O Σταύρος Κόνσολας είναι ιδιοκτήτης από το 2007 του Dioskouros Hostel, σε ένα από τα πιο όμορφα και πιο ήσυχα δρομάκια της Πλάκας, την οδό Πιττακού. Το Dioskouros λειτουργούσε ήδη από την δεκαετία του ’70 σαν budget hotel και τώρα με αργά βήματα μεταμορφώνεται «σε ένα, ας το πούμε, χλιδάτο hostel», όπως περιγράφει ο ίδιος. Στην οικογένεια του Σταύρου ανήκει επίσης και το Fivos Hostel της οδού Αθηνάς, που λειτουργεί με την σημερινή μορφή του από το 2004, οπότε και ανακαινίστηκε –παλιότερα ήταν κι αυτό επίσης budget hotel.
Οι περισσότεροι επισκέπτες του είναι Αμερικάνοι, Αυστραλοί, Γάλλοι και Κινέζοι. «Οι Κινέζοι είναι πιο old school τουρίστες, περίπου όπως ήταν οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικάνοι στα 60s. Αναζητούν αυτό που θα λέγαμε “postcard culture”. Δεν τους πειράζει να φάνε και σε μια τουριστική ταβέρνα, αρκεί να φωτογραφίσουν τον παραδοσιακό greek musaka. Οι Αμερικάνοι και οι Ευρωπαίοι τώρα πια αναζητούν περισσότερο το τοπικό στοιχείο: Ρωτάνε για τις ταβέρνες που τρώμε εμείς, για τους αρχαιολογικούς χώρους που είναι λιγότερο προβεβλημένοι από την Ακρόπολη… Είναι περισσότερο πολυταξιδεμένοι, οπότε τους ενδιαφέρει κυρίως η insider πληροφορία.
»Ο βασικός λόγος για τον οποίο έρχονται σχεδόν όλοι είναι τα αρχαία. Για τις παραλίες δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα –πάνε στα νησιά. Ρωτάνε και για την νυχτερινή ζωή, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που έρχονται εδώ. Κακά τα ψέματα, η Αθήνα είναι πια ένα stop over destination. Μετά τους Ολυμπιακούς, και για καμιά πενταετία, είχε προβληθεί σαν ευρωπαϊκό hot spot για city break, και η σαιζόν είχε «ανοίξει» από τους τέσσερις στους εννιά μήνες. Αυτό τώρα έχει πεθάνει: από τη μία άρχισαν τα προβλήματα της οικονομικής κρίσης, και από την άλλη ο ΕΟΤ δε διαφημίζει πλέον την Αθήνα. Πηγαίνεις ας πούμε στην Κωνσταντινούπολη, σε hostel που έχει 70-80 κρεβάτια, και είναι γεμάτο τέλη Νοεμβρίου. Βέβαια, πας και σε μια μεγάλη τουριστική έκθεση στο Βερολίνο, και βλέπεις μια ολόκληρη αίθουσα γεμάτη περίπτερα «Τουρκία», και ένα γραφειάκι που λέει «Ελλάδα». Δεν την προωθούν σωστά γι’ αυτό που είναι την Αθήνα.
»Σαν ξενοδόχος you can only do so much, που λένε και οι Άγγλοι. Εφόσον κάποιος θέλει να έρθει στην Αθήνα, μπορείς να τον φέρεις στο ξενοδοχείο ή στο hostel σου. Δεν μπορείς, όμως, να προσελκύσεις κόσμο να έρθει στην Ελλάδα. Ειδικά από τη στιγμή που το ενδιαφέρον του ΕΟΤ έχει στραφεί αλλού: Βλέπω τα διαφημιστικά σποτ που κυκλοφορούν στην Κίνα για διακοπές στην Ελλάδα, και δείχνουν ελικόπτερα και λιμουζίνες. Δεν είμαστε τέτοια χώρα. Ακόμα και να ήμασταν, όμως, δεν πρέπει να σχεδιάσεις μια στρατηγική που να απευθύνεται σε όλους, που να καλύπτει όλα τα budget; Κάθε τουρίστας αφήνει κάτι».
Είμαστε επιφυλακτικοί οι Έλληνες με τα hostel; «Οι περισσότεροι είναι λίγο σνομπ. Έχουν αυτή τη στάση του νεόπλουτου, ότι έρχονται σε ξενοδοχείο και πρέπει να είναι όλα στην τρίχα –που είναι, δηλαδή, αλλά όχι για τα δικά τους στάνταρ. Οι ξένοι είναι πιο ταξιδεμένοι, και άρα πιο ευέλικτοι».
Τον ρωτάω αν ακούει συχνά παράπονα για τις τιμές, και μου λέει ότι εξαρτάται από τον κάθε ταξιδιώτη. «Οι Γερμανοί μου παραπονιούνται συχνά, γιατί εκεί είναι πάμφθηνα όλα: πληρώνουν το pint την μπύρα 2€ κι έρχονται εδώ και τους ζητάνε για ένα μπουκαλάκι Stella στην Πλάκα 6€ και 7€.
»Τους προτείνω συχνά να πάνε Εξάρχεια, και γουστάρουν πολύ γιατί βλέπουν μια πλευρά της Αθήνας την οποία δεν φαντάζονταν. Πετυχαίνουν και καμιά φασαρία με κανένα ματατζή και ενθουσιάζονται.
»Είναι πολλά ξενοδοχεία που προσπαθούν να κρατήσουν τον πελάτη μέσα, να του παρέχουν όσες περισσότερες υπηρεσίες μπορούν, να τον χρεώσουν έξτρα για φαγητά και ποτά. Εμείς έχουμε και μια κουζίνα στην οποία μπορούν να μαγειρεύουν –τους λέμε και πού είναι τα οικονομικότερα super market. Προτιμάμε να τους δείξουμε μια πλευρά της Αθήνας που θα τη θυμούνται και για κάτι εκτός της Ακρόπολης. Κάποια κουτούκια στα Εξάρχεια, ή στο Θησείο, μερικά κρυμμένα στέκια που δεν θα ανακάλυπταν μόνοι τους. Θέλω να ζήσει ο άλλος την Αθήνα όπως τη ζω εγώ. Είναι πιο σημαντικό πλέον από το να προσπαθείς να εισπράξεις –και δεν το λέω υποτιμητικά, κι εγώ ίσως χρειαστεί να το κάνω αυτό. Αυτό που μένει τελικά όμως στον άλλο είναι η αξία της πληροφορίας, παρά της υπηρεσίας που πήρε από εσένα».
Οι περισσότεροι επισκέπτες του είναι Αμερικάνοι, Αυστραλοί, Γάλλοι και Κινέζοι. «Οι Κινέζοι είναι πιο old school τουρίστες, περίπου όπως ήταν οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικάνοι στα 60s. Αναζητούν αυτό που θα λέγαμε “postcard culture”. Δεν τους πειράζει να φάνε και σε μια τουριστική ταβέρνα, αρκεί να φωτογραφίσουν τον παραδοσιακό greek musaka. Οι Αμερικάνοι και οι Ευρωπαίοι τώρα πια αναζητούν περισσότερο το τοπικό στοιχείο: Ρωτάνε για τις ταβέρνες που τρώμε εμείς, για τους αρχαιολογικούς χώρους που είναι λιγότερο προβεβλημένοι από την Ακρόπολη… Είναι περισσότερο πολυταξιδεμένοι, οπότε τους ενδιαφέρει κυρίως η insider πληροφορία.
»Ο βασικός λόγος για τον οποίο έρχονται σχεδόν όλοι είναι τα αρχαία. Για τις παραλίες δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα –πάνε στα νησιά. Ρωτάνε και για την νυχτερινή ζωή, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που έρχονται εδώ. Κακά τα ψέματα, η Αθήνα είναι πια ένα stop over destination. Μετά τους Ολυμπιακούς, και για καμιά πενταετία, είχε προβληθεί σαν ευρωπαϊκό hot spot για city break, και η σαιζόν είχε «ανοίξει» από τους τέσσερις στους εννιά μήνες. Αυτό τώρα έχει πεθάνει: από τη μία άρχισαν τα προβλήματα της οικονομικής κρίσης, και από την άλλη ο ΕΟΤ δε διαφημίζει πλέον την Αθήνα. Πηγαίνεις ας πούμε στην Κωνσταντινούπολη, σε hostel που έχει 70-80 κρεβάτια, και είναι γεμάτο τέλη Νοεμβρίου. Βέβαια, πας και σε μια μεγάλη τουριστική έκθεση στο Βερολίνο, και βλέπεις μια ολόκληρη αίθουσα γεμάτη περίπτερα «Τουρκία», και ένα γραφειάκι που λέει «Ελλάδα». Δεν την προωθούν σωστά γι’ αυτό που είναι την Αθήνα.
»Σαν ξενοδόχος you can only do so much, που λένε και οι Άγγλοι. Εφόσον κάποιος θέλει να έρθει στην Αθήνα, μπορείς να τον φέρεις στο ξενοδοχείο ή στο hostel σου. Δεν μπορείς, όμως, να προσελκύσεις κόσμο να έρθει στην Ελλάδα. Ειδικά από τη στιγμή που το ενδιαφέρον του ΕΟΤ έχει στραφεί αλλού: Βλέπω τα διαφημιστικά σποτ που κυκλοφορούν στην Κίνα για διακοπές στην Ελλάδα, και δείχνουν ελικόπτερα και λιμουζίνες. Δεν είμαστε τέτοια χώρα. Ακόμα και να ήμασταν, όμως, δεν πρέπει να σχεδιάσεις μια στρατηγική που να απευθύνεται σε όλους, που να καλύπτει όλα τα budget; Κάθε τουρίστας αφήνει κάτι».
Είμαστε επιφυλακτικοί οι Έλληνες με τα hostel; «Οι περισσότεροι είναι λίγο σνομπ. Έχουν αυτή τη στάση του νεόπλουτου, ότι έρχονται σε ξενοδοχείο και πρέπει να είναι όλα στην τρίχα –που είναι, δηλαδή, αλλά όχι για τα δικά τους στάνταρ. Οι ξένοι είναι πιο ταξιδεμένοι, και άρα πιο ευέλικτοι».
Τον ρωτάω αν ακούει συχνά παράπονα για τις τιμές, και μου λέει ότι εξαρτάται από τον κάθε ταξιδιώτη. «Οι Γερμανοί μου παραπονιούνται συχνά, γιατί εκεί είναι πάμφθηνα όλα: πληρώνουν το pint την μπύρα 2€ κι έρχονται εδώ και τους ζητάνε για ένα μπουκαλάκι Stella στην Πλάκα 6€ και 7€.
»Τους προτείνω συχνά να πάνε Εξάρχεια, και γουστάρουν πολύ γιατί βλέπουν μια πλευρά της Αθήνας την οποία δεν φαντάζονταν. Πετυχαίνουν και καμιά φασαρία με κανένα ματατζή και ενθουσιάζονται.
»Είναι πολλά ξενοδοχεία που προσπαθούν να κρατήσουν τον πελάτη μέσα, να του παρέχουν όσες περισσότερες υπηρεσίες μπορούν, να τον χρεώσουν έξτρα για φαγητά και ποτά. Εμείς έχουμε και μια κουζίνα στην οποία μπορούν να μαγειρεύουν –τους λέμε και πού είναι τα οικονομικότερα super market. Προτιμάμε να τους δείξουμε μια πλευρά της Αθήνας που θα τη θυμούνται και για κάτι εκτός της Ακρόπολης. Κάποια κουτούκια στα Εξάρχεια, ή στο Θησείο, μερικά κρυμμένα στέκια που δεν θα ανακάλυπταν μόνοι τους. Θέλω να ζήσει ο άλλος την Αθήνα όπως τη ζω εγώ. Είναι πιο σημαντικό πλέον από το να προσπαθείς να εισπράξεις –και δεν το λέω υποτιμητικά, κι εγώ ίσως χρειαστεί να το κάνω αυτό. Αυτό που μένει τελικά όμως στον άλλο είναι η αξία της πληροφορίας, παρά της υπηρεσίας που πήρε από εσένα».