Γιατί βλέπει όλος ο κόσμος Nobody wants this;
Η νέα σειρά που έχει καρφωθεί στο τοπ-10 του Netflix είναι μια ανάλαφρη ρομαντική κομεντί με δύο απολαυστικούς πρωταγωνιστές. Κι απ’ ό,τι φαίνεται ο κόσμος την είχε ανάγκη.
Η νέα σειρά που έχει καρφωθεί στο τοπ-10 του Netflix είναι μια ανάλαφρη ρομαντική κομεντί με δύο απολαυστικούς πρωταγωνιστές. Κι απ’ ό,τι φαίνεται ο κόσμος την είχε ανάγκη.
Δεν κυριαρχούν πια στις οθόνες μας οι ρομαντικές κομεντί. Για την ακρίβεια, είναι μάλλον σπάνιες, η εμφάνισή τους μοιάζει με φλασμπάκ στις αρχές του αιώνα, εξ ου και λιγάκι ξαφνιάζει. Αυτός είναι πιθανότατα ο βασικός λόγος που το Nobody wants this είναι καρφωμένο εδώ και εβδομάδες στο τοπ-10 του Netflix. Αυτός, και η χημεία των δύο πρωταγωνιστών του, Κρίστεν Μπελ και Άνταμ Μπρόντι.
Η υπόθεση είναι τόσο παλιακή, που την μισή σειρά θα την περάσεις περιμένοντας το plot twist –δεν μπορεί, λες, θα έρθει: Εκείνη είναι μια πανέμορφη, πνευματώδης αγνωστικίστρια με επιτυχημένο podcast στο οποίο μιλάει για το σεξ, τα (αποτυχημένα) ραντεβού και τις σύγχρονες σχέσεις. Εκείνος είναι ο νέος, ωραίος ραβίνος της τοπικής συναγωγής. Θα γνωριστούν, θα ερωτευτούν και επί δέκα επεισόδια όλοι θα προσπαθούν να τους χωρίσουν. Όχι, δεν έχει άλλο, αυτό είναι.
Γιατί λοιπόν η σειρά έχει βαθμολογία 8/10 στο imdb, και τι κάνει στο νούμερο 4 του ελληνικού τοπ-10 την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές; Η προφανής απάντηση είναι γιατί μέσα στον ζόφο των ημερών, όλοι χρειαζόμαστε πού και πού κάτι ανάλαφρο, μια σειρά-εγκεφαλικό αφρόλουτρο που λέγαμε και πρόσφατα, να την χαζεύουμε μασουλώντας πατατάκια ξάπλα στον καναπέ, χωρίς να τη συζητάμε την άλλη μέρα το πρωί στη δουλειά, και χωρίς να μαλώνουμε στα ίντερνετς για την αισθητική και πολιτισμική της αξία.
Το Nobody wants this δεν προσποιείται κάτι που δεν είναι, ούτε προσπαθεί να ντύσει την ρομ-κομ ελαφράδα του με μέτα αναφορές στην ποπ κουλτούρα. Έχει μερικές τέτοιες, λίγες όμως και σποραδικές, που φαίνεται ότι τις έβαλε εκεί σεναριογράφος που προσπαθούσε να σώσει άλλη μια βαρετή μέρα στη δουλειά. Οι χαρακτήρες είναι καλογραμμένοι στην πλειοψηφία τους, και παρόλο που ορισμένοι δεύτεροι ρόλοι διολισθαίνουν συχνά προς την καρικατούρα, η παρτίδα σώζεται στα σημεία, ειδικά στα πρώτα επεισόδια το χιούμορ των οποίων δεν βασίζεται τόσο στα κλισέ και τα (θρησκευτικά και πολιτισμικά) στερεότυπα.
Η χημεία των δύο πρωταγωνιστών είναι αδιαμφισβήτητη, και αυτή που αποτελεί τελικά την συγκολλητική ουσία της ιστορίας –όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε ρομαντική κομεντί που σπάει ταμεία ως τέτοια. Βραβείο β’ ρόλου θα έπαιρνε εύκολα ο κωμικός Τίμοθι Σάιμονς που ενσαρκώνει με ερμηνευτικό κέφι τον loser αδερφό του ραβίνου, γιατί πότε είδες τελευταία φορά κομεντί χωρίς loser αδερφό/ φίλο/ συγκάτοικο με καρδιά μάλαμα;
Η σκηνοθεσία είναι αυτό που θα περίμενες για επιτυχημένη σειρά του είδους της, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο: Μία σκηνή με φρενιασμένο μοντάζ ανά επεισόδιο, φωτισμοί και χρώματα που υπογραμμίζουν τις αντιθέσεις ανάμεσα στους δύο κόσμους –της θρησκείας από τη μια και του θεάματος, εδώ εκπροσωπημένου από τα podcast, από την άλλη– και ρυθμός αφήγησης που εξυπηρετεί συμβατικά την πλοκή κατά τα άλλα.
Να το δεις λοιπόν, ή να μην το δεις; Όπως λέγαμε και τότε που έκανε χαμό το Emily in Paris, δεν είμαστε και δεν θα γίνουμε ποτέ αυτοί που θα σου πουν πως όχι, μόνο Ταρκόφσκι θα έπρεπε να βλέπεις, άντε και Λιντς στο τσακίρ κέφι, μην χάνεις τον καιρό σου με ελαφρότητες, πού πάει ο κόσμος μας, μον ντιε. Αν δεν έχεις βαρεθεί τις κομεντί και τα κλισέ τους, ακόμα περισσότερο αν σου έχουν λείψει και λιγάκι όπως φαίνεται πως είχαν λείψει σε πολύ κόσμο, δες το, και στείλε να μας πεις πώς σου φάνηκε.