«Στις ταινίες μου δεν κατηγορώ, ούτε εκθειάζω τους Έλληνες, απλώς τους αγαπώ»

Μια μέρα σαν κι αυτή, το 1937 στην Τρίπολη γεννιέται ένας από τους πιο sui generis Έλληνες σκηνοθέτες, ο μεγάλος Σταύρος Τσιώλης.

«Στις ταινίες μου δεν κατηγορώ, ούτε εκθειάζω τους Έλληνες, απλώς τους αγαπώ»

Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος δεν πεθαίνει με τίποτα. Μένω στο Χαλάνδρι κι ο σπιτονοικοκύρης μου είναι στην ηλικία μου, κάπου στα ογδόντα. Περνάω εγώ απ’ έξω, έχει ωραία τζαμαρία και βλέπω τι βλέπει. Του λέω, πάλι τον Κωνσταντάρα βλέπεις, το ίδιο έργο; Το έχεις δει εκατό φορές βρε Παντελάκο μου! Μου λέει, και διακόσιες θα βλέπω τον Λαμπρούκο μου! Τι να βλέπω, εσάς που δεν καταλαβαίνω τίποτα; Είναι ένας θρίαμβος αυτός, ένα παράξενο πράγμα. Εγώ πίστευα ότι το κοινό μας, αργά ή γρήγορα, θα εξελιχθεί, θα ζητήσει κάτι άλλο. Θα ζητήσει τη σύγχρονη ζωή του. Αλλά βλέπεις ότι ο πολιτισμός ο ίδιος βρίσκει τους τρόπους να πνίγεται μέσα στην αγωνία και στα αδιέξοδα.

Το ζωτικό μου ψέμα είναι ο κινηματογράφος. Μέσα από αυτό κατόρθωσα να επιβιώσω. Δεν θα επιβίωνα αλλιώς ως άνθρωπος. Θα πήγαινα, βέβαια, μετανάστης στον Καναδά, στον αδερφό μου, αλλά και τι θα έκανα; Μάλλον θα είχα πεθάνει από κατάθλιψη.

Όταν έφυγα από τη Φίνος Φιλμ, τότε ασχολήθηκα πραγματικά με τον κινηματογράφο. Έφυγα και βρήκα τον εαυτό μου. Ότι το πιο μίνιμαλ, το πιο χαμηλόφωνο με εκφράζει και ότι έτσι μπορούσα να πλησιάσω τους ανθρώπους πιο αληθινά.

Κάθε φορά που τελειώνω μια ταινία είμαι απαρηγόρητος, γιατί σκέφτομαι πια την επόμενη. Δεν κλείνουν οι λογαριασμοί. Πριν καν τελειώσεις την ταινία που γυρίζεις, έχεις αρχίσει να μαγεύεσαι από την επόμενη, η οποία μάλιστα σου ‘ρχεται με βίαιο τρόπο.

Όταν βγάζεις μια ταινία λες δεν πειράζει ακόμη κι αν αποδοκιμαστεί, θα δικαιωθώ με την επόμενη. Και συγγραφέας να είσαι, το ωραιότερο μυθιστόρημα να γράψεις, πάντα ονειρεύεσαι το επόμενο.

(…) Θέλω να πω, τι να καταλάβεις από τις γυναίκες; Η ελπίδα είναι άσβεστη μέσα μου. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν ερωτεύτηκε, που δεν πόνεσε, που δεν ονειρεύτηκε και που δεν καταστράφηκε μέσα απ’ αυτό. Και λέω, γιατί; Είναι μέσα στο μυστικό της δημιουργίας, ότι πρέπει να τελειώνει κάτι; Όταν μένει αιώνια, φοβάμαι ότι δεν είναι αυτός ο έρωτας που εννοούμε εμείς. Κι ύστερα οι γυναίκες είναι κι ένα είδος ανεξιχνίαστο. Ξέρουμε εμείς, τώρα, για το σύμπαν όλα τα μυστικά; Όσα και να μαθαίνουμε, ακόμα και με το Χαμπλ που φτάσαμε ως τα άκρα, τα ερωτήματα δεκαπλασιάστηκαν. Όσο πλησιάζεις, όσο αγαπάς, όσο προσπαθείς να καταλάβεις τη γυναίκα, τόσο σε φοβίζει, τόσο πιο απόμακρο γίνεται όλο. Εγώ αυτό έχω πάθει και τα τελευταία χρόνια, επειδή γέρασα κιόλας… προσέχω και κάθομαι ήσυχα, και γι’ αυτό μπορώ το βράδυ και κοιμάμαι.

Η γυναίκα είναι ευαίσθητο, ανώτερο ον. Πιστεύω ότι είναι το ανώτερο ον της δημιουργίας. Γιατί αγαπάει πιο βαθιά, σαν να εξαρτάται η ύπαρξή της από αυτό.

Μια γυναίκα που θα ερωτευτεί και θα πληγωθεί, μπορεί να μη γίνει ποτέ καλά. Πιστεύω ότι ο άντρας είναι αλλιώς. Πες μου εσύ ποια γυναίκα ονειρεύεσαι τώρα. Θες τη Μπελούτσι; Άμα σε πάρω και σε ρίξω δίπλα της και αυτή πει «βρε καλώς τον Θεοδόση!» και μετά κάνει μπροστά σου ένα μπάνιο στην πισίνα και μέχρι το απόγευμα δεν ξεκολλάει από δίπλα σου, σιγά μη θυμηθείς εσύ τη γυναίκα πίσω στο σπίτι σου. Ούτε το όνομά της δεν θα θυμάσαι μέχρι το βράδυ. Σε μια γυναίκα δε συμβαίνει αυτό. Είμαι πεπεισμένος πια.

Στις ταινίες μου δεν κατηγορώ, ούτε εκθειάζω τους Έλληνες. Απλώς τους αγαπώ. Είναι ο τόπος μου. Είναι οι άνθρωποί μου. Δεν μπορεί να φύγει από μέσα μου αυτό. Είναι όπως αγαπώ τους ανθρώπους που κάνουμε μαζί τις ταινίες μου. Για παράδειγμα τον μπούμαν. Χρειάστηκε να ξαναγυρίσουμε ένα πλάνο γιατί χάλασε στη φωτογραφία. Ξεκίνησε απ’ τα Φιλιατρά και ήρθε το καημένο και μας έφερε μέχρι και πέντε κιλά λάδι. Ούτε δέχτηκε να πληρωθεί, ούτε τίποτα. «Έκανες ολόκληρο ταξίδι ρε» του λέω, «μας έφερες και πέντε κιλά λάδι και δεν θα πάρεις το μεροκάματο;» Αλλά δεν το πήρε, δεν δέχτηκε. Αυτή είναι μια αγάπη άλλου τύπου. Δεν φαντάζεσαι πόσα πράγματα προσφέρει το συνεργείο. Διότι η αγάπη με την οποία θα δουλέψουν, χωρίς να γκρινιάξουν, δεν μπορείς να καταλάβεις τι γαλήνη και τι ομορφιά δίνει στο γύρισμα. Και αυτό γράφει στην ταινία.

Το θέατρο το αγαπάω πάρα πολύ, μου έχει δώσει τον Τσέχοφ και τον Τενεσί Ουίλιαμς. Χρειαζόμουν πάντως να κάνω κάτι το οποίο δεν απαιτούσε πολλά χρήματα κι έναν παραγωγό πάνω από το κεφάλι μου. Να σου πω ακόμη ότι ντρέπομαι να πάω εγώ να ζητήσω λεφτά από το Κέντρο Κινηματογράφου τη στιγμή που υπάρχουν νέα παιδιά που μοχθούν για να βρουν χρηματοδότηση. Η δική μας γενιά έβγαλε τον Αγγελόπουλο, τον Παπατάκη, τον Δαμιανό... Έρχονται τώρα οι καινούργιοι και βγάζουν τον Λάνθιμο, ο οποίος γίνεται σκηνοθέτης παγκόσμιου βεληνεκούς. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.

Αν είχα να πω στα νέα παιδιά κάτι είναι [ότι] στην ταινία που κάνεις πρέπει συνέχεια, σε κάθε πλάνο, να σκέφτεσαι αυτόν στον οποίο απευθύνεσαι, με σεβασμό. Δεν απευθύνεσαι πια μόνο στον εαυτό σου, μόνο στη φιλοδοξία σου. Δηλαδή, να μπορέσεις να επικοινωνήσεις μαζί του, όπως φλερτάρεις ένα κορίτσι που δεν θες να προδοθείς, αλλά που σπαράζεις μέσα σου. Θέλω να έχεις σπαραγμό την ώρα που κάνεις ταινία. Να μην λείψει ούτε μια στιγμή από σένα η μεγάλη οθόνη.

(…) Γιατί θεωρώ πιο σημαντικό το άλλο: ότι παρά τις δυσκολίες, παρά τον πόνο, παρά την εχθρότητα που τραβήξαμε, κρατήσαμε το λυχναράκι ανοιχτό για τα νέα παιδιά. Αφού εμείς δεν χαθήκαμε, δεν έχουν δικαίωμα τα παιδιά τα νέα να πούνε, δεν θα τα καταφέρουμε. Θα τα καταφέρετε, γιατί τα καταφέραμε κι εμείς με πιο δύσκολες συνθήκες. Αυτό είναι που δεν πρέπει να ξεχαστεί από τα παιδιά.

Τα πάντα στη ζωή μου είναι με ατελείωτη τύχη καμωμένα, από την δύσκολη παιδική ηλικία μου μέχρι τώρα τα βαθιά γεράματα. Και μόνο που είμαστε τώρα εδώ και μιλάμε αυτό είναι τύχη. Μπορεί να έχω κάποιες περιπέτειες με την υγεία μου αλλά είμαι ακόμη ζωντανός ενώ οι περισσότεροι φίλοι μου άρχισαν να αποχωρούν. Είμαι 81 στα 82 και κάνω ακόμη σινεμά, ενώ έχασα πρόσφατα ανθρώπους μου σαν τον Δήμο Θέο που ήταν μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερος μου και έχουμε ζήσει πολλά (μοιραζόμαστε το ίδιο δωμάτιο για έξι χρόνια), τον Κώστα Βρεττάκο, τον Γιώργο Σκούρτη – αυτοί οι 2 ήταν 80 ετών. Για αυτό σου λέω, αν δεν είναι αυτό τύχη τι είναι;

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v