Με δέκα ποιητικές συλλογές στις αποσκευές του, μεταφράσεις σπουδαίων λογοτεχνών, σημαντικά βραβεία αλλά και την εκδοτική πείρα δύο περιοδικών για την ποίηση, ο Χάρης Βλαβιανός δεν χρειάζεται περισσότερα εχέγγυα για να μιλήσει εκ μέρους της τέχνης που τόσο αγαπά. Από τις «Υπνοβασίες», με τις οποίες εμφανίστηκε το 1983 μέχρι τα πρόσφατα «Σονέτα της Συμφοράς», η εμπειρία του Έλληνα ποιητή καταφέρνει να «παλέψει» επιτυχώς με τις λέξεις προς τέρψη των αναγνωστών.
Με την ίδια «μαχητική» διάθεση άλλωστε ο Χάρης Βλαβιανός επιχείρησε να παγιδέψει την σοφία εκατό φιλοσόφων σε 17 συλλαβές, στο πιο πρόσφατο πόνημά του «Η Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας σε 100 Χαϊκού» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Δύσκολο εγχείρημα, όσο δύσκολη άλλωστε είναι και η απρόσκοπτη εκδοτική παρουσία ενός ποιητικού εντύπου, όπως η «Ποίηση» παλαιότερα και τώρα η «Ποιητική», την οποία διευθύνει. Εν μέσω αυτής της «πάλης» με τις λέξεις, ο Χάρης Βλαβιανός μιλά στο in2life για το σκηνικό της ελληνικής ποίησης σήμερα, για την «απέραντη μειοψηφία» που εκτιμά την καλή λογοτεχνία και για τον όχι και τόσο αθώο χώρο της τέχνης που υπηρετεί.
*Έχουν αλλάξει οι άξονες και οι πηγές έμπνευσης της ποίησής σας από την αρχή της καριέρας σας ως το 2011; Από τι εμπνέεστε σήμερα;
Ασφαλώς κι έχουν αλλάξει, αφού μέσα στον χρόνο άλλαξα κι εγώ. Υπάρχει όμως στα ποιήματά μου μια εμμονή με το θέμα της μορφοποίησης: με ποιο τρόπο θα μπορέσω ν’ αποτυπώσω στο χαρτί, όσο πιο δραστικά μπορώ, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που συγκεκριμένες εμπειρίες (και αναγνωστικές) μου προκαλούν. Χρειάζεται μια δυνατή σκέψη πάνω στην εμπειρία. Η σκέψη και το συναίσθημα είναι η άμεση αντίδραση στο εξωτερικό ερέθισμα. Από κει και πέρα η ποίηση είναι τέχνη. Το ποίημα είναι λεκτικό αρχιτεκτόνημα. Πρέπει να οικοδομηθεί. Άρα ο ποιητής στοχάζεται πάνω σε αυτό που σιγά-σιγά κατασκευάζει. Χρειάζεται επομένως και μια δεύτερη σκέψη. Εμένα με ενδιαφέρει αυτή η δευτερογενής εμπειρία. Το πώς φιλτράρεται δηλαδή μέσα μου μια συγκεκριμένη εμπειρία και γίνεται ποίημα. Και το λέω αυτό επειδή γνωρίζω (και όποιος γράφει το γνωρίζει ή οφείλει τουλάχιστον να το γνωρίζει), ότι η γλώσσα, επεμβαίνοντας βίαια πάνω στην εμπειρία, εκτοπίζει ένα μεγάλο μέρος της. Η ποίηση είναι μία διαρκής πάλη ανάμεσα στην εμπειρία, από τη μία πλευρά, και τη γλώσσα στην οποία καταφεύγει ο ποιητής για να την εκφράσει, από την άλλη. Η ποίηση, ας μην το ξεχνάμε, είναι η κατασκευή ενός εννοηματωμένου κόσμου. Ο καθένας μας φτιάχνει έναν τέτοιο κόσμο και, είτε στοχάζεται πάνω σ’ αυτόν είτε όχι, εντός του ζει. Από τη στιγμή που οι ποιητές καταγράφουν τις κατασκευές τους είναι αδύνατον να υποδύονται πως δεν έχουν συνείδηση του τι ακριβώς κάνουν. Επομένως πολλά μου ποιήματα έχουν ως θέμα τους την ίδια την ποίηση και την γλώσσα. Ωστόσο, στις πιο πρόσφατες συλλογές μου, με απασχολεί επίσης το ζήτημα της Ιστορίας. Η διαπλοκή ανάμεσα στο δρών υποκείμενο και την ιστορία, την προσωπική αλλά και τη συλλογική. Πολλά ποιήματά μου έχουν για αφετηρία σχέσεις προσωπικές, και δη οικογενειακές (άλλο Inferno, πιο επώδυνο αυτό), αλλά δεν περιορίζονται στο να τις «αναλύουν» απλώς σε γλώσσα ποιητική. Θεωρώ ότι η γλώσσα μου έχει γίνει πιο λυτή, πιο άμεση αφού με ενδιαφέρει πρωτίστως στην ποίηση πλέον η διαύγεια.
*Πώς θα περιγράφατε το «σκηνικό» της ελληνικής ποίησης σήμερα με μια φράση;
Οι Άγγλοι έχουν μια ωραία έκφραση που απαντά στο ερώτημά σας: alive and kicking! Όταν περπατάει όμως κανείς δίπλα σ’ έναν ουρανοξύστη δεν μπορεί να υπολογίσει το ύψος του. Πρέπει ν’ απομακρυνθεί πολύ για να μπορέσει να τον δει στις πραγματικές του διαστάσεις. Υπάρχουν αρκετοί σημαντικοί ποιητές σήμερα στον τόπο μας, και πρεσβύτεροι και νεότεροι. Απλώς δεν μπορούμε ακόμη να εκτιμήσουμε σωστά το έργο τους γιατί κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Μας είναι πολύ οικείοι και ό,τι είναι οικείο δυσκολευόμαστε να το δούμε καθαρά.
*Ποια η θέση της ποίησης και του ποιητή στην «ηλεκτρονική» εποχή;
Η ίδια που ήταν πάντα. Απλώς η μεταμοντέρνα συνθήκη πρόσθεσε μερικές μεταβλητές ακόμη στην εξίσωση της ζωής.
*Πώς έχετε στο μυαλό σας το ελληνικό αναγνωστικό κοινό; Υπάρχει ανταπόκριση στην ποίηση; Και τελικά, ο ποιητής επιζητά την ανταπόκριση ή γράφει «εγωιστικά», πρώτα-πρώτα για τον εαυτό του;
Σε μια παρόμοια ερώτηση, ο Ισπανός ποιητής Χουάν Ραμόν Χιμένεθ απάντησε αφιερώνοντας ένα από τα βιβλία του «στην απέραντη μειοψηφία». Το ουσιαστικό «μειοψηφία» μειώνει τον αριθμό των αναγνωστών στους happy-few του Σταντάλ ενώ το επίθετο «απέραντη» απότομα τον διευρύνει. Τόσοι, ώστε να είναι αναρίθμητοι, όπως καθετί που είναι απέραντο. Ο Χιμένεθ αντιπαραθέτει στην αριθμήσιμη πλειοψηφία (η οποία ελέω εφημερίδων και περιοδικών ποικίλης ύλης, καταλόγων ευπωλήτων κλπ, επιβάλλει την δικτατορική της μονομέρεια στους υπόλοιπους) μια μη μετρήσιμη μειοψηφία. Πώς υπολογίζεται το ειδικό βάρος ενός αναγνώστη; Πώς μετριέται η συγκίνηση και η συμμετοχή του; Η ποίηση απευθύνεται στους λίγους – πολλούς εντέλει – που εξακολουθούν να θεωρούν την ανάγνωση της λογοτεχνίας ενεργητική διαδικασία και όχι παθητική εγκατάλειψη στις επιταγές της αγοράς. Ας μην ξεχνάμε ότι το μπεστ σέλλερ εμφανίζεται σαν μετεωρίτης• όλοι σπεύδουν να το αγοράσουν, αλλά σε λίγο καιρό εξαφανίζεται για πάντα, για να αντικατασταθεί από άλλον μετεωρίτη. Αυτό που διαφοροποιεί τα πραγματικά λογοτεχνικά βιβλία από τα βιβλία απλής ψυχαγωγίας ή ενημέρωσης είναι ότι ενώ τα τελευταία προορίζονται να καταναλωθούν στην κυριολεξία από τους αναγνώστες τους, τα πρώτα έχουν την ιδιότητα να αναβιώνουν ακριβώς χάρη στους αναγνώστες τους. Όσο για τους ποιητές, αυτοί θα συνεχίζουν να γράφουν όσο το θεωρούν αναγκαίο, όσο επείγονται να κοινωνήσουν όλα όσα περιέχει η ευαισθησία τους, έστω και μέσα στην παρούσα συνθήκη της γενικευμένης αδιαφορίας. Αν κάποιοι τους θεωρούν αόρατους, είναι γιατί, όπως σωστά έχει πει ένα Αμερικανός κριτικός, «η γωνία την οποία κανείς δεν κοιτάζει παραμένει πάντα σκοτεινή».
*Η περίοδος που διανύουμε, η «εποχή της κρίσης» έχει αντίκρισμα (δημιουργικό ή μη) στην ποίηση;
Κάθε εποχή είναι εποχή «κρίσης» για τον αληθινό καλλιτέχνη αφού αυτός βρίσκεται πάντοτε σε κάποιου είδους αντιδικία μαζί της. Αν ωστόσο κοιτάξουμε τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, ο τόπος μας είναι διαρκώς σε «κρίση»: Γουδί, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μεγάλος Διχασμός, Πρώτος Παγκόσμιος, Μικρασιατική Καταστροφή, Εκτέλεση των Έξι, Κίνημα του 33 και του 35, Δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, Ιουλιανά, Δικτατορία 67, κλπ, κλπ, κλπ. Σκεφτείτε σε τι συνθήκες έγραψαν ο Καρυωτάκης, ο Παλαμάς, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Αναγνωστάκης, ο Σαχτούρης, ο Καρούζος, ο Λεοντάρης, η Δημουλά. Απλώς η δική μας εποχή είναι πιο ύπουλη γιατί οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι πάντοτε τόσο ευδιάκριτες.
*Σε μια «κυνική» εποχή, ο ποιητικός λόγος μπορεί να συγκινήσει ως τρόπος έκφρασης;
«Κυνικός είναι αυτός που ξέρει την τιμή κάθε πράγματος αλλά την αξία κανενός», είχε πει με το γνωστό του wit o Wilde. Επομένως η ποίηση θα συγκινεί πάντα όσους θέλουν να συγκινηθούν από αυτήν. Εκείνους που μπορούν να βρουν μέσα της, μέσα στη γλώσσα [που ως δια μαγείας έχει μεταμορφωθεί σε τέχνη] την «ανταμοιβή» που προσφέρει.
*Τι κάνει ένα ποίημα διαχρονικό;
Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση. Πρέπει να περιέχει στοιχεία που να μπορούν να εκτιμηθούν από την επόμενη γενιά. Όμως τι μας λέει ότι, αν το εκτιμήσει η επόμενη, θα το εκτιμήσει και η μεθεπόμενη; Είναι σαν να γράφει κανείς ποιήματα σήμερα τα οποία θα ήθελε να διαβάσουν τα δισέγγονά σας. Ο χρόνος παίζει πολύ παράξενα παιχνίδια. Ποιητές που υμνήθηκαν στην εποχή τους είναι σήμερα εντελώς ξεχασμένοι ενώ άλλοι που υπήρξαν αφανείς είναι προβεβλημένοι.
*Τι κερδίσατε όλο αυτό το διάστημα ως εκδότης της «Ποίησης» αρχικά και τώρα της «Ποιητικής», αλλά και τι χάσατε; Εννοώ, κερδίσατε σε ρεαλισμό και χάσατε κάποιες ψευδαισθήσεις; Μήπως κερδίσατε μια χρήσιμη, έτσι κι αλλιώς επαγγελματική εμπειρία και χάσατε μια αθωότητα;
Αυτό που κέρδισα από μια εικοσαετία εκδοτικής εμμονής στην ποιητική τέχνη ήταν η βαθύτερη γνωριμία με τα κείμενα, η συνάντηση με τους ανθρώπους που μοιράζονταν τις ίδιες αγάπες, η ευτυχισμένη διαπίστωση ότι αυτοί δεν ήταν λίγοι, η γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, ιδεών, γνώσεων, οι φιλίες που δημιουργήθηκαν. Αυτό που έχασα ήταν οι ψευδαισθήσεις: ο χώρος της ποίησης δεν είναι μια Εδέμ καλών προθέσεων και παθιασμένων αναζητήσεων, αλλά μια επικράτεια που μαστίζεται από μικροεγωϊσμούς, προκαταλήψεις, εμπάθειες, αγκυλώσεις όσο και οποιοσδήποτε άλλος στενός επαγγελματικός χώρος. Και λέω επαγγελματικός, γιατί αρκετοί ποιητές μου θύμιζαν δημόσιους υπαλλήλους που τσακώνονται για τη θέση τους στην επετηρίδα• από την άλλη πλευρά διαπίστωνα, για πρώτη ίσως φορά, ότι οι έριδες μάλλον οφείλονταν στην συρρίκνωση της ποίησης σε ένα κλειστό σύμπαν, στην απομόνωσή της στα όρια μιας κλειστής ‘αδελφότητας’, η αυτοαναφορικότητα και η εσωστρέφεια της οποίας δημιουργεί αναπόφευκτα μεγάλες εσωτερικές εντάσεις. Κερδίζοντας, λοιπόν, σε φίλους, γνώση και απόλαυση και χάνοντας σε ψευδαισθήσεις, τελικά μάλλον έγινα πλουσιότερος σε κατανόηση.
*Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας έναν στίχο που σημαίνει πολλά για εσάς;
«Καλύτερα να σε τρυπάει το αγκάθι του πραγματικού/ παρά να πλατσουρίζεις στο ροδόνερο του ιδεώδους»
Με την ίδια «μαχητική» διάθεση άλλωστε ο Χάρης Βλαβιανός επιχείρησε να παγιδέψει την σοφία εκατό φιλοσόφων σε 17 συλλαβές, στο πιο πρόσφατο πόνημά του «Η Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας σε 100 Χαϊκού» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Δύσκολο εγχείρημα, όσο δύσκολη άλλωστε είναι και η απρόσκοπτη εκδοτική παρουσία ενός ποιητικού εντύπου, όπως η «Ποίηση» παλαιότερα και τώρα η «Ποιητική», την οποία διευθύνει. Εν μέσω αυτής της «πάλης» με τις λέξεις, ο Χάρης Βλαβιανός μιλά στο in2life για το σκηνικό της ελληνικής ποίησης σήμερα, για την «απέραντη μειοψηφία» που εκτιμά την καλή λογοτεχνία και για τον όχι και τόσο αθώο χώρο της τέχνης που υπηρετεί.
*Έχουν αλλάξει οι άξονες και οι πηγές έμπνευσης της ποίησής σας από την αρχή της καριέρας σας ως το 2011; Από τι εμπνέεστε σήμερα;
Ασφαλώς κι έχουν αλλάξει, αφού μέσα στον χρόνο άλλαξα κι εγώ. Υπάρχει όμως στα ποιήματά μου μια εμμονή με το θέμα της μορφοποίησης: με ποιο τρόπο θα μπορέσω ν’ αποτυπώσω στο χαρτί, όσο πιο δραστικά μπορώ, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που συγκεκριμένες εμπειρίες (και αναγνωστικές) μου προκαλούν. Χρειάζεται μια δυνατή σκέψη πάνω στην εμπειρία. Η σκέψη και το συναίσθημα είναι η άμεση αντίδραση στο εξωτερικό ερέθισμα. Από κει και πέρα η ποίηση είναι τέχνη. Το ποίημα είναι λεκτικό αρχιτεκτόνημα. Πρέπει να οικοδομηθεί. Άρα ο ποιητής στοχάζεται πάνω σε αυτό που σιγά-σιγά κατασκευάζει. Χρειάζεται επομένως και μια δεύτερη σκέψη. Εμένα με ενδιαφέρει αυτή η δευτερογενής εμπειρία. Το πώς φιλτράρεται δηλαδή μέσα μου μια συγκεκριμένη εμπειρία και γίνεται ποίημα. Και το λέω αυτό επειδή γνωρίζω (και όποιος γράφει το γνωρίζει ή οφείλει τουλάχιστον να το γνωρίζει), ότι η γλώσσα, επεμβαίνοντας βίαια πάνω στην εμπειρία, εκτοπίζει ένα μεγάλο μέρος της. Η ποίηση είναι μία διαρκής πάλη ανάμεσα στην εμπειρία, από τη μία πλευρά, και τη γλώσσα στην οποία καταφεύγει ο ποιητής για να την εκφράσει, από την άλλη. Η ποίηση, ας μην το ξεχνάμε, είναι η κατασκευή ενός εννοηματωμένου κόσμου. Ο καθένας μας φτιάχνει έναν τέτοιο κόσμο και, είτε στοχάζεται πάνω σ’ αυτόν είτε όχι, εντός του ζει. Από τη στιγμή που οι ποιητές καταγράφουν τις κατασκευές τους είναι αδύνατον να υποδύονται πως δεν έχουν συνείδηση του τι ακριβώς κάνουν. Επομένως πολλά μου ποιήματα έχουν ως θέμα τους την ίδια την ποίηση και την γλώσσα. Ωστόσο, στις πιο πρόσφατες συλλογές μου, με απασχολεί επίσης το ζήτημα της Ιστορίας. Η διαπλοκή ανάμεσα στο δρών υποκείμενο και την ιστορία, την προσωπική αλλά και τη συλλογική. Πολλά ποιήματά μου έχουν για αφετηρία σχέσεις προσωπικές, και δη οικογενειακές (άλλο Inferno, πιο επώδυνο αυτό), αλλά δεν περιορίζονται στο να τις «αναλύουν» απλώς σε γλώσσα ποιητική. Θεωρώ ότι η γλώσσα μου έχει γίνει πιο λυτή, πιο άμεση αφού με ενδιαφέρει πρωτίστως στην ποίηση πλέον η διαύγεια.
*Πώς θα περιγράφατε το «σκηνικό» της ελληνικής ποίησης σήμερα με μια φράση;
Οι Άγγλοι έχουν μια ωραία έκφραση που απαντά στο ερώτημά σας: alive and kicking! Όταν περπατάει όμως κανείς δίπλα σ’ έναν ουρανοξύστη δεν μπορεί να υπολογίσει το ύψος του. Πρέπει ν’ απομακρυνθεί πολύ για να μπορέσει να τον δει στις πραγματικές του διαστάσεις. Υπάρχουν αρκετοί σημαντικοί ποιητές σήμερα στον τόπο μας, και πρεσβύτεροι και νεότεροι. Απλώς δεν μπορούμε ακόμη να εκτιμήσουμε σωστά το έργο τους γιατί κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Μας είναι πολύ οικείοι και ό,τι είναι οικείο δυσκολευόμαστε να το δούμε καθαρά.
*Ποια η θέση της ποίησης και του ποιητή στην «ηλεκτρονική» εποχή;
Η ίδια που ήταν πάντα. Απλώς η μεταμοντέρνα συνθήκη πρόσθεσε μερικές μεταβλητές ακόμη στην εξίσωση της ζωής.
*Πώς έχετε στο μυαλό σας το ελληνικό αναγνωστικό κοινό; Υπάρχει ανταπόκριση στην ποίηση; Και τελικά, ο ποιητής επιζητά την ανταπόκριση ή γράφει «εγωιστικά», πρώτα-πρώτα για τον εαυτό του;
Σε μια παρόμοια ερώτηση, ο Ισπανός ποιητής Χουάν Ραμόν Χιμένεθ απάντησε αφιερώνοντας ένα από τα βιβλία του «στην απέραντη μειοψηφία». Το ουσιαστικό «μειοψηφία» μειώνει τον αριθμό των αναγνωστών στους happy-few του Σταντάλ ενώ το επίθετο «απέραντη» απότομα τον διευρύνει. Τόσοι, ώστε να είναι αναρίθμητοι, όπως καθετί που είναι απέραντο. Ο Χιμένεθ αντιπαραθέτει στην αριθμήσιμη πλειοψηφία (η οποία ελέω εφημερίδων και περιοδικών ποικίλης ύλης, καταλόγων ευπωλήτων κλπ, επιβάλλει την δικτατορική της μονομέρεια στους υπόλοιπους) μια μη μετρήσιμη μειοψηφία. Πώς υπολογίζεται το ειδικό βάρος ενός αναγνώστη; Πώς μετριέται η συγκίνηση και η συμμετοχή του; Η ποίηση απευθύνεται στους λίγους – πολλούς εντέλει – που εξακολουθούν να θεωρούν την ανάγνωση της λογοτεχνίας ενεργητική διαδικασία και όχι παθητική εγκατάλειψη στις επιταγές της αγοράς. Ας μην ξεχνάμε ότι το μπεστ σέλλερ εμφανίζεται σαν μετεωρίτης• όλοι σπεύδουν να το αγοράσουν, αλλά σε λίγο καιρό εξαφανίζεται για πάντα, για να αντικατασταθεί από άλλον μετεωρίτη. Αυτό που διαφοροποιεί τα πραγματικά λογοτεχνικά βιβλία από τα βιβλία απλής ψυχαγωγίας ή ενημέρωσης είναι ότι ενώ τα τελευταία προορίζονται να καταναλωθούν στην κυριολεξία από τους αναγνώστες τους, τα πρώτα έχουν την ιδιότητα να αναβιώνουν ακριβώς χάρη στους αναγνώστες τους. Όσο για τους ποιητές, αυτοί θα συνεχίζουν να γράφουν όσο το θεωρούν αναγκαίο, όσο επείγονται να κοινωνήσουν όλα όσα περιέχει η ευαισθησία τους, έστω και μέσα στην παρούσα συνθήκη της γενικευμένης αδιαφορίας. Αν κάποιοι τους θεωρούν αόρατους, είναι γιατί, όπως σωστά έχει πει ένα Αμερικανός κριτικός, «η γωνία την οποία κανείς δεν κοιτάζει παραμένει πάντα σκοτεινή».
*Η περίοδος που διανύουμε, η «εποχή της κρίσης» έχει αντίκρισμα (δημιουργικό ή μη) στην ποίηση;
Κάθε εποχή είναι εποχή «κρίσης» για τον αληθινό καλλιτέχνη αφού αυτός βρίσκεται πάντοτε σε κάποιου είδους αντιδικία μαζί της. Αν ωστόσο κοιτάξουμε τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, ο τόπος μας είναι διαρκώς σε «κρίση»: Γουδί, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μεγάλος Διχασμός, Πρώτος Παγκόσμιος, Μικρασιατική Καταστροφή, Εκτέλεση των Έξι, Κίνημα του 33 και του 35, Δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, Ιουλιανά, Δικτατορία 67, κλπ, κλπ, κλπ. Σκεφτείτε σε τι συνθήκες έγραψαν ο Καρυωτάκης, ο Παλαμάς, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Αναγνωστάκης, ο Σαχτούρης, ο Καρούζος, ο Λεοντάρης, η Δημουλά. Απλώς η δική μας εποχή είναι πιο ύπουλη γιατί οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι πάντοτε τόσο ευδιάκριτες.
*Σε μια «κυνική» εποχή, ο ποιητικός λόγος μπορεί να συγκινήσει ως τρόπος έκφρασης;
«Κυνικός είναι αυτός που ξέρει την τιμή κάθε πράγματος αλλά την αξία κανενός», είχε πει με το γνωστό του wit o Wilde. Επομένως η ποίηση θα συγκινεί πάντα όσους θέλουν να συγκινηθούν από αυτήν. Εκείνους που μπορούν να βρουν μέσα της, μέσα στη γλώσσα [που ως δια μαγείας έχει μεταμορφωθεί σε τέχνη] την «ανταμοιβή» που προσφέρει.
*Τι κάνει ένα ποίημα διαχρονικό;
Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση. Πρέπει να περιέχει στοιχεία που να μπορούν να εκτιμηθούν από την επόμενη γενιά. Όμως τι μας λέει ότι, αν το εκτιμήσει η επόμενη, θα το εκτιμήσει και η μεθεπόμενη; Είναι σαν να γράφει κανείς ποιήματα σήμερα τα οποία θα ήθελε να διαβάσουν τα δισέγγονά σας. Ο χρόνος παίζει πολύ παράξενα παιχνίδια. Ποιητές που υμνήθηκαν στην εποχή τους είναι σήμερα εντελώς ξεχασμένοι ενώ άλλοι που υπήρξαν αφανείς είναι προβεβλημένοι.
*Τι κερδίσατε όλο αυτό το διάστημα ως εκδότης της «Ποίησης» αρχικά και τώρα της «Ποιητικής», αλλά και τι χάσατε; Εννοώ, κερδίσατε σε ρεαλισμό και χάσατε κάποιες ψευδαισθήσεις; Μήπως κερδίσατε μια χρήσιμη, έτσι κι αλλιώς επαγγελματική εμπειρία και χάσατε μια αθωότητα;
Αυτό που κέρδισα από μια εικοσαετία εκδοτικής εμμονής στην ποιητική τέχνη ήταν η βαθύτερη γνωριμία με τα κείμενα, η συνάντηση με τους ανθρώπους που μοιράζονταν τις ίδιες αγάπες, η ευτυχισμένη διαπίστωση ότι αυτοί δεν ήταν λίγοι, η γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, ιδεών, γνώσεων, οι φιλίες που δημιουργήθηκαν. Αυτό που έχασα ήταν οι ψευδαισθήσεις: ο χώρος της ποίησης δεν είναι μια Εδέμ καλών προθέσεων και παθιασμένων αναζητήσεων, αλλά μια επικράτεια που μαστίζεται από μικροεγωϊσμούς, προκαταλήψεις, εμπάθειες, αγκυλώσεις όσο και οποιοσδήποτε άλλος στενός επαγγελματικός χώρος. Και λέω επαγγελματικός, γιατί αρκετοί ποιητές μου θύμιζαν δημόσιους υπαλλήλους που τσακώνονται για τη θέση τους στην επετηρίδα• από την άλλη πλευρά διαπίστωνα, για πρώτη ίσως φορά, ότι οι έριδες μάλλον οφείλονταν στην συρρίκνωση της ποίησης σε ένα κλειστό σύμπαν, στην απομόνωσή της στα όρια μιας κλειστής ‘αδελφότητας’, η αυτοαναφορικότητα και η εσωστρέφεια της οποίας δημιουργεί αναπόφευκτα μεγάλες εσωτερικές εντάσεις. Κερδίζοντας, λοιπόν, σε φίλους, γνώση και απόλαυση και χάνοντας σε ψευδαισθήσεις, τελικά μάλλον έγινα πλουσιότερος σε κατανόηση.
*Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας έναν στίχο που σημαίνει πολλά για εσάς;
«Καλύτερα να σε τρυπάει το αγκάθι του πραγματικού/ παρά να πλατσουρίζεις στο ροδόνερο του ιδεώδους»