Πάντα ξεκινούσα να γνωρίσω ό,τι μ’ ενδιέφερε χωρίς να υπολογίζω το κόστος

Μια μέρα σαν κι αυτή, γεννιέται το «κακό παιδί» του νέου ελληνικού σινεμά, ο Νίκος Νικολαΐδης, ο άνθρωπος που αγάπησε το περιθώριο και σφράγισε τις σινεφίλ αναμνήσεις μιας ολόκληρης γενιάς.

Πάντα ξεκινούσα να γνωρίσω ό,τι μ’ ενδιέφερε χωρίς να υπολογίζω το κόστος

Ποιος είμαι; Κοίταξε, όπως είπε κι ο Πιραντέλο υπάρχουνε τρεις Γιάννηδες, είναι ο Γιάννης όπως τον βλέπουν οι άλλοι, ο Γιάννης όπως νομίζει αυτός ότι είναι και ο Γιάννης ο οποίος πραγματικά είναι. Τώρα τι να σου πω, μπερδεμένα τα’ χω κι εγώ. Καμιά φορά ακούω πράγματα για μένα που λένε άλλοι που λέω δεν είμαι εγώ, για κάποιον άλλο θα μιλάνε. Τώρα, αν πιάσεις και τους τρεις Γιάννηδες και τον κάνεις ένα κάτι μπορείς να βγάλεις, αλλά δεν ξέρω ποιος είμαι.

Εγώ ξέρεις πως γύριζα τις ταινίες πάντα; Έλεγα τι χώρους έχουμε δωρεάν, τι λεφτά μπορούμε να μαζέψουμε, ποιοι φίλοι είναι ακόμα δίπλα μου… Πάμε να φτιάξουμε μια ταινία…

Πάντα ξεκινούσα να γνωρίσω ό,τι μ’ ενδιέφερε χωρίς να υπολογίζω το κόστος. Nομίζω ότι, αν αξίζει η ζωή, είναι για να ικανοποιούμε την περιέργειά μας σε όλα τα επίπεδα.

Kάποιος σκηνοθέτης, μεγάλος σκηνοθέτης, δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του, έλεγε: «Kαλές ταινίες γίνονται μόνο οι έμμονες ιδέες». Ταινίες γίνονται μόνο οι έμμονες ιδέες κι αυτά που χάθηκαν και θα θέλαμε να τα ξαναζήσουμε. Δηλαδή τα δικά μας πράγματα.

Δεν ασχολήθηκα ποτέ με «επιτρεπτούς» και «συνήθεις» ήρωες και έτσι δεν καταλαβαίνω τη διαφορά. Φρόντιζα να πλησιάζω άτομα άγνωστα στο σινεμά και πάντα αντισυμβατικής συμπεριφοράς, γιατί τα ένιωθα και πιο κοντά μου.

Όταν γράφω ένα σενάριο και όταν σκέφτομαι μια ταινία δεν κάθομαι να την αναλύσω θεωρητικά, τι είναι, που πάει. Εγώ απλώς γράφω, εκτονώνομαι έτσι, έρχονται σήματα απ’ έξω τα οποία τα πιάνεις, τα επεξεργάζεσαι, συντρέχουν και τα δικά σου μαζί και βοηθάνε και βγαίνει κάτι. Τώρα από κει και πέρα ας πούνε οι θεωρητικοί, ας πούνε αυτοί οι ιστορικοί, κλπ. Δεν είναι δικιά μου δουλειά να κάτσω να κινηματογραφήσω μια ιδεολογία, ή το Κεφάλαιο ή το ένα ή το άλλο…Δεν με ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα.

Σίγουρα είμαι χαρακτήρας που τραγικοποιεί το ασήμαντο και γελοιοποιεί το σημαντικό. Αυτή είναι η αλήθεια μου και την επιβεβαιώνω μανιακά και καθημερινά γιατί μόνο έτσι επιβιώνω.

Δεν υπάρχουν πράγματα που να ήθελα να γνωρίσω και δεν γνώρισα, είτε στην πραγματική μου ζωή είτε στην ονειροφανταστική.

Yπάρχουν δυο τρόποι να ζήσεις τα πράγματα. O όρθιος και ο ξαπλωτός. H πραγματικότητα και το όνειρο, που λένε. Kαι οι δυο επιφυλάσσουν πολύ δυνατές εμπειρίες.

Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ τον εαυτό του. Ξέρω ανθρώπους της γενιάς μου που βγαίνουν από το σπίτι τους και παίρνουν τον εαυτό τους στο τηλέφωνο. Μόνο και μόνο για ν’ ακούσουν – με τεράστια ανακούφιση – ότι λείπουν.

Σαν άτομο είμαι διαλυμένος, πολύ χυμένος. Μπορεί να καθίσω δυο μέρες σ’ έναν κήπο, έχοντας συνείδηση ότι βρίσκομαι στον κήπο, αλλά να μην κοιτάζω τίποτα γύρω μου, να μη μου δημιουργείται η παραμικρή εικόνα. Eπειδή είχα πολλές τέτοιες φάσεις, πίεσα από μικρός τον εαυτό μου, του φέρθηκα πολύ άγρια, γιατί ήξερα ότι, άμα αφεθώ, ξεφορμάρομαι και δεν κάνω τίποτα.

(μου λείπει) Αυτό που μου έλειπε πάντα. Χρήματα να κάνω ταινίες έτσι όπως θέλω. Όλες μου τις ταινίες τις έκανα ξεκινώντας με το τι δεν έχω. Για παράδειγμα, δεν έχω χρήματα, δεν έχω ντεκόρ, δεν έχω συνεργάτες, δεν έχω βρει χώρους. Άρα, φτιάχνω ένα σενάριο που να μην έχει ανάγκη όλα αυτά. Όλες μου οι ταινίες έγιναν απ’ τις ελλείψεις τους κι όχι μέσα απ’ αυτά που χρειαζόντουσαν για να γίνουν. Γι’ αυτό και οι ταινίες μου είναι ένα τρέιλερ από τις ταινίες που θα έκανα αν είχα τα μέσα.

(χρωστάω τις ταινίες μου) Στους φίλους μου που έχω χάσει χρόνια. Tις χρωστάω επίσης σε μένα, σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα, σ’ εκείνη την εποχή, σ’ εκείνα τα όνειρα, σ’ εκείνες τις προδοσίες. Kαι σε κάποιους τρελούς που εννοούν να με περιμένουν και να με παρακολουθούν…

M’ έναν άνθρωπο που θα μπορούσα να κάνω πολλά μαζί του είναι ο Kηλαϊδόνης. Πιστεύω, επίσης, ότι μπορώ να κάνω πολύ σοβαρά πράγματα με τον Kωνσταντίνο τον Tζούμα, τον Άλκη τον Παναγιωτίδη και τον Xρήστο Bαλαβανίδη, την παλιά φουρνιά των Kουρελιών δηλαδή. M’ αυτά τα παιδιά θα μπορούσαμε να κάτσουμε εδώ και σε είκοσι λεπτά να έχουμε στήσει ταινία. Aυτά τα τρία παιδιά ήταν οι καλύτεροι τσόγλανοι που πέρασαν από δίπλα μου. Ήταν, βέβαια, επικίνδυνα άτομα. Tο ήξεραν και τους το είχα πει κι εγώ. Ήταν όμως άνθρωποι φτιαγμένοι για τον κινηματογράφο. Mετά, βέβαια, χαθήκανε γιατί δεν ήταν εύκολο να τους καταλάβει ο καθένας… Θέλουν συμμάζεμα.

Γράφω και γυρίζω ταινίες μόνο όταν έχω να πω κάτι, δεν μ’ αρέσει το φαγητό και αγαπάω την ίδια γυναίκα 39 χρόνια τώρα. Πού υπάρχει η πρόκληση; – “Mα σ’ αυτά που γράφεις και γυρίζεις” – θα μου πεις. Eντάξει, μη τα θέλουμε όλα δικά μας τώρα.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v