Ο Malcolm MacKay υφαίνει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με σκοτεινή ατμόσφαιρα, ψυχολογικό ρεαλισμό και ένα τέλος… σαν αρχαία τραγωδία.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Αυτό που με κάνει να διαβάζω (“Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ”, 2014) και να ξαναδιαβάζω τον Σκοτσέζο συγγραφέα δεν είναι η αστυνομική πλοκή και η νουάρ ατμόσφαιρα, δεν είναι η Σκωτία και ο υπόκοσμός της, δεν είναι η νύχτα και το παρασκήνιο του οργανωμένου εγκλήματος, δεν είναι οι γλαφυρές περιγραφές και οι κοφτοί διάλογοι, δεν είναι η στρωτή αφήγηση και η απρόσκοπτη ανάγνωση, δεν είναι η βία και το συμφέρον που κάνουν τον άνθρωπο στυγνό και αδίστακτο… Δεν είναι όλα αυτά που σε αντικειμενικές συνθήκες θα καταξίωναν το μυθιστόρημα, δεύτερο μέρος μιας τριλογίας hard noir και σκληρού πόκερ.
Ναι, ο MacKay πετυχαίνει όλα τα παραπάνω, ξέρει να αφηγείται ισορροπημένα, φέρνει τον αναγνώστη στο σκοτεινό παρασκήνιο του σκοτσέζικου υποκόσμου με πληρωμένους εκτελεστές και μεγαλομαφιόζους, με ντίλερ ναρκωτικών και μπράβους, με σιωπηλούς οδηγούς και μεροκαματιάρηδες νυκτόβιους. Ο κόσμος του συγγραφέα είναι εξ αρχής ρεαλιστικά και ωμά φτιαγμένος, ώστε να μην αφήνει περιθώρια για αυταπάτες, αφού το οικονομικό διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο για να μείνουν ζωντανοί όσοι στέκονται, θέλοντας και μη, εμπόδιο στα μεγάλα σχέδια των νονών της νύχτας.
Το πιο πρωτότυπο και ιδιαίτερο της γραφής του MacKay είναι αυτός ο “ψυχολογικός ρεαλισμός” που διέπει όλα τα κεφάλαια. Τα πράγματα παρουσιάζονται από τη σκοπιά όλων των συμμετεχόντων στη δράση, αλλά όχι ακραία υποκειμενικά και παρορμητικά, μα με την ύψιστη αληθοφάνεια που στηρίζεται στην αυτονόητη σκοπιά με την οποία ο καθένας σκέφτεται. Σχεδόν όλοι, σαν σκακιστές, υπολογίζουν ψυχρά τα δεδομένα, εκτιμούν κινήσεις και λόγια, ξέρουν πολύ καλά τι συμβαίνει στο πεδίο της δράσης τους και εκλαμβάνουν καθετί με τη μέγιστη “αντικειμενικότητα”. Έτσι, δεν υπάρχουν περιθώρια για κουτσές… εκτιμήσεις, για απρόβλεπτες κινήσεις, για μια παρτίδα που δεν σέβεται τους άρητους νόμους του υποκόσμου, της επιφυλακτικότητας και της δεδομένης πορείας των πραγμάτων.
Έγραφα πριν από περίπου έναν χρόνο για το προηγούμενο έργο του MacKay που μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Τριμπέρη: “Η στάση [των χαρακτήρων] παρουσιάζεται σαν το αυτονόητο αποτέλεσμα του ρόλου τους: με άλλα λόγια ό,τι κάνουν και ό,τι σκέφτονται, σκοπεύουν, αισθάνονται, πράττουν είναι το φυσικό επακόλουθο της θέσης τους πάνω στη σκακιέρα των νυχτερινών εργασιών, του υποκόσμου και της λογικής του. Καθένας, από τον θύτη που είναι συνεχώς στο προσκήνιο μέχρι το υποψήφιο θύμα που παρακολουθείται διακριτικά, λειτουργεί βάσει των άγραφων νόμων, οι οποίοι φανερώνονται καθώς φανερώνεται και ο ρόλος του καθενός. Από το ειδικό, τα πρόσωπα, μέχρι το γενικό, ο σκοτεινός κόσμος μιας παράλληλης πόλης, κι από τα επιμέρους στο σύνολο”.
Στο “Πώς ένας εκτελεστής λέει αντίο”, ο Φρανκ Μακλίοντ, το πρώτο όνομα στον χώρο των εκτελεστών, γυρίζει μετά από έναν τραυματισμό και αναλαμβάνει μια νέα δουλειά για τον Τζέιμσον, αλλά αποτυγχάνει. Το αφεντικό του στέλνει τον Κάλουμ να τον σώσει και τελικά όντως τον γλιτώνει από τα χέρια της αντίπαλης μαφίας. Ο Κάλουμ, ήρωας και του προηγούμενου μυθιστορήματος, είναι το ανερχόμενο αστέρι, που παρ’ ότι νέος, κερδίζει σε φήμη για τον προσεκτικό τρόπο με τον οποίο ενεργεί. Το ζητούμενο πλέον είναι πώς θα τηρηθούν οι ισορροπίες καθώς ο Τζέιμσον είναι σχεδόν πεπεισμένος ότι ο Φρανκ έχει ξοφλήσει αλλά δεν θέλει να τον πετάξει στο περιθώριο, ενώ ακόμα δεν εμπιστεύεται απόλυτα τον Κάλουμ.
Αν ο Κάλουμ ήταν ο κεντρικός χαρακτήρας στο “Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ”, εδώ είναι ο Φρανκ ΜακΛίοντ. Εκεί ο ψυχισμός και ο στυγνός τρόπος σκέψης του Κάλουμ έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο, εδώ ο ψυχισμός ενός πενηνταπεντάρη εκτελεστή που τίθεται στο περιθώριο κερδίζει την πρωτοκαθεδρία και μας αναγκάζει να παρακολουθούμε όχι την ψυχολογία ενός αρπακτικού σε ενέδρα αλλά ενός παροπλισμένου που κινδυνεύει. Και το τέλος έρχεται φυσικά, σαν αρχαία τραγωδία…