ασχολούμαι με πολιτιστικές δράσεις (σ.σ.: Ο Μάριος Στρόφαλης είναι ο εμπνευστής του Αθηναϊκού Καλλιτεχνικού Δικτύου, εκπροσωπώντας το οποίο είχε μιλήσει στην κάμερα του in2life για την ενδιαφέρουσα δράση «Μια φωτογραφία για την Πατησίων»).