Τι σημαίνει το όνομά σου; (μέρος Α)

Σε λένε Αλέξη, τη λένε Σοφία και θες να μάθεις τι σημαίνουν τα ονόματά σας; Μην ψάχνεις αλλού, έχουμε εδώ όλες τις ετυμολογίες.

Τι σημαίνει το όνομά σου; (μέρος Α)

Ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας δεν θα μπορούσε να μην εκφράζεται και από την ονοματοδοσία, αφού τα ελληνικά ονόματα – σχεδόν πάντα – κάτι σημαίνουν.

Αν θες λοιπόν να μάθεις τι εκφράζει το όνομα που σου έδωσαν οι γονείς σου τότε δες παρακάτω το πρώτο μέρος των ετυμολογιών για τα πιο δημοφιλή.

A

Αγγελική: από το άγγελος και το ρήμα αγγέλω: φέρνω είδηση, προμηνύω.

Άγγελος: αγγελιοφόρος, απεσταλμένος.

Αγησίλαος: άγω + λαός, αυτός που οδηγεί τον λαό

Aγλαΐα: αγλαός = φωτεινός, λαμπερός

Αθανάσιος: ο αθάνατος, ο αιώνιος.

Αικατερίνη: εκ του καθαρός: εξαγνισμένη ή εαρινή, ανοιξιάτικη

Αιμίλιος: εκ του λατινικού aimilius > aemulus = ζηλότυπος, ανταγωνιστής.

Αλέξανδρος: αλέξω = απομακρύνω + ανήρ, ο ανδρείος.

Άλκηστης: αλκή = αποκρούω + εστία, η ατρόμητη, η ικανή.

Αλκμήνη: αλκή (ευρωστία) + μήνη:σελήνη, αυτή που γεννήθηκε σε εύρωστη σελήνη

Αμαλία: ετυμολογία από την γερμανική: εργατική, δραστήρια

Ανάργυρος: α (στερητ.) +αργύρια, ο χωρίς χρήματα

Αναστάσιος: ανα + ίστημι: στέκομαι, σχετιζόμενος με την ανάσταση του Χριστού

Ανδρέας: ανδρείος, εκ του ανήρ

Ανδριάνα: παραλλαγή της Ανδρεανής (αυτή που ανήκει στον Ανδρέα)

Ανθή: εκ του ανθώ= ακμάζω, ευδοκιμώ, αυτή που ακμάζει.

Άννα: από το εβραϊκό Χάνα που σημαίνει εύνοια, χάρη

Αντιγόνη: αντί + γίγνομαι (γεννιέμαι) = ισάξια με τον γεννήτορα, τον πατέρα της.

Αντώνης: εκ του άντωση= άνωση, ο ορμητικά αντίθετος

Αργυρώ: από το επίθετο αργύριος (σχετικός με τα χρήματα), η πολύτιμη

Αρετή: από το αρχ. ουσιαστικό αρετή., η τέλεια, υπέροχη.

Αριάδνη: άρι: πολύ + αγνή

Άρτεμης: η λέξη "Άρτεμις" είναι άγνωστης προέλευσης. Ίσως να συσχετίζεται με προ-ελληνική θεότητα της Μ. Ασίας. Ωστόσο, η αρτεμισία είναι αρωματικό αειθαλές φυτό.

Ασπασία: θηλυκό του αρχ. επιθέτου ασπάσιος (χαρούμενη, ευτυχισμένη)

Αφροδίτη: αφρός + αναδύω

B

Βαρβάρα: από το αρχαιοελληνικό επίθετο βάρβαρος «ο μη ελληνόφωνος, ο ξένος».

Βασίλειος: βασιλεύς ή αυτός που ανήκει στον βασιλιά

 

Γ

Γεράσιμος: εκ του γεράσμιος, ο σεβάσμιος

Γλυκερία: εκ του γλυκύς, η γλυκειά

Γεώργιος: εκ του γεωργώ = γη + έργο, ο εργαζόμενος στην γη

Γρηγόριος: εκ του γρηγορώ, ο άγρυπνος, ακοίμητος φρουρός.

 

Δ

Δέσποινα: εκ του αρχαιοελληνικού δέσποινα, θηλυκό του δεσπότης < *despotnia < *dems, αρχαϊκή γενική του δόμος, σπίτι + πότνια. Η οικοκυρά, η κυρία του σπιτιού.

Δημήτριος: Δη (δωρικός τύπος του Γη) + μήτηρ, αυτός που ανήκει στη θεά Δήμητρα

Δημοσθένης: δήμος + σθένος, η δύναμη του λαού

 

Ε

Ελένη: ελένη, που σημαίνει «λαμπάδα» ή από τη ρίζα ελε- που σημαίνει κυριεύω, κατακτώ.

Ειρήνη: είρω (λέγω ) + νους, αυτή που μιλά ήρεμα και λογικά.

Εμμανουήλ: από το εβραϊκό Immánu El (ο Θεός είναι μαζί μας), ο σωτήρας, ο ελευθερωτής.

Ευάγγελος: αγγελιοφόρος που φέρνει καλά νέα, καλός άγγελος [από το αρχαίο επίρρημα ευ- (καλά, εύκολα) + το ουσιαστικό άγγελος]

Ευφροσύνη: αυτή που έχει κέφι, χαρά, η καλοδιάθετη.

Επαμεινώνδας: επί + άμεινον, ο προοδευτικός.

Ερατώ: ερώ: αγαπώ, αυτή που αγαπά.

Ευάγγελος: ευ + αγγέλω, αυτός που φέρνει ευχάριστα νέα.

Ευανθία: ευ + άνθος, η όμορφη.

Ευγενία: ευ + γένος, αυτή που είναι από καλό γένος.

Ευδοκία: ευ + δοκώ, η έχουσα καλή άποψη.

Ευτύχιος: ευ + τύχη, αυτή που έχει καλή τύχη.

Ευφημία: ευ + φημί, αυτή που έχει καλή φήμη.

 

Ζ

Ζαφείριος: από την αρχαία λέξη σάπφειρος, ένας πολύτιμος λίθος με χρώμα βαθύ γαλάζιο (το ζαφείρι).

Ζηνοβία: από το αρχαίο κύριο όνομα Ζάν (Ζευς ήταν ο Δίας) + το ουσιαστικό βίος (ζωή). Σημαίνει αυτή που ζει σαν θεά, έχει τη δύναμη του Δία.

H

Ηλίας: (εβραϊκή), «ο Θεός είναι Κύριος» ή «είναι ο θεός μου»

Ηλέκτρα: εκ του ηλέκτωρ: ο ακτινοβολών ήλιος, η λαμπρή, η φωτεινή.

Hρακλής: Ήρα +κλέος, ο δοξασμένος από την Ήρα ή πολύ δυνατός.

 

Θ

Θάλεια: εκ του θάλλω, η πλήρης, η ανθηρή.

Θέμις: τίθημι = θεσμός, αυτός που θέτει.

Θεμιστοκλής: θέμις (δικαιοσύνη) + κλέος, αυτός που δοξάζει την δικαιοσύνη.

Θεοδώρα: θεού + δώρο, δώρο θεού.

Θεόφιλος: θεού + φίλος, ο φίλος του θεού.

Θησέας: θήσω, εκ του τίθημι, αυτός που θέτει.

Θωμάς: (εβραϊκή) ο δίδυμος.

 

Ι

Ιάσων: εκ του ίασις, αυτός που θεραπεύει.

Ιάκωβος: (εβραϊκό) αυτός που υποσκελίζει

Ιωσήφ-ίνα: εβραϊκό, ο πολύτεκνος, -η

Ιερώνυμος: εκ του ιερό + ώνυμος (όνομα), ο φέρων ιερό όνομα

Ιορδάνης: (εβραϊκή) Yarden που σημαίνει εκροή, αυτός που κατεβαίνει ορμητικά.

Ισμήνη: αγνώστου ετυμολογίας, κατά μία άποψη εκ του ίσμεν>οίδα>γνωρίζω, η συνετή.

Ιφιγένεια: ίφι: αρχαία δοτ. του "ις", ισχυρώς, κραταιώς + γίγνομαι, η πολύ ισχυρή.

Ιωάννης: από την εβραϊκή λέξη Ιωννάθαν, η χάρη του Θεού

 

Κ

Καλλιόπη: εκ του καλή + όπη= φωνή, η καλλίφωνη.

Κίμων: εκ του "κίω", αυτός που βαδίζει γρήγορα.

Κλέαρχος: κλέος + άρχω, ο ένδοξος άρχων

Κλειώ: εκ του "κλείω"= ονομάζω, καλό και "κλέος"= δόξα, η έχουσα υπόληψη.

Κλεοπάτρα: κλέος + πάτρη, η δόξα της πατρίδος.

Κοσμάς: από το αρχαίο ουσιαστικό κόσμος (στολισμός), αυτός που αγαπάει την τάξη, το στολισμό

Κυριακή: εκ του επιθέτου "κυριακός" που σημαίνει "η ημέρα του Κυρίου"

Κωνσταντίνος: προέρχεται από τη λατινική λέξη Constantinus < constans που σημαίνει ο σταθερός, ο αποφασισμένος, ο βέβαιος.

 

* Με πληροφορίες από το «Ετυμολογικό Λεξικό Κυρίων Ονομάτων» του Πέτρου Αλεξιάδη

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v