Από την πρώτη στιγμή που περνάς τις τζαμένιες πόρτες του Athenstyle, στην οδό Αγίας Θέκλας στου Ψυρρή, νιώθεις ότι τηλεμεταφέρθηκες στα ταξίδια των φοιτητικών σου χρόνων: τα τραπεζάκια του μεγάλου όμορφου lobby είναι γεμάτα από κόσμο που διαβάζει βιβλία, ξεφυλλίζει ταξιδιωτικούς οδηγούς, ψάχνει στον πίνακα ανακοινώσεων για τα πιο ενδιαφέροντα tours της Αθήνας και ανεβάζει φωτογραφίες των περιηγήσεων της ημέρας από το laptop του. Ανεβαίνεις με το ασανσέρ στον έκτο όροφο του κτιρίου, και είσαι και πάλι πίσω στην Αθήνα –το συνειδητοποιείς μετά από λίγα δευτερόλεπτα, κατά τα οποία σε απασχολεί μόνο η συγκλονιστική θέα στην φωτισμένη Ακρόπολη και το ιστορικό κέντρο.
Ο Χρήστος Αγγελόπουλος είναι ο ιδιοκτήτης του Athenstyle, που ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2008 ως «απόγονος» του Soph & Chris, του πρώτου hostel που διατηρούσε στο Μαρούσι την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. «Ταξιδεύαμε πολύ, είχαμε δει τα hostel του εξωτερικού και μας άρεσε η χαλαρή τους ατμόσφαιρα» λέει για το πώς ξεκίνησε η ιδέα της δημιουργίας ενός hostel στην Αθήνα. «Το 2007 βρήκαμε αυτό το κτίριο και το διαμορφώσαμε. Ήθελα ένα χώρο στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Όταν είδα αυτή την θέα, είπα ‘εδώ είμαστε’.
»Από κόσμο είναι καλά, σε σχέση πάντα με το τι γίνεται στην Αθήνα, που εκ των πραγμάτων επηρεάζει την ψυχολογία του ταξιδιώτη. Σίγουρα ήταν δύσκολος ο περσινός χειμώνας, αλλά και το 2008 ήταν δύσκολα, με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου. Εκεί που είχες 120 άτομα, έμενες με πέντε-έξι. Τηλεφωνούσαν στις πρεσβείες τους, και τους έλεγαν ‘φύγετε, δεν είστε ασφαλείς’. Και πέρυσι ήταν δύσκολα, κυρίως με τις απεργίες των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς. Γιατί όταν ο άλλος έχει υπολογίσει τα έξοδα του ταξιδιού του, και ξαφνικά του προκύπτει ένα ταξί που κάνει 35€ γιατί δεν έχει άλλο τρόπο να πάει στο αεροδρόμιο, αυτό είναι ένα σημαντικό κόστος.
»Πάντως σίγουρα, για ακριβή πόλη πηγαίνει σχετικά καλά η Αθήνα. Είναι μια πόλη που έχει δυναμική, αρκεί να την βοηθήσουμε κι εμείς. Έχει πέσει θύμα λάθος χειρισμών. Αν δείτε, για παράδειγμα, τη Ρώμη που έχει έναν αντίστοιχο αρχαίο πολιτισμό, έχει πολύ περισσότερο κόσμο όλο τον χρόνο, κι αυτό είναι θέμα οργάνωσης και σωστού χειρισμού.
»Για τις τιμές της Αθήνας, πάντως, δεν μας παραπονιούνται ιδιαίτερα. Ίσως γιατί ήδη ταξιδεύουν με σχετικά ακριβά εισιτήρια για να φτάσουν, οπότε είναι μάλλον προετοιμασμένοι για το τι θα βρουν εδώ. Οι περισσότεροι έρχονται για τα μνημεία. Ένας δεύτερος παράγοντας είναι σίγουρα ο καιρός. Και καλός να μην είναι, Φεβρουάριο μήνα τους βλέπεις ανεβαίνουν στο δωμάτιο να αφήσουν τις βαλίτσες και κατεβαίνουν με τη σαγιονάρα, και προσπαθείς να τους εξηγήσεις ότι ‘παιδιά, δεν είμαστε ακριβώς Χαβάη’.
»Η τουριστική σαιζόν της Αθήνας, δυστυχώς, έχει συρρικνωθεί δραματικά, ενώ παλιότερα δεν ήταν έτσι. Έχει γίνει πια σαν προορισμός νησιωτικός που ‘δουλεύει’ Πάσχα με Οκτώβριο. Τον χειμώνα δεν έχει κίνηση. Και εντός σαιζόν, λίγοι είναι εκείνοι που θα τους μαγέψει η Αθήνα και θα κάτσουν περισσότερο από δυο-τρεις μέρες, πριν φύγουν για τα νησιά. Ευτυχώς, υπάρχουν κι αυτοί που μαγεύονται. Σε γενικές γραμμές, όμως, είναι σχεδόν σίγουρο ότι το μεγαλύτερο ποσοστό θα περάσει από εδώ για να πάει Μύκονο, Σαντορίνη και Κρήτη. Οι περισσότεροι έρχονται ενημερωμένοι –τους υπόλοιπους τους ενημερώνουμε εμείς. Η μεγάλη μας επιτυχία, πάντως, θεωρούμε ότι είναι το γεγονός πως πολλοί επιστρέφουν, έρχονται να ξαναμείνουν εδώ την επόμενη φορά που θα επισκεφτούν την Αθήνα».
Όσον αφορά τον τουρισμό που... θα έπρεπε να θέλουμε, επιμένει ότι το θέμα είναι σχετικό. «Ο κόσμος που εξυπηρετούμε εμείς μπορεί να είναι νέοι, από 18-19 ετών, αλλά φτάνουν μέχρι και 50 ή 60. Σίγουρα, ένας φοιτητής μπορεί να μην αφήσει πολλά χρήματα, ή να ψάξει το φτηνό φαγητό. Ο μεγαλύτερος, όμως, θα πάει και σε μια εκδήλωση, θα φάει και σε εστιατόρια, θα πιεί και τα ποτά του. Είναι μύθος ότι backpackers είναι μόνο οι φοιτητές. Εμείς έχουμε και πολλές οικογένειες backpackers. Έχουμε και δίκλινα δωμάτια, και τετράκλινα με κουζινάκι μέσα, πράγμα που για αυτούς τους ταξιδιώτες είναι πολύ σημαντικό, για έξτρα οικονομία. Θέλουμε να είμαστε και λίγο κοντά στα ελληνικά κλισέ. Βλέπει ο άλλος το κουζινάκι μέσα και ηρεμεί λίγο» καταλήγει αναφερόμενος στην προηγούμενη κουβέντα μας περί «κοινόβιου».
Γιατί είμαστε, τελικά, οι Έλληνες επιφυλακτικοί με τα hostel; «Αυτό που μας έκανε ζημιά, φαντάζομαι, είναι το ότι έχουμε πάρα πολλά νησιά, και πάρα πολύ ωραία» λέει χαμογελώντας. «Θυμάμαι και μικρός όταν ήμουν, σκεφτόσουν να πας το καλοκαίρι σε ένα νησάκι, όχι να τρέχεις στο εξωτερικό... Έλεγες ‘γιατί, αφού μια χαρά είναι εδώ’. Και όντως είναι μια χαρά. Το εξωτερικό όμως σου ανοίγει το μυαλό, το καταλαβαίνεις σιγά σιγά όταν ταξιδεύεις. Η ανταλλαγή κουλτούρας είναι μεγάλη υπόθεση».
Ο Χρήστος Αγγελόπουλος είναι ο ιδιοκτήτης του Athenstyle, που ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2008 ως «απόγονος» του Soph & Chris, του πρώτου hostel που διατηρούσε στο Μαρούσι την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. «Ταξιδεύαμε πολύ, είχαμε δει τα hostel του εξωτερικού και μας άρεσε η χαλαρή τους ατμόσφαιρα» λέει για το πώς ξεκίνησε η ιδέα της δημιουργίας ενός hostel στην Αθήνα. «Το 2007 βρήκαμε αυτό το κτίριο και το διαμορφώσαμε. Ήθελα ένα χώρο στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Όταν είδα αυτή την θέα, είπα ‘εδώ είμαστε’.
»Από κόσμο είναι καλά, σε σχέση πάντα με το τι γίνεται στην Αθήνα, που εκ των πραγμάτων επηρεάζει την ψυχολογία του ταξιδιώτη. Σίγουρα ήταν δύσκολος ο περσινός χειμώνας, αλλά και το 2008 ήταν δύσκολα, με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου. Εκεί που είχες 120 άτομα, έμενες με πέντε-έξι. Τηλεφωνούσαν στις πρεσβείες τους, και τους έλεγαν ‘φύγετε, δεν είστε ασφαλείς’. Και πέρυσι ήταν δύσκολα, κυρίως με τις απεργίες των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς. Γιατί όταν ο άλλος έχει υπολογίσει τα έξοδα του ταξιδιού του, και ξαφνικά του προκύπτει ένα ταξί που κάνει 35€ γιατί δεν έχει άλλο τρόπο να πάει στο αεροδρόμιο, αυτό είναι ένα σημαντικό κόστος.
»Πάντως σίγουρα, για ακριβή πόλη πηγαίνει σχετικά καλά η Αθήνα. Είναι μια πόλη που έχει δυναμική, αρκεί να την βοηθήσουμε κι εμείς. Έχει πέσει θύμα λάθος χειρισμών. Αν δείτε, για παράδειγμα, τη Ρώμη που έχει έναν αντίστοιχο αρχαίο πολιτισμό, έχει πολύ περισσότερο κόσμο όλο τον χρόνο, κι αυτό είναι θέμα οργάνωσης και σωστού χειρισμού.
»Για τις τιμές της Αθήνας, πάντως, δεν μας παραπονιούνται ιδιαίτερα. Ίσως γιατί ήδη ταξιδεύουν με σχετικά ακριβά εισιτήρια για να φτάσουν, οπότε είναι μάλλον προετοιμασμένοι για το τι θα βρουν εδώ. Οι περισσότεροι έρχονται για τα μνημεία. Ένας δεύτερος παράγοντας είναι σίγουρα ο καιρός. Και καλός να μην είναι, Φεβρουάριο μήνα τους βλέπεις ανεβαίνουν στο δωμάτιο να αφήσουν τις βαλίτσες και κατεβαίνουν με τη σαγιονάρα, και προσπαθείς να τους εξηγήσεις ότι ‘παιδιά, δεν είμαστε ακριβώς Χαβάη’.
»Η τουριστική σαιζόν της Αθήνας, δυστυχώς, έχει συρρικνωθεί δραματικά, ενώ παλιότερα δεν ήταν έτσι. Έχει γίνει πια σαν προορισμός νησιωτικός που ‘δουλεύει’ Πάσχα με Οκτώβριο. Τον χειμώνα δεν έχει κίνηση. Και εντός σαιζόν, λίγοι είναι εκείνοι που θα τους μαγέψει η Αθήνα και θα κάτσουν περισσότερο από δυο-τρεις μέρες, πριν φύγουν για τα νησιά. Ευτυχώς, υπάρχουν κι αυτοί που μαγεύονται. Σε γενικές γραμμές, όμως, είναι σχεδόν σίγουρο ότι το μεγαλύτερο ποσοστό θα περάσει από εδώ για να πάει Μύκονο, Σαντορίνη και Κρήτη. Οι περισσότεροι έρχονται ενημερωμένοι –τους υπόλοιπους τους ενημερώνουμε εμείς. Η μεγάλη μας επιτυχία, πάντως, θεωρούμε ότι είναι το γεγονός πως πολλοί επιστρέφουν, έρχονται να ξαναμείνουν εδώ την επόμενη φορά που θα επισκεφτούν την Αθήνα».
Όσον αφορά τον τουρισμό που... θα έπρεπε να θέλουμε, επιμένει ότι το θέμα είναι σχετικό. «Ο κόσμος που εξυπηρετούμε εμείς μπορεί να είναι νέοι, από 18-19 ετών, αλλά φτάνουν μέχρι και 50 ή 60. Σίγουρα, ένας φοιτητής μπορεί να μην αφήσει πολλά χρήματα, ή να ψάξει το φτηνό φαγητό. Ο μεγαλύτερος, όμως, θα πάει και σε μια εκδήλωση, θα φάει και σε εστιατόρια, θα πιεί και τα ποτά του. Είναι μύθος ότι backpackers είναι μόνο οι φοιτητές. Εμείς έχουμε και πολλές οικογένειες backpackers. Έχουμε και δίκλινα δωμάτια, και τετράκλινα με κουζινάκι μέσα, πράγμα που για αυτούς τους ταξιδιώτες είναι πολύ σημαντικό, για έξτρα οικονομία. Θέλουμε να είμαστε και λίγο κοντά στα ελληνικά κλισέ. Βλέπει ο άλλος το κουζινάκι μέσα και ηρεμεί λίγο» καταλήγει αναφερόμενος στην προηγούμενη κουβέντα μας περί «κοινόβιου».
Γιατί είμαστε, τελικά, οι Έλληνες επιφυλακτικοί με τα hostel; «Αυτό που μας έκανε ζημιά, φαντάζομαι, είναι το ότι έχουμε πάρα πολλά νησιά, και πάρα πολύ ωραία» λέει χαμογελώντας. «Θυμάμαι και μικρός όταν ήμουν, σκεφτόσουν να πας το καλοκαίρι σε ένα νησάκι, όχι να τρέχεις στο εξωτερικό... Έλεγες ‘γιατί, αφού μια χαρά είναι εδώ’. Και όντως είναι μια χαρά. Το εξωτερικό όμως σου ανοίγει το μυαλό, το καταλαβαίνεις σιγά σιγά όταν ταξιδεύεις. Η ανταλλαγή κουλτούρας είναι μεγάλη υπόθεση».