Μπορεί ο ποιητικός λόγος να γίνει περφόρμανς; Μπορούν οι όροι της ποίησης να περιγράψουν τις πολλαπλές όψεις της πραγματικότητας; Ή μήπως ακριβώς αυτή είναι η «αποστολή» τους; Ο Βασίλης Αμανατίδης απαντά καταφατικά, ή για την ακρίβεια, πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω, και κερδίζει τις εντυπώσεις της φετινής εκδοτικής δραστηριότητας με το πρόσφατο «υβριδικό» βιβλίο του «7: ποίηση για video games».
Γεννημένος στην Έδεσσα το 1970, και με βάση την Θεσσαλονίκη, ο Βασίλης Αμανατίδης εισέβαλε στο σκηνικό της ποίησης από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, ενώ στο τελευταίο του εγχείρημα η ποίηση συνομιλεί με τα τυπογραφικά στοιχεία, την δραματουργία, την αφήγηση και την θεατρικότητα, «ξαφνιάζοντας» τις αναγνωστικές μας συνήθειες. Ο ποιητής των λογοτεχνικών «video games» μας μιλά για την δουλειά του, για τα «εγώ» και τα «εσύ» της τέχνης και για τους λόγους που το ελληνικό «κοινό» αντιλαμβάνεται την ποίηση ως μουσειακό είδος.
*Από τι εμπνέεστε σήμερα;
Δεν πιστεύω και τόσο στην έμπνευση. Η ποίηση –όπως κάθε τέχνη– είναι και μια εργασία, που όσο χρειάζεται το πέταγμα του νου και των αισθήσεων, άλλο τόσο απαιτεί και την καθήλωσή σου για ώρες και ώρες στον τόπο, στον χώρο και στο σημείο, όπου έχει κανείς συνηθίσει να γράφει. Αλλά καταλαβαίνω τι με ρωτάτε. Θα έλεγα, λοιπόν, πως «εμπνέομαι» κάθε φορά από τη θέση και την ύπαρξή μου εδώ και τώρα, σε διάφορες διαβαθμίσεις πραγματικότητας, μέσα σε έναν τόπο επιμερισμένο σε άλλους τόπους, και μέσα σε πλαίσια που συνεχώς μεταβάλλονται. Ίσως γι’ αυτό, στόχος μου είναι κάθε φορά να γράφω ως μία άλλη πτυχή του εαυτού μου. Μακάρι, μάλιστα, κάποτε να καταφέρω να «βγω» από τον εαυτό αυτόν, και να μιλήσω μέσα από εμένα ως άλλος. Ίσως γιατί σήμερα νομίζω πως χρειαζόμαστε περισσότερο το «εσύ» και όχι τόσο το «εγώ» της ποίησης.
*Πώς θα περιγράφατε το «σκηνικό» της ελληνικής ποίησης σήμερα με μια φράση; Η "υβριδική" φύση της πρόσφατης έκδοσής σας αποτελεί μια πρόταση για την ένταξη του στοιχείου της "performance" στην ποίηση;
Ως προς το πρώτο σκέλος της ερώτησης: Η σύγχρονη ελληνική ποίηση –αν και αρκετά πλουραλιστική και ευτυχώς όχι ενιαία– μάλλον τείνει να παραμελεί αρκετά το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως ο ποιητής είναι ανθρώπινο πλάσμα που διαθέτει σώμα με ορμονικές λειτουργίες. Επίσης, αντιμετωπίζεται συχνά περισσότερο ως ύψος (ως μία ακατάδεκτα ανέγγιχτη θεότητα) παρά ως εύρος (ως μία αενάως συνορεύουσα χώρα).
Όσο για το πρόσφατο βιβλίο μου, το «7: ποίηση για video games»: επιχειρεί –αν και υποκλινόμενο λατρευτικά προς το έντυπο βιβλίο, αφού και αυτό είναι είδος σώματος– να προτείνει ταυτόχρονα και άλλους τρόπους “ανάγνωσης” του ποιητικού. Ακόμη και η εξωτερική αισθητική αυτού του βιβλίου σε ωθεί αρχικά να το αντιμετωπίσεις ως ένα ελαφρώς παράξενο πράγμα, που κάπως θα ξεβολέψει τις αναγνωστικές συνήθειες. Πηγαίνοντας προς τα μέσα, βλέπεις την επεξεργασμένη τυπογραφία να ενώνεται με την καταγεγραμμένη προφορικότητα κ.λπ. Ταυτόχρονα, το site γύρω από το βιβλίο έρχεται να υπονοήσει ότι ο ποιητής δεν είναι παρά ένας σχεδιαστής, με τον εαυτό του ως υλικό προς δόμηση. Όσο για τις performances, που κάποιες φορές δοκιμάζω πάνω σε υλικό του βιβλίου, κάτι επιθυμούν να πουν για την οικειότητα και το ανοίκειο που δημιουργείται μεταξύ του ποιητή, του ποιήματός του, και του κοινού που παρευρίσκεται. Αυτό το «τζιζ» με ενδιαφέρει εξαιρετικά. Συνολικά, τώρα, αυτός ο συμπλεκτικός επιμερισμός πραγμάτων γίνεται για να πω: το «ολόκληρο» είναι μία ουτοπία, όμως το «μαζί» (ακόμη και όταν είναι επισφαλές) είναι μία δυνατότητα. Και τελικά, πως όλα αυτά είναι ταυτόχρονες παρουσίες και εμφανίσεις δυνατοτήτων. Μία ποιητική χειρονομία δεν χρειάζεται να εγκλωβιστεί στον μανιχαϊσμό του «είτε αυτό είτε εκείνο». Η «επιτέλεση» της ποίησης (η performance με την ευρύτερη έννοια) βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις γλώσσες και στις τέχνες. Καταλήγω, ωστόσο, πάντα στη γραφή, μα διευρυμένα. Μου αρέσει να σκέφτομαι πως όλα είναι γραφή: ακόμη και μία παρουσία στον χώρο.
*Ποια η θέση της ποίησης και του ποιητή στην «ηλεκτρονική» εποχή;
Είναι «under contstruction». Και ευτυχώς. Αλλά αν αναφερθούμε σε πολύ παρελθούσες εποχές, η ποίηση ήταν έτσι κι αλλιώς συνυφασμένη πάντα με το μέλος, με την όρχηση, με το σώμα που την εκφέρει, και πολύ λιγότερο με την καταγραφή της. Στην ηλεκτρονική εποχή, ζούμε τη μετάβαση σε ένα νέο είδος υλικότητας, που συνορεύει με την εξαΰλωση. Πιθανόν, λοιπόν, οι νέες τεχνολογίες να επαναφέρουν –μεταξύ άλλων– την ποίηση σε ένα καθεστώς μη γραμμικής προφορικότητας, σε μια επαναφορά του αληθινού ή ψηφιακού σώματος του ποιητή, ή ακόμη και σε μία πιο συμμετοχική ευθύνη του κοινού απέναντί της. Επομένως, σε στοιχεία που έχουν ενδεχομένως παραμεριστεί από τη νοητική, κατά μόνας ανάγνωση που παρέχει η δυνατότητα του βιβλίου ως αποκλειστικού φορέα του ποιητικού γεγονότος.
*Πώς έχετε στο μυαλό σας το ελληνικό αναγνωστικό κοινό; Υπάρχει ανταπόκριση στην ποίηση; Και τελικά, ο ποιητής επιζητά την ανταπόκριση ή γράφει «εγωιστικά», πρώτα-πρώτα για τον εαυτό του;
Το ευρύ κοινό κρατάει τις αποστάσεις του από την ποίηση ή αντιλαμβάνεται ως ποίηση πράγματα που είναι παγιωμένα στη συνείδησή του ως τέτοια. Αυτό σχετίζεται και με την πολύ προβληματική διείσδυση του μοντερνισμού στην Ελλάδα. Θέλω να πω: αντιλαμβανόμαστε συνήθως την ποίηση κυρίως ως μουσειακό είδος, με τον ίδιο τρόπο που η μέση ελληνική οικογένεια θεωρεί θαυμάσια μία θαλασσογραφία που μιμείται έναν ιμπρεσσιονιστικό πίνακα 150 χρόνια μετά τον Ιμπρεσσιονισμό. Αλλά ποτέ η ποίηση δεν αφορούσε πολλούς ανθρώπους, εκτός και αν ενωνόταν μαζί της ένας λόγος θεολογικός ή εθνικός. Ωστόσο, κοινό υπάρχει, και στο μέλλον φαντάζομαι πως θα διευρυνθεί. Όσο για το για ποιον γράφει ο ποιητής, νομίζω πως καμία απάντηση δεν ανήκει εύκολα στον χώρο της διάζευξης. Ο ποιητής γράφει για τον εαυτό του και για τους άλλους – ταυτόχρονα. Αν δεν γράφει και για τους άλλους, τότε δεν αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως δημιουργό. Ακόμη και το ακραίο παράδειγμα της Emily Dickinson μάς δείχνει, νομίζω, πως –όταν είσαι καλλιτέχνης– έχεις πάντα συνείδηση πως απευθύνεις κάτι προς ένα κοινό. Απλά, η Dickinson, ως πολύ ιδιαίτερη γυναίκα, με συγκεκριμένη διαπαιδαγώγηση, σε μια «λάθος» για εκείνη εποχή, αναγκάστηκε να θεωρήσει ως κοινό της την Αθανασία του μέλλοντος.
*Η περίοδος που διανύουμε, η «εποχή της κρίσης» έχει αντίκρισμα (δημιουργικό ή μη) στην ποίηση;
Η ιστορία μάς πληροφορεί πως αυτό είναι αποδεδειγμένο για εποχές κρίσης. Ας ορίσουμε αυτή την “κρίση” πρωτίστως ως κρίση ταυτότητας και προορισμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η τέχνη αναλαμβάνει συνήθως να παίξει βασικό ρόλο, αφού παύει αίφνης να θεωρείται “άχρηστη”. Να τι φοβάμαι όμως: Συχνά, το αμέσως επόμενο στάδιο για την ποίηση, ας πούμε, είναι να κληθεί να γίνει και χρηστική. Όμως πιστεύω πως η ποίηση –όπως άλλωστε και ολόκληρη η τέχνη– όταν γίνεται χρηστική, χάνει τη βασική δυνατότητα ελευθερίας της, δηλαδή τον τρόπο να είναι αυθεντικά χρήσιμη.
*Σε μια «κυνική» εποχή, ο ποιητικός λόγος μπορεί να συγκινήσει ως τρόπος έκφρασης;
Οφείλουμε σήμερα να αναζητούμε διαρκώς την άρση των στερεοτύπων. Η εποχή δεν είναι περισσότερο κυνική από άλλες – είναι κυνική με άλλους τρόπους. Ας μην ανησυχούμε: η συμπόρευση, η δυαδικότητα, η αναζήτηση της ανθρώπινης επαφής δεν κινδυνεύουν. Είμαστε, βέβαια, πιασμένοι μέσα στο αμφίσημο δόκανο μιας εποχής εξαιρετικά ασαφούς και περίπλοκης. Αλλά δεν γίνεται να την αρνηθούμε. Το μόνο που μπορούμε: να μιλήσουμε με τους όρους της εποχής, για πράγματα που είναι κοινά στην ανθρώπινη κατάσταση τώρα, και ίσως πάντα. Η τέχνη –όχι μόνο η ποίηση– ήταν και θα είναι μία εμπράγματη δήλωση, συνώνυμη με το χάδι και το χαστούκι, δηλαδή με την (επ)αφή. Ο καλλιτέχνης και ο αποδέκτης του, μέσα από την τέχνη αλληλο-διαβεβαιώνονται πως υπάρχουν. Θα προτιμούσα, ασφαλώς, αυτό να μη γινόταν μόνο μέσα από καθησυχαστικές οδούς. Εξακολουθούμε να αναζητούμε συνήθως ετοιμοπαράδοτες απαντήσεις, παρά ερωτήσεις. Αλλά ας μη γελιόμαστε: η ποίηση –ως η πιο συμπυκνωμένη τέχνη του λόγου– έχει έναν αυξημένο βαθμό «δυσκολίας». Καλό θα ήταν να μπορούσαμε κάποτε να συναποφασίσουμε πως η τέχνη δεν απαντά στις ερωτήσεις μας, αλλά τις πολλαπλασιάζει. Είναι πολύ ουτοπική μία τέτοια επιθυμία; Το κάθε έργο δεν γίνεται παρά να είναι ένα πραγματοποιημένο οντολογικό αίνιγμα. Ναι μεν δοκιμή απόκρισης, κυρίως όμως διακαής ερώτηση.
*Τι κάνει ένα ποίημα διαχρονικό;
Για να πω την αλήθεια, δεν έχω ιδέα. Υποθέτω μόνο: το να βρίσκεται σε επαφή με τα βασικά ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης. Με το φόβο, το θαύμα, την επιθυμία της ένωσης, την εξημέρωση του ενός από τον άλλον. Αλλά καθετί που μιλά γι’ αυτά δεν καταλήγει απαραίτητα να είναι και διαχρονικό. Ας το πω, λοιπόν, αλλιώς: Το τραύμα, η επανόρθωση, η ομορφιά, η παρηγορία, η ειρωνεία παρουσιάζουν απλώς διαφορετικές διακυμάνσεις θερμοκρασίας ανά τόπους, εποχές, αιώνες. Τα υπόλοιπα είναι θέμα και κυρίαρχης πολιτικής και ιστοριογραφίας και γλωσσικής απομόνωσης και μετάφρασης – με την ευρύτερη έννοια της λέξης. Να μην ξεχάσω, βέβαια, και το ρόλο του τυχαίου.
*Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας έναν στίχο που σημαίνει πολλά για εσάς;
Θα αντισταθώ στην ερώτηση. Όσο και αν συχνά –όπως μου λένε– χειρίζομαι ζητήματα κατακερματισμού της σύγχρονης εμπειρίας, σέβομαι υπερβολικά την ολότητα, ειδικά όταν έχει σχεδιαστεί από τον ποιητή της ως τέτοια. Είναι σαν να μου ζητάτε να κόψω ένα δάχτυλο από ένα άλλο σώμα, και εγώ όντως να το κόψω πρόθυμα και να σας το προσφέρω.
Γεννημένος στην Έδεσσα το 1970, και με βάση την Θεσσαλονίκη, ο Βασίλης Αμανατίδης εισέβαλε στο σκηνικό της ποίησης από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, ενώ στο τελευταίο του εγχείρημα η ποίηση συνομιλεί με τα τυπογραφικά στοιχεία, την δραματουργία, την αφήγηση και την θεατρικότητα, «ξαφνιάζοντας» τις αναγνωστικές μας συνήθειες. Ο ποιητής των λογοτεχνικών «video games» μας μιλά για την δουλειά του, για τα «εγώ» και τα «εσύ» της τέχνης και για τους λόγους που το ελληνικό «κοινό» αντιλαμβάνεται την ποίηση ως μουσειακό είδος.
*Από τι εμπνέεστε σήμερα;
Δεν πιστεύω και τόσο στην έμπνευση. Η ποίηση –όπως κάθε τέχνη– είναι και μια εργασία, που όσο χρειάζεται το πέταγμα του νου και των αισθήσεων, άλλο τόσο απαιτεί και την καθήλωσή σου για ώρες και ώρες στον τόπο, στον χώρο και στο σημείο, όπου έχει κανείς συνηθίσει να γράφει. Αλλά καταλαβαίνω τι με ρωτάτε. Θα έλεγα, λοιπόν, πως «εμπνέομαι» κάθε φορά από τη θέση και την ύπαρξή μου εδώ και τώρα, σε διάφορες διαβαθμίσεις πραγματικότητας, μέσα σε έναν τόπο επιμερισμένο σε άλλους τόπους, και μέσα σε πλαίσια που συνεχώς μεταβάλλονται. Ίσως γι’ αυτό, στόχος μου είναι κάθε φορά να γράφω ως μία άλλη πτυχή του εαυτού μου. Μακάρι, μάλιστα, κάποτε να καταφέρω να «βγω» από τον εαυτό αυτόν, και να μιλήσω μέσα από εμένα ως άλλος. Ίσως γιατί σήμερα νομίζω πως χρειαζόμαστε περισσότερο το «εσύ» και όχι τόσο το «εγώ» της ποίησης.
*Πώς θα περιγράφατε το «σκηνικό» της ελληνικής ποίησης σήμερα με μια φράση; Η "υβριδική" φύση της πρόσφατης έκδοσής σας αποτελεί μια πρόταση για την ένταξη του στοιχείου της "performance" στην ποίηση;
Ως προς το πρώτο σκέλος της ερώτησης: Η σύγχρονη ελληνική ποίηση –αν και αρκετά πλουραλιστική και ευτυχώς όχι ενιαία– μάλλον τείνει να παραμελεί αρκετά το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως ο ποιητής είναι ανθρώπινο πλάσμα που διαθέτει σώμα με ορμονικές λειτουργίες. Επίσης, αντιμετωπίζεται συχνά περισσότερο ως ύψος (ως μία ακατάδεκτα ανέγγιχτη θεότητα) παρά ως εύρος (ως μία αενάως συνορεύουσα χώρα).
Όσο για το πρόσφατο βιβλίο μου, το «7: ποίηση για video games»: επιχειρεί –αν και υποκλινόμενο λατρευτικά προς το έντυπο βιβλίο, αφού και αυτό είναι είδος σώματος– να προτείνει ταυτόχρονα και άλλους τρόπους “ανάγνωσης” του ποιητικού. Ακόμη και η εξωτερική αισθητική αυτού του βιβλίου σε ωθεί αρχικά να το αντιμετωπίσεις ως ένα ελαφρώς παράξενο πράγμα, που κάπως θα ξεβολέψει τις αναγνωστικές συνήθειες. Πηγαίνοντας προς τα μέσα, βλέπεις την επεξεργασμένη τυπογραφία να ενώνεται με την καταγεγραμμένη προφορικότητα κ.λπ. Ταυτόχρονα, το site γύρω από το βιβλίο έρχεται να υπονοήσει ότι ο ποιητής δεν είναι παρά ένας σχεδιαστής, με τον εαυτό του ως υλικό προς δόμηση. Όσο για τις performances, που κάποιες φορές δοκιμάζω πάνω σε υλικό του βιβλίου, κάτι επιθυμούν να πουν για την οικειότητα και το ανοίκειο που δημιουργείται μεταξύ του ποιητή, του ποιήματός του, και του κοινού που παρευρίσκεται. Αυτό το «τζιζ» με ενδιαφέρει εξαιρετικά. Συνολικά, τώρα, αυτός ο συμπλεκτικός επιμερισμός πραγμάτων γίνεται για να πω: το «ολόκληρο» είναι μία ουτοπία, όμως το «μαζί» (ακόμη και όταν είναι επισφαλές) είναι μία δυνατότητα. Και τελικά, πως όλα αυτά είναι ταυτόχρονες παρουσίες και εμφανίσεις δυνατοτήτων. Μία ποιητική χειρονομία δεν χρειάζεται να εγκλωβιστεί στον μανιχαϊσμό του «είτε αυτό είτε εκείνο». Η «επιτέλεση» της ποίησης (η performance με την ευρύτερη έννοια) βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις γλώσσες και στις τέχνες. Καταλήγω, ωστόσο, πάντα στη γραφή, μα διευρυμένα. Μου αρέσει να σκέφτομαι πως όλα είναι γραφή: ακόμη και μία παρουσία στον χώρο.
*Ποια η θέση της ποίησης και του ποιητή στην «ηλεκτρονική» εποχή;
Είναι «under contstruction». Και ευτυχώς. Αλλά αν αναφερθούμε σε πολύ παρελθούσες εποχές, η ποίηση ήταν έτσι κι αλλιώς συνυφασμένη πάντα με το μέλος, με την όρχηση, με το σώμα που την εκφέρει, και πολύ λιγότερο με την καταγραφή της. Στην ηλεκτρονική εποχή, ζούμε τη μετάβαση σε ένα νέο είδος υλικότητας, που συνορεύει με την εξαΰλωση. Πιθανόν, λοιπόν, οι νέες τεχνολογίες να επαναφέρουν –μεταξύ άλλων– την ποίηση σε ένα καθεστώς μη γραμμικής προφορικότητας, σε μια επαναφορά του αληθινού ή ψηφιακού σώματος του ποιητή, ή ακόμη και σε μία πιο συμμετοχική ευθύνη του κοινού απέναντί της. Επομένως, σε στοιχεία που έχουν ενδεχομένως παραμεριστεί από τη νοητική, κατά μόνας ανάγνωση που παρέχει η δυνατότητα του βιβλίου ως αποκλειστικού φορέα του ποιητικού γεγονότος.
*Πώς έχετε στο μυαλό σας το ελληνικό αναγνωστικό κοινό; Υπάρχει ανταπόκριση στην ποίηση; Και τελικά, ο ποιητής επιζητά την ανταπόκριση ή γράφει «εγωιστικά», πρώτα-πρώτα για τον εαυτό του;
Το ευρύ κοινό κρατάει τις αποστάσεις του από την ποίηση ή αντιλαμβάνεται ως ποίηση πράγματα που είναι παγιωμένα στη συνείδησή του ως τέτοια. Αυτό σχετίζεται και με την πολύ προβληματική διείσδυση του μοντερνισμού στην Ελλάδα. Θέλω να πω: αντιλαμβανόμαστε συνήθως την ποίηση κυρίως ως μουσειακό είδος, με τον ίδιο τρόπο που η μέση ελληνική οικογένεια θεωρεί θαυμάσια μία θαλασσογραφία που μιμείται έναν ιμπρεσσιονιστικό πίνακα 150 χρόνια μετά τον Ιμπρεσσιονισμό. Αλλά ποτέ η ποίηση δεν αφορούσε πολλούς ανθρώπους, εκτός και αν ενωνόταν μαζί της ένας λόγος θεολογικός ή εθνικός. Ωστόσο, κοινό υπάρχει, και στο μέλλον φαντάζομαι πως θα διευρυνθεί. Όσο για το για ποιον γράφει ο ποιητής, νομίζω πως καμία απάντηση δεν ανήκει εύκολα στον χώρο της διάζευξης. Ο ποιητής γράφει για τον εαυτό του και για τους άλλους – ταυτόχρονα. Αν δεν γράφει και για τους άλλους, τότε δεν αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως δημιουργό. Ακόμη και το ακραίο παράδειγμα της Emily Dickinson μάς δείχνει, νομίζω, πως –όταν είσαι καλλιτέχνης– έχεις πάντα συνείδηση πως απευθύνεις κάτι προς ένα κοινό. Απλά, η Dickinson, ως πολύ ιδιαίτερη γυναίκα, με συγκεκριμένη διαπαιδαγώγηση, σε μια «λάθος» για εκείνη εποχή, αναγκάστηκε να θεωρήσει ως κοινό της την Αθανασία του μέλλοντος.
*Η περίοδος που διανύουμε, η «εποχή της κρίσης» έχει αντίκρισμα (δημιουργικό ή μη) στην ποίηση;
Η ιστορία μάς πληροφορεί πως αυτό είναι αποδεδειγμένο για εποχές κρίσης. Ας ορίσουμε αυτή την “κρίση” πρωτίστως ως κρίση ταυτότητας και προορισμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η τέχνη αναλαμβάνει συνήθως να παίξει βασικό ρόλο, αφού παύει αίφνης να θεωρείται “άχρηστη”. Να τι φοβάμαι όμως: Συχνά, το αμέσως επόμενο στάδιο για την ποίηση, ας πούμε, είναι να κληθεί να γίνει και χρηστική. Όμως πιστεύω πως η ποίηση –όπως άλλωστε και ολόκληρη η τέχνη– όταν γίνεται χρηστική, χάνει τη βασική δυνατότητα ελευθερίας της, δηλαδή τον τρόπο να είναι αυθεντικά χρήσιμη.
*Σε μια «κυνική» εποχή, ο ποιητικός λόγος μπορεί να συγκινήσει ως τρόπος έκφρασης;
Οφείλουμε σήμερα να αναζητούμε διαρκώς την άρση των στερεοτύπων. Η εποχή δεν είναι περισσότερο κυνική από άλλες – είναι κυνική με άλλους τρόπους. Ας μην ανησυχούμε: η συμπόρευση, η δυαδικότητα, η αναζήτηση της ανθρώπινης επαφής δεν κινδυνεύουν. Είμαστε, βέβαια, πιασμένοι μέσα στο αμφίσημο δόκανο μιας εποχής εξαιρετικά ασαφούς και περίπλοκης. Αλλά δεν γίνεται να την αρνηθούμε. Το μόνο που μπορούμε: να μιλήσουμε με τους όρους της εποχής, για πράγματα που είναι κοινά στην ανθρώπινη κατάσταση τώρα, και ίσως πάντα. Η τέχνη –όχι μόνο η ποίηση– ήταν και θα είναι μία εμπράγματη δήλωση, συνώνυμη με το χάδι και το χαστούκι, δηλαδή με την (επ)αφή. Ο καλλιτέχνης και ο αποδέκτης του, μέσα από την τέχνη αλληλο-διαβεβαιώνονται πως υπάρχουν. Θα προτιμούσα, ασφαλώς, αυτό να μη γινόταν μόνο μέσα από καθησυχαστικές οδούς. Εξακολουθούμε να αναζητούμε συνήθως ετοιμοπαράδοτες απαντήσεις, παρά ερωτήσεις. Αλλά ας μη γελιόμαστε: η ποίηση –ως η πιο συμπυκνωμένη τέχνη του λόγου– έχει έναν αυξημένο βαθμό «δυσκολίας». Καλό θα ήταν να μπορούσαμε κάποτε να συναποφασίσουμε πως η τέχνη δεν απαντά στις ερωτήσεις μας, αλλά τις πολλαπλασιάζει. Είναι πολύ ουτοπική μία τέτοια επιθυμία; Το κάθε έργο δεν γίνεται παρά να είναι ένα πραγματοποιημένο οντολογικό αίνιγμα. Ναι μεν δοκιμή απόκρισης, κυρίως όμως διακαής ερώτηση.
*Τι κάνει ένα ποίημα διαχρονικό;
Για να πω την αλήθεια, δεν έχω ιδέα. Υποθέτω μόνο: το να βρίσκεται σε επαφή με τα βασικά ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης. Με το φόβο, το θαύμα, την επιθυμία της ένωσης, την εξημέρωση του ενός από τον άλλον. Αλλά καθετί που μιλά γι’ αυτά δεν καταλήγει απαραίτητα να είναι και διαχρονικό. Ας το πω, λοιπόν, αλλιώς: Το τραύμα, η επανόρθωση, η ομορφιά, η παρηγορία, η ειρωνεία παρουσιάζουν απλώς διαφορετικές διακυμάνσεις θερμοκρασίας ανά τόπους, εποχές, αιώνες. Τα υπόλοιπα είναι θέμα και κυρίαρχης πολιτικής και ιστοριογραφίας και γλωσσικής απομόνωσης και μετάφρασης – με την ευρύτερη έννοια της λέξης. Να μην ξεχάσω, βέβαια, και το ρόλο του τυχαίου.
*Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας έναν στίχο που σημαίνει πολλά για εσάς;
Θα αντισταθώ στην ερώτηση. Όσο και αν συχνά –όπως μου λένε– χειρίζομαι ζητήματα κατακερματισμού της σύγχρονης εμπειρίας, σέβομαι υπερβολικά την ολότητα, ειδικά όταν έχει σχεδιαστεί από τον ποιητή της ως τέτοια. Είναι σαν να μου ζητάτε να κόψω ένα δάχτυλο από ένα άλλο σώμα, και εγώ όντως να το κόψω πρόθυμα και να σας το προσφέρω.