Δεν ισχυρίζομαι ότι ξόφλησα το χρέος μου, κανένας ποτέ δεν ξοφλά το χρέος του στην πατρίδα
Μια μέρα σαν κι αυτή το 2008, φεύγει από κοντά μας ο σπουδαίος ελληνοκύπριος μουσικοσυνθέτης Μάριος Τόκας.
Μια μέρα σαν κι αυτή το 2008, φεύγει από κοντά μας ο σπουδαίος ελληνοκύπριος μουσικοσυνθέτης Μάριος Τόκας.
Έγραψα τα πρώτα μου τραγούδια σε ηλικία 16 ετών. Θα σας πω μια μικρή ιστορία. Το ’66 όταν εγώ ήμουν 12 χρονών περίπου, είχε έρθει στην Κύπρο ο Μίκης Θεοδωράκης και στην πόλη μου έκανε μια συναυλία, στην οποία ήμουνα. Μια συναυλία με τη Φαραντούρη, τον Μητροπάνο τότε, και τον Πουλόπουλο και την Ελένη Ροδά. Έπαιξε το Μαουτχάουζεν, έπαιξε τη Ρωμιοσύνη και κάποια απ’ τα λαϊκά του κομμάτια. Συγκλονίστηκα τόσο πολύ, στα δώδεκά μου χρόνια που, μην το θεωρήσετε υπερβολή, αυτή η συναυλία και αυτοί οι ήχοι του Μίκη, μ’ έσπρωξαν κι εμένα να γράψω τραγούδια.
Το Θεογεννήτωρ Μαρία θέλω να πω πως το θεωρώ την κορυφαία στιγμή της πορείας μου μέσα στο ελληνικό τραγούδι. Κύρια το παίζω τη μεγάλη βδομάδα ή τις μέρες κοντά στο Πάσχα. Δεν ξέρω γιατί μου μύριζε και μου μυρίζει πάντα Πάσχα αυτό το έργο. Και μια από τις κορυφαίες στιγμές της πορείας μου και της καριέρας μου ήταν όταν το έπαιξα, τότε ήταν παραμονές Χριστουγέννων, πριν τέσσερα χρόνια, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Στεφάνου, στη Βιέννη, με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Μπρατισλάβας και τη χορωδία, με τον Μανώλη Μητσιά και τον Κώστα Χατζηχριστοδούλου, που είναι οι δύο σολίστ του έργου αυτού.
Προσωπικά, δεν έχω καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη ζωγραφική, αλλά κάποιες στιγμές νιώθω πως μπορούν να μου βγουν κάποια πράγματα κύρια πάνω σε κάποια παλιόξυλα που μαζεύω από τη γειτονιά. Θα ήταν αφέλεια να σκεφτόμουν ότι αυτό το πράγμα έχει οποιαδήποτε ή θα έχει κάποια προοπτική πέρα από μια εντελώς προσωπική μου υπόθεση. Μου κάνει εντύπωση, γιατί ό,τι μου βγαίνει με την μπογιά σχετίζεται ίσως με την παράδοσή μου, σχετίζεται πάντα με τον χώρο της αγιογραφίας και τον χώρο της εκκλησίας
Νομίζω ότι το ελληνικό τραγούδι, αυτό που γράφτηκε κι αυτό που γράφεται, το καλό ελληνικό τραγούδι πάντα θα ζει και πάντα θα υπάρχει και πάντα θα είναι μια κολώνα στην οποία θα στηρίζεται απάνω ο πολιτισμός μας. Από κει και πέρα, τα διάφορα σόου, οι διάφορες φιέστες και η υπερπροβολή κάποιων πραγμάτων, τα οποία πολλές φορές ακουμπούν και τα επίπεδα του αστείου, πάντα υπήρχαν. Με την έννοια ότι υπερπροβάλλονται αυτά τα μέτρια, τα κακά πράγματα, νομίζω ότι, θα πω την έννοια, ότι βασιλεύουν σήμερα. Μια φυσικά ανύπαρκτη βασιλεία, η οποία είναι της στιγμής, είναι αναλώσιμη, δεν αφήνει τίποτα πίσω της, ούτε ερμηνευτές αφήνει πίσω, ούτε τραγούδια αφήνει πίσω. Εγώ είμαι αισιόδοξος και δεν το βάζω κάτω, γιατί έχω πάντα την αίσθηση ότι δεν πρέπει ν΄ακολουθείς τη μόδα, ούτε να σε πανικοβάλλει η μόδα. Αν θέλει η μόδα ας έρθει πίσω απ΄τα τραγούδια μας.
Παρόλα τα δεινά ενός λαού και τις καταστροφές, μαζί με τον αγώνα, πιστεύω ότι οι νύχτες μας εξακολουθούν να “μυρίζουν γιασεμί” (είναι ένα τραγούδι μου) και ο απλός άνθρωπος εξακολουθεί να ερωτεύεται και να τραγουδά. Ο έρωτας και ο αγώνας δε νομίζω ότι είναι δύο “εχθρικές” έννοιες.
(κατά την τελετή βράβευσής του με το Μετάλλιο εξαίρετης προσφοράς της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 2001) Δεν ισχυρίζομαι ότι ξόφλησα το χρέος μου, κανένας ποτέ δεν ξοφλά το χρέος του στην πατρίδα. Λέω μόνο, πως σε ό,τι έκανα, κατέθεσα ένα κομμάτι από την ψυχή μου και προσπάθησα να συνθέσω σε ήχους την ελληνική φωνή του αδικημένου νησιού μας και την ελπίδα του αδικαίωτου λαού μας […] Δεν επεζήτησα, κύριε Πρόεδρε, οποιαδήποτε τιμή γι’ αυτό που έκανα. Κι αν αποδέχομαι τώρα με πολλές ευχαριστίες τη μεγάλη τιμή που μου αποδίδετε, είναι για να αισθάνομαι πιο μεγάλη την υποχρέωση να συνεχίσω το έργο μου, να συνεχίσω με τα δικά μου όπλα, τα όπλα της μουσικής, την προσπάθεια σ’ ένα κοινό αγώνα για τη σωτηρία και τη δικαίωση της τόσο πονεμένης και τόσο αγαπημένης πατρίδας μας.
Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του στον Κ. Μπλάθρα και στην εφημερίδα Πρώτη