Eίδαμε τον Μάκη του Βασίλη Κατσικονούρη με τον Ερρίκο Λίτση στο Θέατρο του Νέου Κόσμου

Eίδαμε τον Μάκη του Βασίλη Κατσικονούρη με τον Ερρίκο Λίτση στο Θέατρο του Νέου Κόσμου κι έχουμε να πούμε τα καλύτερα.

Eίδαμε τον Μάκη του Βασίλη Κατσικονούρη με τον Ερρίκο Λίτση στο Θέατρο του Νέου Κόσμου

Ο παππούς μόνος στο σπίτι. Τον έχουν αφήσει ο γιος του και η οικογένειά του με τους οποίους συγκατοικεί, να φυλάει το χρυσόψαρό τους, τον Μάκη, ενώ εκείνοι είναι διακοπές.

Ο παππούς είναι αντιμέτωπος με μια ξένη για εκείνον, μια  «δήθεν» εποχή. Ο ίδιος είναι αυθόρμητος και αθυρόστομος όταν χωρατεύει, γεγονός, που προσβάλει τον καθωσπρεπισμό της νύφης του. Για το λόγο αυτόν και επειδή κοιτάζει επίμονα τα όμορφα στήθη της φίλης τους, της Λόλας, όταν έχουν επισκέψεις, ή συνεστιάσεις στο σπίτι τον απομακρύνουν.

Η νύφη του, όλο του κάνει παρατηρήσεις γιατί θέλει να βλέπει πορνό με τον ήρωα, όπως αποκαλεί τον Γκουσγκούνη, και όλο του επισημαίνει ότι έχει αυτή τηη συνήθεια, γιατί έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Εκείνος είναι απλά αληθινός, αυθεντικός, ένας παλαίμαχος της Αριστεράς, με αγώνες και εξορίες στα ξερονήσια και στην Μακρόνησο. Αυτός δεν το παίζει αριστερός που κάνει διακοπές στη Μύκονο και τάχα ανησυχεί για το μέλλον της Αριστεράς. Εκείνος αγωνίστηκε και αυτό  το πλήρωσε ακριβά. Τώρα αυτοί οι νεώτεροι, ο γιος του και οι φίλοι του κάνουν ότι ανησυχούν για το παρόν για να μην χάσουν το « βόλεμά» τους.

Η νύφη του, τους έχει κόψει την κρεατοφαγία και όλο τρώει κάτι εναλλακτικές τροφές με  κινόα και άλλα πρωτεϊνούχα σκευάσματα. Αυτό, για έναν άνθρωπο που έχει περάσει δύσκολα και έχει στερηθεί πολλά είναι αδιανόητο. Τώρα που βγήκε έξω να πάρει αέρα πήρε το κεμπάπ του να το φάει να το ευχαριστηθεί.  Είναι πια δικαίωμά του να έχει ό,τι τον ευχαριστεί ακόμα κι αν αυτό δυσαρεστεί τους γύρω του.

Μια ζωή όλο με ελέγχους και περιορισμούς, δεν είναι ζωή. Δεν του επιτρέπουν να καπνίζει γιατί έχει άσθμα. Εκείνος σαν τα μικρά παιδιά, που όταν βρεθούν μόνα τους στο σπίτι κάνουν όλες τις σκανταλιές, καπνίζει παρόλα αυτά  και βήχει τρομερά.

 Δεν έχει σε εκτίμηση ούτε τη νύφη του, ούτε τον «μαλάκα» τον γιο του. Θυμάται που όταν ήταν μικρός πήγαιναν στη Βάθρα στα μέρη του και έβλεπαν μαζί τα ψάρια. Πόσο θα ήθελε να πήγαινε και πάλι εκεί μαζί του, οι δυο τους! Αλλά η στρίγγλα η γυναίκα του δεν θα του το επέτρεπε. Όλα περνούν από τον έλεγχο και την έγκρισή της.

Κάθε τόσο του τηλεφωνούν μόνο για να ρωτήσουν τι κάνει ο Μάκης ή του τηλεφωνούν και του το κλείνουν. Αρχίζει να πιστεύει ότι τον ελέγχουν.

Ο φωτισμός της Άννας Σμπώκου προσαρμοζόταν ανάλογα με τις στιγμές. Οι αναμνήσεις του φωτίζονται με ένα ονειρικό φως, όπως και οι ερωτικές του φαντασιώσεις με ένα ροζ, κόκκινο.

Του έχουν τηλεφωνήσει από τα ΚΑΠΗ της γειτονιάς του να τον προσκαλέσουν , να του πουν ότι κάνουν συνεστιάσεις, εκδηλώσεις κ.λ.π Εκείνος τους μιλά αυθάδικα για να μην τον ξαναενοχλήσουν. Δεν θέλει να χάσει τη ζωή, δεν θέλει να κλειστεί  σε έναν «οίκο ευγηρίας, μια χωματερή για τα άχρηστα και μεταχειρισμένα». Δεν θέλει να τον αφήνουν μόνο του, ή να τον κλείνουν στο δωμάτιο, όταν έχουν κόσμο, αυτόν που ήταν αγωνιστής, που αγωνίστηκες για να έχουν αυτοί τώρα ένα καλύτερο παρόν.

Έχει έναν μόνο εγγονό, γιατί η νύφη του «δεν είναι καμιά γουρούνα να αραδιάζει γουρουνάκια». ‘Ένα παιδί είναι αρκετό.

 Νιώθει απειλή, ότι έχουν κανονίσει να περάσει να τον μαζέψει το γηροκομείο, τώρα που αυτοί λείπουν.

Η σκέψη και τα βιώματα κάνουν τα παιχνίδια τους. Τώρα ο παππούς αποφασίζει να κάνει την επανάστασή του. Αυτοί του « γαμάνε τη ζωή και αυτός θα τους γαμήσει το σπίτι» Αφήνει βρύσες, φώτα, ψυγείο, όλα ανοιχτά, κάνει ροζ τηλέφωνα και τραγουδά ένα Αντάρτικο Ρώσικο τραγούδι, από την περίοδο της Οκτωβριανής Επανάστασης με τίτλο "Εμπρός Κόκκινε Στρατέ!", το οποίο εκλαϊκεύτηκε σ'ολόκληρο τον κόσμο, μετά τη δίκη της Λειψίας ενάντια στον Γ. Δημητρώφ και τους συντρόφους του.  Ο παππούς (Ερρίκος Λίτσης) βρίσκεται σε εμπύρετη μέθη ανατροπής. Τα ένδοξα γηρατειά σήκωσαν κεφάλι και διεκδικούν το δικαίωμά τους στη ζωή, Με πούρο Αβάνας, με βότκα στο χέρι τραγουδά: «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά Ρίχτηκαν πάνω στην εργατιά Άγρια κράζουν και αίμα ζητούν Τον Δημητρώφ στην κρεμάλα να δουν. Τους Ντάνιεφ και Ποπώφ, Τον Ταίλμαν κι άλλους Αντιφασίστες αρχηγούς. Και στην Αλτόνα σφάζουν ακόμα Προλεταρίους ηρωικούς!...»

Νιώθει ματαιωμένος, άχρηστος, διαγραμμένος. Κάνει λοιπόν τον σαματά του μήπως τον παρατηρήσουν και τον υπολογίσουν.

Τελευταία του ελπίδα ήταν ο εγγονός του, ο Άρης. Του τηλεφώνησε και εκείνος του έκλεισε το τηλέφωνο. « Το μαλακισμένο». Ο ψευτοεπαναστάτης, αυτός και οι φίλοι του που πέταγαν κάποτε νεράντζια  στην αστυνομία και νόμιζαν ότι κάτι έκαναν. Εκείνος τότε τους μίλησε για τα Δεκεμβριανά. Τα παιδιά τον άκουγαν εντυπωσιασμένα.

Σε διονυσιασμό φωνάζει « Ελάτε ρε καργιόληδες, ταγματασφαλήτες, γερμανοτσολιάδες! Ελάτε ρε!  Θα τα γαμήσω όλα!» Υπέροχος ο Ερρίκος Λίτσης, στην κίνησή του, στην ειλικρινή του απεύθυνση  στο κοινό, στον εκνευρισμό του, τα πετάει όλα κάτω τα σκουπίδια μέσα στο σαλόνι, το κάνει αχούρι, όπως αυτοί τη ζωή του. Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν; 

Ξαφνικά ακόμα και τον  Μάκη που ήταν ο μόνος με τον οποίο συνομιλούσε ακόμα και στην βόλτα του στο πάρκο, όπου τον μετέφερε με τη γυάλα του, τώρα τον αποκαλεί «μαντρόσκυλο της πλουτοκρατίας». Θα ήθελε και από αυτόν να έβλεπε μια λάμψη στα ψαρίσια του μάτια. Τον αγαπά και του εκμυστηρεύεται ότι τον νικήσανε και τώρα σκέφτεται να γίνει αυτό το κατοικίδιο η εκδίκησή του. Κουράστηκε να περπατά σε αυτή την εξορία. Του είναι πιο δυσβάσταχτη από την άλλη στα ξερονήσια, προφανώς γιατί αυτή αφορά δικά του πρόσωπα , αγαπημένα, που τον αποκλείουν από τη ζωή κα τον επικρίνουν κιόλας. Τον έχουν υποβαθμίσει στο επίπεδο του αμίλητου ψαριού τους. «Και τα ψάρια ήταν κάποτε άνθρωποι, που έχασαν τη φωνή τους.»

Εξαιρετική η ερμηνεία του Ερρίκου  Λίτση, πάνω σε ένα κείμενο, μαύρη κωμωδία του Βασίλη Κατσικονούρη  που αντιπαραθέτει την ψευδεπίγραφη σύγχρονη εποχή, στους αγώνες των ανθρώπων για ελευθερία και δικαιώματα λόγου.

Τα σκηνικά, ένας καναπές και ένα τραπέζι σε ένα καθιστικό σπιτιού και τα κοστούμια  του ηλικιωμένου αυτού ανθρώπου, της Ήρας Σπαγαδώρου,  η  μουσική επιμέλεια του Βασίλη Κατσικονούρη και τα ηχητικά εφέ και η επεξεργασία ήχου του Βαγγέλη Αυγέρη, ήχοι τηλεφώνου, τραγούδια, ήχοι αυτοκινήτων συνέβαλαν καθοριστικά στην απόδοση αυτού του κειμένου και στήριξαν λειτουργικά την εκπληκτική ερμηνεία του Ερρίκου Λίτση, που θύμισε εκείνη των μεγάλων ηθοποιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.

Ταυτότητα παράστασης 

Συγγραφέας : Βασίλης Κατσικονούρης

Σκηνοθεσία: Βασίλης Κατσικονούρης - Ερρίκος Λίτσης

Σκηνικά - Κοστούμια: Ήρα Σπαγαδώρου

Σχεδιασμός φωτισμών: Άννα Σμπώκου

Μουσική επιμέλεια: Β. Κατσικονούρης

Ηχητικά εφέ-Επεξεργασία ήχου: Βαγγέλης Αυγέρης

Με τον Ερρίκο Λίτση

Φωτογραφίες : Πάτροκλος Σκαφίδας

Παραγωγή: Goodheart Productions

Creative Team at Visual Arts & Graphics: Linear Creative Content Company

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v