Ένα συνέδριο μελετητών του Ομήρου στην Ιθάκη γίνεται ένα απολαυστικό κοινωνιολογικό και ιστορικό μυθιστόρημα στα χέρια του Χρίστου Δάλκου.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Όταν μου πρότειναν το βιβλίο, πίστεψα ότι θα βαρεθώ αφόρητα. Μια φιλολογίστικη διαμάχη σε ένα συνέδριο για τον Όμηρο δεν μπορεί να ενδιαφέρει παρά μόνο τους φιλολόγους, που κάθονται και διυλίζουν τον κώνωπα, παίζουν με τη γραμματική και το συντακτικό, αλλά δεν μπορούν να εξαγάγουν συμπεράσματα για την ιδεολογία που προκύπτει από το κείμενο, το βαθύτερο στρώμα θέσεων που δεν εσωκλείεται στους αρχικούς χρόνους ή στην ετυμολογική ανάλυση.
Ακόμα χειρότερα, όταν η γλώσσα του μικρού αυτού μυθιστορήματος, ενώ είναι η νεοελληνική δημοτική, ορθογραφείται με παλαιό τρόπο (π.χ. κυττώ, διωρθωμένος, ζη), ο αναγνώστης προδιατίθεται για μια παλιομοδίτικη ματιά. Αν συνυπολογίσει κανείς τα αρχαία χωρία, μερικά από τα οποία μένουν για λίγο ή πολύ αμετάφραστα, η δυσκολία αυξάνεται και η εντύπωση είναι πως ο αναγνώστης θα το παρατήσει σε λίγες σελίδες.
Τελικά, δεν ήταν ακριβώς όπως το περίμενα. Δεν ήταν απλώς μια φιλολογίστικη αναψηλάφηση ομηρικών ζητημάτων, που δεν ενδιαφέρουν κανένα και κάνουν να μισήσει τα έπη ακόμα και ο πιο φανατικός αναγνώστης τους. Δεν ήταν απλώς ένα άτυπο campus novel, όπου το συνέδριο στην Ιθάκη γίνεται αφορμή για πανεπιστημιακές μπηχτές, καθηγητικά άπλυτα, φιλολογικές έριδες και άλλα σκάνδαλα. Δεν ήταν απλώς ένας άκριτος θαυμασμός για τον ποιητή Όμηρο που έχει πει τα πάντα, ούτε μια αρχαιολατρία που μουχλιασμένη ξαναβγαίνει πού και πού για να επιδείξει τα σκουριασμένα σκεύη της.
Η υπόθεση αφορά όντως ένα ομηρικό συνέδριο στην Ιθάκη, όπου η γυναίκα τίθεται στο κέντρο των διαλέξεων και συζητήσεων. Η φεμινιστική ματιά κυριαρχεί και κριτικάρεται από τον συμμετέχοντα αφηγητή, όπως κατακρίνονται και όλες οι πιθανές μεταμοντέρνες αναγνώσεις του Ομήρου. Το ίδιο καυστικός είναι –και με το δίκιο του– με τους αριθμοφιλόσοφους που αναλύουν την αρχαιότητα με αθροίσματα ψηφίων και άλλες τέτοιες αερολογίες. Ο αφηγητής ξεκίνησε να μιλήσει για μια λέξη του Ομήρου, το “κουρίξ”, που πιστεύει ότι έχει διασωθεί σε διαλεκτική μορφή έως σήμερα. Σταδιακά, όμως, και με την καθοδήγηση μιας φασματικής μορφής που προσδίδει στο έργο μεταφυσικό χρώμα, προσανατολίζεται να εξηγήσει την ιδιαίτερη περίπτωση του βοσκού Μελάνθιου, που μετά την επιστροφή του Οδυσσέα σκοτώνεται βάναυσα. Μήπως τελικά κάποιο χέρι, από λάθος ή εσκεμμένα, άλλαξε το όνομα και από θηλυκό, Μελανθώ, το έκανε αρσενικό;
Η τελική γραμμή που παίρνει η νουβέλα δεν είναι στενά γλωσσολογική και κλασικοφιλολογική, αλλά κοινωνιολογική και ιστορική. Ο αφηγητής συμπεραίνει καταληκτικά ότι η μητρογραμμική κοινωνία της πρώιμης ελληνικής ιστορίας μετατράπηκε σταδιακά σε πατρογραμμική, η αλυσίδα δηλαδή της γυναικείας εξουσίας μετατοπίστηκε στην ανδρική κυριαρχία. Επομένως, τα σημάδια που η πρώτη είχε αφήσει στα έπη αντικαταστάθηκαν από τη μετέπειτα αντίληψη περί φύλων και ανδροκρατούμενης κοινωνίας, με αποτέλεσμα να γίνουν άτοπες αλλαγές και σε μερικά σημεία της Οδύσσειας. Ο αφηγητής, τελικά, καταλήγει σε μια φεμινιστική ματιά, που τόσο ξόρκιζε όσο εξελισσόταν η αφήγηση.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, το έργο του Δάλκου είναι μια μυθιστορηματοποίηση μιας επιστημονικής ανακοίνωσης. Ο πυρήνας του είναι η θεωρία περί μητρογραμμικής κοινωνίας, η οποία μετατρέπεται σε προσχηματική λογοτεχνική ιστορία, αν και καμία άλλη ουσιαστική δράση δεν υπάρχει μέσα στη νουβέλα. Παρ’ όλα αυτά η περιέργεια εξάφθηκε επαρκώς και το μυστήριο της Μελανθώς συντηρεί την ανάγνωση έως τέλος.