Ο νομπελίστας Ορχάν Παμούκ επιστρέφει, με ένα ακόμα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή την Κωνσταντινούπολη και τις ιστορίες των ανθρώπων της.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Πρωταγωνιστής και σ’ αυτό το έργο του Παμούκ δεν είναι ο ήρωάς του. Δεν είναι καν ολόκληρη η οικογένεια Καράτας και αυτή των Άκτας που κατακλύζουν με τα πολυάριθμα μέλη τους τις 724 σελίδες του μυθιστορήματος. Για άλλη μια φορά πρωταγωνίστρια είναι η Κωνσταντινούπολη των τελευταίων σαράντα χρόνων και η γοργή μεγέθυνσή της.
Η Κωνσταντινούπολη, η Ιστανμπούλ των Τούρκων, είναι στο κέντρο πολλών από τις μυθιστορηματικές συνθέσεις του Τούρκου νομπελίστα. Π.χ. στο “Μαύρο βιβλίο” η περιήγηση του ήρωα, που αναζητά τη γυναίκα του, είναι και μια αναζήτηση της χαμένης Ιστανμπούλ, είναι μαζί και μια τοιχογραφία της Πόλης στο σήμερα και στο χθες, μ’ εκείνη τη φανταστική –και με τις δύο σημασίες της λέξης περιγραφή του Βοσπόρου, αν κάποια στιγμή εξαφανίζονταν τα νερά που τον σκεπάζουν. Ο Παμούκ βλέπει την Κωνσταντινούπολη σαν το σύμβολο μιας σύζευξης του παλιού με το νέο, του οθωμανικού με το ευρωπαϊκό.
Έτσι και στο “Κάτι παράξενο στο νου μου” δυο οικογένειες, απόγονοι των αδελφών Μουσταφά και Χασάν, διασχίζουν τις δεκαετίες και παρακολουθούν τον ιστανμπουλικό χώρο να αλλάζει. Βασικός βέβαια ήρωας είναι ο μποζατζής Μεβλούτ, ένας περιπλανώμενος μικροπωλητής που πουλάει διαδοχικά ή και μαζί γιαούρτι, μποζά και πιλάφι. Αν κανείς πάει και σήμερα στην Πόλη, θα δει περιφερόμενους εμπόρους σαλεπιού ή τσαγιού, με μια μεταλλική κανάτα, να το κρατά ζεστό. Είναι ένα επάγγελμα και μαζί μια εικόνα της παράδοσης που χάνεται και ο Μεβλούτ εκπροσωπεί αυτή την παλιά συνήθεια.
Θέλει να παντρευτεί μία εκ των τριών αδελφών, αλλά κατά λάθος δεν παίρνει την ωραία που ήθελε αλλά την άλλη. Αυτό δεν τον εμποδίζει να κάνει οικογένεια, αλλά πάντα παλεύει νυχθημερόν να τα βγάλει πέρα, δουλεύει μία και δύο δουλειές, περιφέρεται στους δρόμους πουλώντας τον μποζά του (“ο μποζάς πουλιέται με τη φωνή του μποζατζή”, λέει κάπου), κουβαλώντας το ξύλο που συνδέει τους δύο ζυγούς με το αλκοολούχο, ξινό ή γλυκό, ρόφημα, τοιχοκολλά αριστερές αφίσες μαζί με τον φίλο του Φερχάτ, μεγαλώνει μαζί με την πόλη.
Και μαζί του μια πολυάριθμη ομάδα ανθρώπων που κινείται στο λαϊκό υπόστρωμα της πόλης, άνθρωποι της επαρχίας που πασχίζουν να βάλουν ένα κεραμίδι, έστω και παράνομο, πάνω από το κεφάλι τους, μικροπωλητές, άνθρωποι του μόχθου, γυναίκες της οικογένειας και της παράδοσης, φίλοι και εχθροί, πελάτες που κοιτάζουν τον μποζατζή με την απορία αλλά και το δέος για έναν κόσμο που χάνεται. Ένας λαβύρινθος χαρακτήρων σε μια πολυεστιακή αφήγηση, στην οποία ο καθένας προσθέτει κάτι σε όσα εξιστόρησε ο άλλος. Η ανάγνωση απλώνεται μακρόσυρτα αλλά όχι ράθυμα, ελίσσεται μαζί με τις εξελίξεις, κουβαλά όλο το ανατολίτικο πολύβουο μελίσσι.
Ξαναγυρίζω στην Ιστανμπούλ, αφού αυτή αντικατοπτρίζει την τουρκική κοινωνία. Και παρ’ όλο που αναπτύσσεται με οικοδομικές αλχημείες και αλματώδεις ρυθμούς, κρύβει σε κάθε σοκάκι της το αιώνιο παρελθόν της, όχι το ιστορικό (βυζαντινό και οθωμανικό), αλλά το παραδοσιακό ως κομμάτι μιας κουλτούρας που δεν θέλει να σβήσει.