Από τους πρώτους δημιουργούς της «γενιάς του ’70», ο Κώστας Μαυρουδής ξεκίνησε το ποιητικό του ταξίδι με κομψοεπείς «μινιμαλιστικές» δημιουργίες, οι οποίες, όπως ο ίδιος μας λέει, έδωσαν στην συνέχεια πρόθυμα την θέση τους στην μεγάλη «ρεπορταζιακή» φόρμα. Ταυτόχρονα, από το 1978 μέχρι και σήμερα, ο Έλληνας δημιουργός ανέλαβε να φυτέψει το «Δέντρο», ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας, που ο ίδιος εκδίδει και διευθύνει.
Για την τελευταία του ποιητική συλλογή «4 εποχές», ο Κώστας Μαυρουδής έλαβε το φετινό Βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» (εξ ημισείας με τον Χριστόφορο Λιοντάκη), ενώ στο in2life μίλησε για την πεμπτουσία της ποίησής του και για την σύγχυση κριτηρίων που κυριαρχεί στην σημερινή μας «ανεκτική δημοκρατία».
*Έχουν αλλάξει οι άξονες και οι πηγές έμπνευσης της ποίησής σας από την αρχή της καριέρας σας ως το 2011; Από τι εμπνέεστε σήμερα;
Λέγεται συχνά ότι ο ποιητής σ' όλο το έργο του φτιάχνει παραλλαγές ενός και μόνον ποιήματος. Ότι οι διαθέσεις δηλαδή, οι αφοσιώσεις και οι κλίσεις του είναι αμετακίνητες. Σε ό,τι με αφορά, μπορώ να πω πως το θέμα της δικής μου ποίησης ήταν πάντα ένας διάλογος με την αναδρομή και το χρόνο. Ανάκληση οικείων γεγονότων και εικόνων. Ξεκίνησα με ολιγόστιχα ποιήματα, επιχειρώντας τη στιλιστική πυκνότητα και τη συντομία, αλλά η ανάγκη να περιγράψω με οδήγησε στην πολύστιχη αφηγηματική ποίηση. Μεγάλη φόρμα, εξιστόρηση, λεπτομέρειες του «ρεπορτάζ» αντί το αόριστο υλικό του λυρισμού. Αναφορές ενός ποιητικού ρεαλισμού, δηλαδή, αντί του μουσικού αισθήματος. Μέχρι σήμερα η ποιητική μου είναι στραμμένη στο παρελθόν, στη μνημονική καταγραφή (Το δάνειο του χρόνου, Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια, Τέσσερις εποχές). Να προσθέσω ότι το βιωματικό υλικό της μνήμης αντιμετωπίζει μονίμως έναν τεράστιο κίνδυνο: το στόμφο της νοσταλγίας. Εν πάση περιπτώσει, βλέπω ότι σε αυτά που γράφω τώρα υπάρχει η συνομιλία με το παρόν. Δεν εννοώ την επικαιρότητα, αλλά το σύγχρονο βίωμα, το αίσθημα και την κίνηση του καθημερινού.
*Πώς θα περιγράφατε το «σκηνικό» της ελληνικής ποίησης σήμερα με μια φράση;
Το σκηνικό της ελληνικής ποίησης με μια φράση; Δεν υπάρχει, νομίζω, συγκεκριμένη εικόνα, κυρίαρχη διάθεση, συγκεκριμένο τοπίο. Υπάρχουν οι φωνές και η ποικιλία τους. Με διαφορετική δυναμική και σοβαρότητα η κάθε μία. Διαβάζω ακόμα την ποίηση των παλαιότερων γενεών, επιφυλακτικός ή αμήχανος με τις νεότερες επιδόσεις. Στις τελευταίες αυτές, βέβαια, η αυθεντική διάθεση και το σημαντικό υλικό διακρίνονται εύκολα από τον επαρκή αναγνώστη. Όμως ένα από τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας μας είναι η έλλειψη (σύγχυση) κριτηρίων, η αποδοχή από την μέση αντίληψη ετερόκλητων ποιοτήτων, η αδυναμία να διακρίνουμε, να ιεραρχήσουμε. Τα κριτήρια (όπως και για όλες τις άλλες περιοχές του βίου μας) δείχνουν να είναι χαλαρά ή ανύπαρκτα. Υπάρχει ένα είδος απαίδευτης και γι’ αυτό ανεκτικής δημοκρατίας, απέναντι σε μια έκφραση αριστοκρατική από τη φύση της. Αν μου πείτε ότι, παρόλα αυτά, βλέπουμε μεγέθη να ξεχωρίζουν, θα σας απαντήσω ότι δεν είναι το συλλογικό κριτήριο που τα διακρίνει, αλλά η πειθώ κάποιων ειδικών φωνών, ο δημόσιος θόρυβος και ο παντοδύναμος συρμός.
*Ποια η θέση της ποίησης και του ποιητή στην «ηλεκτρονική» εποχή;
Στη Γη των ανθρώπων, θυμάμαι τον Σεν Εξιπερί που λέει, πως με την ποίηση η Γένεση συνεχίζεται, φαίνεται να μην έχει τελειώσει. Η τέχνη μεταβάλλει τον καθημερινό κόσμο σε καθαρή μορφή. Μ' αυτή την έννοια, είτε στην εποχή των Μεδίκων, είτε στην «Ηλεκτρονική εποχή», όποια ειδικά γνωρίσματα κι αν έχει, θα μας θυμίζει πάντα ότι προσπαθούμε να φτιάξουμε μια πραγματικότητα λιγότερο ξένη. Ένας υπέροχος αφορισμός το έχει πει καλύτερα: «Το ότι υπάρχει η τέχνη, σημαίνει πως η ζωή δεν αρκεί». Βέβαια δεν αμφιβάλλουμε ότι στα κείμενα, πάντοτε, υπάρχει και εκφράζεται η εποχή. Όμως αλίμονο αν δεν αναγνωρίζεται κάτι μόνιμο σ' αυτά. Άλλωστε, το κύριο και διαρκές μάθημα των τεχνών υπήρξε πάντα το ίδιο: η αδυναμία μας να δώσουμε απάντηση στο αίνιγμα της ζωής.
*Πώς έχετε στο μυαλό σας το ελληνικό αναγνωστικό κοινό; Υπάρχει ανταπόκριση στην ποίηση; Και τελικά, ο ποιητής επιζητά την ανταπόκριση ή γράφει «εγωιστικά», πρώτα-πρώτα για τον εαυτό του;
Να διευκρινίσω ότι δεν μου αρέσει ο όρος «κοινό». Είναι κάτι απρόσωπο, ένα αριθμητικό μέγεθος που δεν μπορεί να έχει ουσιαστική σχέση με το έργο. Εκείνος που επικοινωνεί είναι μια μοναχική, δημιουργική μονάδα. Μέσω της ποίησης, διαβάζοντας δηλαδή, γίνεται περισσότερο ιδιαίτερος και μοναχικός, αφού η κριτική στάση είναι το πιο προσωπικό γνώρισμα του αισθητικού ανθρώπου. Αν εννοείτε, λοιπόν, γενικά τους αναγνώστες, αυτοί είναι ίδιοι παντού. Έχουν κοινά αντανακλαστικά. Άλλο πράγμα συμβαίνει με την προσπέλαση στο πνευματικό βάθος του έργου. Εδώ δεν είναι ζήτημα μιας γενικής παιδείας. Είναι αποτέλεσμα μιας ειδικής αγωγής που μας επιτρέπει να αναγνωρίζουμε και να επικοινωνούμε με τον κώδικα αυτής της έκφρασης (κείμενο). Εκείνος που προσεγγίζει το ποιητικό γεγονός ανήκει σε μιαν ειδική κατηγορία, με συγκεκριμένη έφεση, προσληπτικότητα και επάρκεια. Να μην ξεχνάμε πως η προσέγγιση στο πνεύμα ενός έργου, στην ουσία φωτίζει αυτό που είμαστε εμείς οι ίδιοι. Μαθαίνουμε γι αυτό τόσα, όσα και για μας. Αυτό που μας αρέσει είναι γιατί θα μπορούσαμε να το έχουμε πει εμείς. Έτσι εξηγούνται οι μεγάλες αγάπες μας και οι ταυτίσεις που μας δένουν με ορισμένα έργα και συγγραφείς.
Η «ανταπόκριση» που υποτίθεται ότι ζητά ο ποιητής είναι μια ιδέα νεανική, ένας ενθουσιασμός ασύστατος. Το έργο προϋποθέτει και αναζητά τον ένα συνομιλητή, που όπως είπα πριν, διαβάζει στην ξένη σελίδα τον δικό του κόσμο, μπορεί να τον αναγνωρίσει και να νιώσει τη τέρψη από την ταύτιση. Κατά κανόνα, απέναντι στο έργο υπάρχει κυρίως παρανάγνωση ή χαμηλές πτήσεις. Ο μέσος αναγνώστης είναι ένας καλοπροαίρετος βαρήκοος που τις περισσότερες φορές ακούει και καταλαβαίνει άλλα πράγματα. Δεν μιλώ, λοιπόν, για την ελαφρά ενασχόληση με το γεγονός της τέχνης, πράγμα που είναι ένας καλαισθητικός ερασιτεχνισμός. Αναφέρομαι στον ισόβιο σύνδεσμο με τον οποίο ζει κανείς μια πνευματική περιπέτεια ή έναν απόλυτο βίο. Αυτό το απόλυτο μέγεθος, φυσικά το καταθέτει, όπως λέτε, δημόσια ο ποιητής. Υπάρχει στην άλλη άκρη κάποιος που ενδεχομένως θα το υποδεχτεί, θα αντικαταστήσει δηλαδή με μια δημιουργική μορφή τις ασύντακτες συγκινήσεις του. Και βέβαια, κάθε σοβαρό δημιουργικό γεγονός αφορά, εκτός από τον αποδέκτη του, την παράδοση της γλώσσας και την ιστορία της πνευματικής ζωής.
*Η περίοδος που διανύουμε, η «εποχή της κρίσης» έχει αντίκρισμα (δημιουργικό ή μη) στην ποίηση;
Σε όλες τις εποχές ο ποιητικός λόγος έχει μια συγκεκριμένη, σχεδόν ανύπαρκτη, ανταπόκριση. Η υποδοχή του δεν αλλάζει. Είναι μέγεθος ανελαστικό. Η τέχνη είναι μια σπάνια ευγένεια σε ένα περιβάλλον ενστίκτων, που είναι η καθημερινότητα και η Ιστορία.
*Σε μια «κυνική» εποχή, ο ποιητικός λόγος μπορεί να συγκινήσει ως τρόπος έκφρασης;
Όλες οι εποχές είναι εξίσου κυνικές. Ας μην νομίζουμε άλλωστε ότι ο καλλιτέχνης είναι ένα πρόσωπο που διακρίνεται από ουμανιστικές ιδέες και πρακτικές. Η ιστορία της τέχνης μάς αφήνει άναυδους για το ποιοι υπήρξαν ορισμένοι απ' αυτούς που δημιούργησαν τα αριστουργήματα και εμψύχωσαν χαρακτήρες προεκτείνοντας τον πραγματικό κόσμο. Πρέπει να μας αφορά το έργο, η κάθαρση που δίνει πάντα η πράξη της τέχνης, όχι ο δημιουργός και ο μύθος του.
*Τι κάνει ένα ποίημα διαχρονικό;
Κάθε έργο, ως άρτια μορφή, είναι εξ' ορισμού διαχρονικό. Το λέω με ένα απλό παράδειγμα καμιά φορά. Βλέπουμε σε μια παλιά ταινία τα αυτοκίνητα, τα ρούχα, ένα μοντέλο τηλεοράσεως, ακούμε στους διαλόγους ονόματα ξεχασμένων πολιτικών και γεγονότων, επιστρέφουμε στη μόδα της εποχής. Ό,τι εμφανίζεται στις εικόνες είναι ξεπερασμένο. Παλιό. Η ίδια η ταινία όμως, είναι νέα. Δεν έχει παλιώσει. Να σκεφτούμε λοιπόν, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει και στερεώνει τα πράγματα, τα κάνει έργο, μια αξία άχρονη, «διαχρονική» όπως λέτε. Επιχείρησα αυτή την εισαγωγή ενώ κατάλαβα ότι θέλετε να πείτε κάτι άλλο. Με τη δική σας έννοια, λοιπόν, δεν υπάρχει κάτι που εξασφαλίζει για πάντα μιαν αξία. Μιλάμε γι αυτό που γνωρίζουμε από τους αιώνες και τις χιλιετίες. Οι εποχές φέρνουν πάνω κάτω τα κριτήρια. Σήμερα μοντέρνος είναι, ας πούμε, ο Καβάφης, ενώ ο Παλαμάς φαίνεται παλιωμένος, χθεσινός, μεγαλόστομος. Ποιος μας λέει -αν υπάρχουν σε 200 χρόνια τα ελληνικά-, ότι τα κριτήρια θα είναι τα ίδια; Είναι πολύ σχετική η εικόνα του «διαχρονικού». Μυριάδες έργα έχουν χαθεί κι άλλα τόσα έχουν εμφανιστεί από τη λήθη.
*Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας έναν στίχο που σημαίνει πολλά για εσάς;
[...] «Τα παιδιά που θα βρουν τα κοκαλά μας, δεν θα σκεφτούν ποτέ ότι κάποτε αυτά υπήρξαν γρήγορα, σαν αλεπούδες στην πλαγιά» [...] Στίχος από ποίημα του Αμερικανού ποιητή Ουάλας Στίβενς (1875-1955). Στο σκηνικό της αμερικάνικης εξοχής, μας αναστατώνει η σίγουρη προφητεία της μοίρας μας.
Για την τελευταία του ποιητική συλλογή «4 εποχές», ο Κώστας Μαυρουδής έλαβε το φετινό Βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» (εξ ημισείας με τον Χριστόφορο Λιοντάκη), ενώ στο in2life μίλησε για την πεμπτουσία της ποίησής του και για την σύγχυση κριτηρίων που κυριαρχεί στην σημερινή μας «ανεκτική δημοκρατία».
*Έχουν αλλάξει οι άξονες και οι πηγές έμπνευσης της ποίησής σας από την αρχή της καριέρας σας ως το 2011; Από τι εμπνέεστε σήμερα;
Λέγεται συχνά ότι ο ποιητής σ' όλο το έργο του φτιάχνει παραλλαγές ενός και μόνον ποιήματος. Ότι οι διαθέσεις δηλαδή, οι αφοσιώσεις και οι κλίσεις του είναι αμετακίνητες. Σε ό,τι με αφορά, μπορώ να πω πως το θέμα της δικής μου ποίησης ήταν πάντα ένας διάλογος με την αναδρομή και το χρόνο. Ανάκληση οικείων γεγονότων και εικόνων. Ξεκίνησα με ολιγόστιχα ποιήματα, επιχειρώντας τη στιλιστική πυκνότητα και τη συντομία, αλλά η ανάγκη να περιγράψω με οδήγησε στην πολύστιχη αφηγηματική ποίηση. Μεγάλη φόρμα, εξιστόρηση, λεπτομέρειες του «ρεπορτάζ» αντί το αόριστο υλικό του λυρισμού. Αναφορές ενός ποιητικού ρεαλισμού, δηλαδή, αντί του μουσικού αισθήματος. Μέχρι σήμερα η ποιητική μου είναι στραμμένη στο παρελθόν, στη μνημονική καταγραφή (Το δάνειο του χρόνου, Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια, Τέσσερις εποχές). Να προσθέσω ότι το βιωματικό υλικό της μνήμης αντιμετωπίζει μονίμως έναν τεράστιο κίνδυνο: το στόμφο της νοσταλγίας. Εν πάση περιπτώσει, βλέπω ότι σε αυτά που γράφω τώρα υπάρχει η συνομιλία με το παρόν. Δεν εννοώ την επικαιρότητα, αλλά το σύγχρονο βίωμα, το αίσθημα και την κίνηση του καθημερινού.
*Πώς θα περιγράφατε το «σκηνικό» της ελληνικής ποίησης σήμερα με μια φράση;
Το σκηνικό της ελληνικής ποίησης με μια φράση; Δεν υπάρχει, νομίζω, συγκεκριμένη εικόνα, κυρίαρχη διάθεση, συγκεκριμένο τοπίο. Υπάρχουν οι φωνές και η ποικιλία τους. Με διαφορετική δυναμική και σοβαρότητα η κάθε μία. Διαβάζω ακόμα την ποίηση των παλαιότερων γενεών, επιφυλακτικός ή αμήχανος με τις νεότερες επιδόσεις. Στις τελευταίες αυτές, βέβαια, η αυθεντική διάθεση και το σημαντικό υλικό διακρίνονται εύκολα από τον επαρκή αναγνώστη. Όμως ένα από τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας μας είναι η έλλειψη (σύγχυση) κριτηρίων, η αποδοχή από την μέση αντίληψη ετερόκλητων ποιοτήτων, η αδυναμία να διακρίνουμε, να ιεραρχήσουμε. Τα κριτήρια (όπως και για όλες τις άλλες περιοχές του βίου μας) δείχνουν να είναι χαλαρά ή ανύπαρκτα. Υπάρχει ένα είδος απαίδευτης και γι’ αυτό ανεκτικής δημοκρατίας, απέναντι σε μια έκφραση αριστοκρατική από τη φύση της. Αν μου πείτε ότι, παρόλα αυτά, βλέπουμε μεγέθη να ξεχωρίζουν, θα σας απαντήσω ότι δεν είναι το συλλογικό κριτήριο που τα διακρίνει, αλλά η πειθώ κάποιων ειδικών φωνών, ο δημόσιος θόρυβος και ο παντοδύναμος συρμός.
*Ποια η θέση της ποίησης και του ποιητή στην «ηλεκτρονική» εποχή;
Στη Γη των ανθρώπων, θυμάμαι τον Σεν Εξιπερί που λέει, πως με την ποίηση η Γένεση συνεχίζεται, φαίνεται να μην έχει τελειώσει. Η τέχνη μεταβάλλει τον καθημερινό κόσμο σε καθαρή μορφή. Μ' αυτή την έννοια, είτε στην εποχή των Μεδίκων, είτε στην «Ηλεκτρονική εποχή», όποια ειδικά γνωρίσματα κι αν έχει, θα μας θυμίζει πάντα ότι προσπαθούμε να φτιάξουμε μια πραγματικότητα λιγότερο ξένη. Ένας υπέροχος αφορισμός το έχει πει καλύτερα: «Το ότι υπάρχει η τέχνη, σημαίνει πως η ζωή δεν αρκεί». Βέβαια δεν αμφιβάλλουμε ότι στα κείμενα, πάντοτε, υπάρχει και εκφράζεται η εποχή. Όμως αλίμονο αν δεν αναγνωρίζεται κάτι μόνιμο σ' αυτά. Άλλωστε, το κύριο και διαρκές μάθημα των τεχνών υπήρξε πάντα το ίδιο: η αδυναμία μας να δώσουμε απάντηση στο αίνιγμα της ζωής.
*Πώς έχετε στο μυαλό σας το ελληνικό αναγνωστικό κοινό; Υπάρχει ανταπόκριση στην ποίηση; Και τελικά, ο ποιητής επιζητά την ανταπόκριση ή γράφει «εγωιστικά», πρώτα-πρώτα για τον εαυτό του;
Να διευκρινίσω ότι δεν μου αρέσει ο όρος «κοινό». Είναι κάτι απρόσωπο, ένα αριθμητικό μέγεθος που δεν μπορεί να έχει ουσιαστική σχέση με το έργο. Εκείνος που επικοινωνεί είναι μια μοναχική, δημιουργική μονάδα. Μέσω της ποίησης, διαβάζοντας δηλαδή, γίνεται περισσότερο ιδιαίτερος και μοναχικός, αφού η κριτική στάση είναι το πιο προσωπικό γνώρισμα του αισθητικού ανθρώπου. Αν εννοείτε, λοιπόν, γενικά τους αναγνώστες, αυτοί είναι ίδιοι παντού. Έχουν κοινά αντανακλαστικά. Άλλο πράγμα συμβαίνει με την προσπέλαση στο πνευματικό βάθος του έργου. Εδώ δεν είναι ζήτημα μιας γενικής παιδείας. Είναι αποτέλεσμα μιας ειδικής αγωγής που μας επιτρέπει να αναγνωρίζουμε και να επικοινωνούμε με τον κώδικα αυτής της έκφρασης (κείμενο). Εκείνος που προσεγγίζει το ποιητικό γεγονός ανήκει σε μιαν ειδική κατηγορία, με συγκεκριμένη έφεση, προσληπτικότητα και επάρκεια. Να μην ξεχνάμε πως η προσέγγιση στο πνεύμα ενός έργου, στην ουσία φωτίζει αυτό που είμαστε εμείς οι ίδιοι. Μαθαίνουμε γι αυτό τόσα, όσα και για μας. Αυτό που μας αρέσει είναι γιατί θα μπορούσαμε να το έχουμε πει εμείς. Έτσι εξηγούνται οι μεγάλες αγάπες μας και οι ταυτίσεις που μας δένουν με ορισμένα έργα και συγγραφείς.
Η «ανταπόκριση» που υποτίθεται ότι ζητά ο ποιητής είναι μια ιδέα νεανική, ένας ενθουσιασμός ασύστατος. Το έργο προϋποθέτει και αναζητά τον ένα συνομιλητή, που όπως είπα πριν, διαβάζει στην ξένη σελίδα τον δικό του κόσμο, μπορεί να τον αναγνωρίσει και να νιώσει τη τέρψη από την ταύτιση. Κατά κανόνα, απέναντι στο έργο υπάρχει κυρίως παρανάγνωση ή χαμηλές πτήσεις. Ο μέσος αναγνώστης είναι ένας καλοπροαίρετος βαρήκοος που τις περισσότερες φορές ακούει και καταλαβαίνει άλλα πράγματα. Δεν μιλώ, λοιπόν, για την ελαφρά ενασχόληση με το γεγονός της τέχνης, πράγμα που είναι ένας καλαισθητικός ερασιτεχνισμός. Αναφέρομαι στον ισόβιο σύνδεσμο με τον οποίο ζει κανείς μια πνευματική περιπέτεια ή έναν απόλυτο βίο. Αυτό το απόλυτο μέγεθος, φυσικά το καταθέτει, όπως λέτε, δημόσια ο ποιητής. Υπάρχει στην άλλη άκρη κάποιος που ενδεχομένως θα το υποδεχτεί, θα αντικαταστήσει δηλαδή με μια δημιουργική μορφή τις ασύντακτες συγκινήσεις του. Και βέβαια, κάθε σοβαρό δημιουργικό γεγονός αφορά, εκτός από τον αποδέκτη του, την παράδοση της γλώσσας και την ιστορία της πνευματικής ζωής.
*Η περίοδος που διανύουμε, η «εποχή της κρίσης» έχει αντίκρισμα (δημιουργικό ή μη) στην ποίηση;
Σε όλες τις εποχές ο ποιητικός λόγος έχει μια συγκεκριμένη, σχεδόν ανύπαρκτη, ανταπόκριση. Η υποδοχή του δεν αλλάζει. Είναι μέγεθος ανελαστικό. Η τέχνη είναι μια σπάνια ευγένεια σε ένα περιβάλλον ενστίκτων, που είναι η καθημερινότητα και η Ιστορία.
*Σε μια «κυνική» εποχή, ο ποιητικός λόγος μπορεί να συγκινήσει ως τρόπος έκφρασης;
Όλες οι εποχές είναι εξίσου κυνικές. Ας μην νομίζουμε άλλωστε ότι ο καλλιτέχνης είναι ένα πρόσωπο που διακρίνεται από ουμανιστικές ιδέες και πρακτικές. Η ιστορία της τέχνης μάς αφήνει άναυδους για το ποιοι υπήρξαν ορισμένοι απ' αυτούς που δημιούργησαν τα αριστουργήματα και εμψύχωσαν χαρακτήρες προεκτείνοντας τον πραγματικό κόσμο. Πρέπει να μας αφορά το έργο, η κάθαρση που δίνει πάντα η πράξη της τέχνης, όχι ο δημιουργός και ο μύθος του.
*Τι κάνει ένα ποίημα διαχρονικό;
Κάθε έργο, ως άρτια μορφή, είναι εξ' ορισμού διαχρονικό. Το λέω με ένα απλό παράδειγμα καμιά φορά. Βλέπουμε σε μια παλιά ταινία τα αυτοκίνητα, τα ρούχα, ένα μοντέλο τηλεοράσεως, ακούμε στους διαλόγους ονόματα ξεχασμένων πολιτικών και γεγονότων, επιστρέφουμε στη μόδα της εποχής. Ό,τι εμφανίζεται στις εικόνες είναι ξεπερασμένο. Παλιό. Η ίδια η ταινία όμως, είναι νέα. Δεν έχει παλιώσει. Να σκεφτούμε λοιπόν, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει και στερεώνει τα πράγματα, τα κάνει έργο, μια αξία άχρονη, «διαχρονική» όπως λέτε. Επιχείρησα αυτή την εισαγωγή ενώ κατάλαβα ότι θέλετε να πείτε κάτι άλλο. Με τη δική σας έννοια, λοιπόν, δεν υπάρχει κάτι που εξασφαλίζει για πάντα μιαν αξία. Μιλάμε γι αυτό που γνωρίζουμε από τους αιώνες και τις χιλιετίες. Οι εποχές φέρνουν πάνω κάτω τα κριτήρια. Σήμερα μοντέρνος είναι, ας πούμε, ο Καβάφης, ενώ ο Παλαμάς φαίνεται παλιωμένος, χθεσινός, μεγαλόστομος. Ποιος μας λέει -αν υπάρχουν σε 200 χρόνια τα ελληνικά-, ότι τα κριτήρια θα είναι τα ίδια; Είναι πολύ σχετική η εικόνα του «διαχρονικού». Μυριάδες έργα έχουν χαθεί κι άλλα τόσα έχουν εμφανιστεί από τη λήθη.
*Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας έναν στίχο που σημαίνει πολλά για εσάς;
[...] «Τα παιδιά που θα βρουν τα κοκαλά μας, δεν θα σκεφτούν ποτέ ότι κάποτε αυτά υπήρξαν γρήγορα, σαν αλεπούδες στην πλαγιά» [...] Στίχος από ποίημα του Αμερικανού ποιητή Ουάλας Στίβενς (1875-1955). Στο σκηνικό της αμερικάνικης εξοχής, μας αναστατώνει η σίγουρη προφητεία της μοίρας μας.