Νικόλας Άσιμος: Ένας ασυμβίβαστος και παντοτινός «μπαγάσας»

Μια μέρα σαν κι αυτή, το 1988, ο Νικόλας Άσιμος βάζει τέλος στη ζωή του, αφήνοντας πίσω μια ανυπότακτη μουσική κληρονομιά.

Νικόλας Άσιμος: Ένας ασυμβίβαστος και παντοτινός «μπαγάσας»

«Tον πλανήτη προσπαθώ να ελευθερώσω. Να διαλύσω όλες τις πολεμικές βιομηχανίες, να γκρεμίσω τα τρελάδικα και να κάνω τις εκκλησίες μαγειρεία»

Ο Νικόλας Άσιμος, μια μορφή ατίθαση και αδέσμευτη, δεν ήταν απλά μουσικός. Ήταν μια ζωντανή αντίθεση, ένας άνθρωπος που αρνήθηκε κάθε ταμπέλα και έζησε όπως εκείνος γούσταρε.

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Αυγούστου 1949, αλλά μεγάλωσε στην Κοζάνη. Ο πατέρας του, Λάζαρος Ασημόπουλος, είχε κατάστημα γενικού εμπορίου στο κέντρο της πόλης, ενώ η μητέρα του, Μαρίκα Ασημοπούλου, το γένος Πινελίδη, ήταν μικρασιατικής καταγωγής.

Από μικρός ήταν μέτριος μαθητής, αλλά είχε κλίση στη σάτιρα και την ποίηση. Θαύμαζε τον Γεώργιο Σουρή και διασκέδαζε τους συμμαθητές του γράφοντας σατιρικούς στίχους πάνω σε ξένες επιτυχίες της εποχής. Μάλιστα, έστειλε ένα στιχούργημά του στον δημοσιογράφο Νίκο Μαστοράκη, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «Νίκος Άσιμος».

Το 1967 πέρασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και ασχολήθηκε ενεργά με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παρακολούθησε μαθήματα στη δραματική σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη. Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε την πρώτη του κιθάρα, αυτοδιδάχτηκε και άρχισε να γράφει τραγούδια. Η πρώτη του ζωντανή εμφάνιση έγινε το 1972 στο δώμα του Λευκού Πύργου, που είχε μετατραπεί σε μπουάτ.

Η μετάβαση στην Αθήνα και το καλλιτεχνικό ταξίδι

Το 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του και κατέβηκε στην Αθήνα, όπου άρχισε να εμφανίζεται στις μπουάτ της Πλάκας. Συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο Πάνος Τζαβέλας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας και ο Γιάννης Ζουγανέλης, αλλά οι συγκρούσεις με συνεργάτες και η αντισυμβατική του φύση τον οδηγούσαν συχνά σε ρήξεις.

Το 1975 κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών με τα τραγούδια Ο Μηχανισμός και Ο Ρωμιός, αλλά έπεσε θύμα λογοκρισίας. Αν και η πώληση του επιτράπηκε, η μετάδοσή του από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση απαγορεύτηκε.

Από το 1978 και για τα επόμενα χρόνια κυκλοφόρησε οκτώ παράνομες κασέτες με ηχογραφήσεις του, τις οποίες πουλούσε ο ίδιος στους δρόμους και στα «μαγαζόσπιτά» του, όπως το ημιυπόγειο στην οδό Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια.

«Εγώ είμαι αναγκασμένος να συμπιέζω τον χρόνο. Μιλάω με παραβολές, γιατί δεν μπορώ να αναπνέω τους ανθρώπους από γύρω μου.»

Ο Άσιμος και το σύστημα

«Ούτε ροκ υπάρχει στην Ελλάδα, ούτε αναρχία, ούτε τρίχες μπλε. Σαβούρα είναι! Δεν υπάρχει περιθώριο, το περιθώριο είναι μια ντρίπλα του συστήματος.»

Ο Άσιμος δεν δέχτηκε ποτέ ταμπέλες. Είχε χαρακτηριστεί αναρχικός, αλλά δεν του άρεσε να αυτοπροσδιορίζεται έτσι. Για εκείνον, η πραγματική ελευθερία ήταν η ανεξαρτησία από κάθε σύστημα – ακόμα και από το «περιθώριο».

Η φυγή από τον στρατό και η σύγκρουση με την κοινωνία

Το 1978 ξεκίνησε να προσποιείται τον ψυχοπαθή για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία και τελικά πήρε απαλλαγή. Ήταν κάθετα αντίθετος με τη στράτευση και το περιέγραψε με ιδιαίτερη ειλικρίνεια στο βιβλίο του Αναζητώντας Κροκάνθρωπους.

«Όταν είχα γράψει ένα τραγούδι που έλεγε… "σαν θα με καλέσει η πατρίδα να πάω τον οχτρό να πολεμήσω/ θα τους πω δεν έχω εγώ πατρίδα/ ούτε θυσιάζομαι ποτέ για των μπουρζουάδων τα σαγόνια"... είχα φάει ξύλο τότε από την ΚΝΕ!»

Η δισκογραφία και η πτώση

Το 1975 έκανε την πρώτη του προσπάθεια στην δισκογραφία, σε ένα δίσκο που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α΄ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β΄ πλευρά). Έπεσε όμως θύμα λογοκρισίας, δηλαδή αν και επιτράπηκε η πώλησή του στα δισκοπωλεία, απαγορευόταν η μετάδοσή του από την δημόσια ραδιοτηλεόραση.

Το 1982 κυκλοφόρησε ο μοναδικός "επίσημος" του δίσκος Ο Ξαναπές από τη Μίνως. Συμμετείχαν η Χάρις Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Αθηναϊκή Κομπανία. Παράλληλα, έστηνε happenings στο κέντρο της Αθήνας και έφτιαξε μουσικά συγκροτήματα.

Το 1987, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε πέντε κομμάτια του Άσιμου, μεταξύ των οποίων το Αγαπάω κι αδιαφορώ και το Θα νικήσουμε (Venceremos). Το ίδιο έτος, ο Άσιμος κατηγορήθηκε για βιασμό και κρατήθηκε στη φυλακή για λίγο διάστημα.

Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την επιδείνωση της ψυχικής του κατάστασης, φαίνεται πως έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφασή του να βάλει τέλος στη ζωή του.

Τα ξημερώματα της 17ης Μαρτίου 1988, κρεμάστηκε από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας», όπως αποκαλούσε το τελευταίο του καταφύγιο στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια.

«Δεν είμαι με την αγάπη, είμαι με την ελευθερία, την αρετή και την τόλμη. Η αγάπη είναι μπάσταρδο κόλπο, γιατί αγαπώ για σας όλους σημαίνει κατέχω.»

Ο Άσιμος, αντί να κυνηγήσει την επιτυχία, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο της απόλυτης ελευθερίας. Και ίσως γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα, η φωνή του αντηχεί πιο δυνατά από ποτέ.

Αφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους

έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους

πώς να ξεφύγω από τη μοίρα

κι έχω θέληση και πείρα ουρανέ

για δεν υπήρξα κατεργάρης

κι άλλο πια μη με σνομπάρεις γαλανέ»

Με πληροφορίες από Wikipedia

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v