Ο Χρήστος Χωμενίδης γράφει για την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, εμπλουτίζοντας λογοτεχνικά την ιστορία της οικογένειάς του.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Ανοίγω το βιβλίο του Χωμενίδη και νομίζω ότι θα ξαναδιαβάσω το “Βιβλίο της Κατερίνας” του Αύγουστου Κορτώ. Κι αυτό γιατί και τα δυο εισάγονται με τα γενεαλογικά δέντρα των οικογενειών των συγγραφέων, ξεκινούν με την ψυχή της πεθαμένης να μιλάει κι εμείς παρακολουθούμε την ιστορία παππούδων και γιαγιάδων μέχρι να φτάσουμε στη βασική ηρωίδα, τη μητέρα κάθε λογοτέχνη, την Κατερίνα για τον Κορτώ και τη Νίκη για τον Χωμενίδη.
Γρήγορα όμως καταλαβαίνω ότι ο Χωμενίδης δεν έχει σκοπό να γράψει μια οικογενειακή τραγωδία και να αποκαλύψει τα εσώψυχά του, όπως ο συνάδελφός του, αλλά να γράψει μια νεοελληνική σάγκα. Πρόκειται για την οικογενειακή ιστορία, εν πολλοίς αληθινή αλλά και πλαστή σε μερικά σημεία, που ξεκινά από τα δύο σόγια, αρχές του 20ού αιώνα, και καταλήγει στην ομώνυμη ηρωίδα.
Κατά βάση ο άξονας του μυθιστορήματος είναι ο πατέρας της αφηγήτριας, Αντώνης Αρμάος, που υπήρξε πραγματικό πρόσωπο (Βασίλης Νεφελούδης), ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ με διώξεις και φυλακίσεις, ο οποίος εν τέλει διαγράφηκε από τον Ζαχαριάδη. Και πάνω στη ζωή του Αρμάου ο συγγραφέας αρθρώνει την ιστορία της Ελλάδας, από τον Μεσοπόλεμο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έως την Δικτατορία του Μεταξά κι από την κομμουνιστική ανάπτυξη στα ελλαδικά εδάφη έως κυρίως την Κατοχή και τον Εμφύλιο.
Βασικό μοτίβο είναι ο Έλληνας που προσπαθεί και επιβιώνει με κάθε τρόπο. Δεν τον πτοεί ο πόλεμος, η προσφυγιά, οι διώξεις, αλλά αυτός, με περίσσια δύναμη, κατορθώνει να ξεπερνά τις δυσκολίες. Ειδικά ο ιδεολόγος κομμουνιστής δεν υπολογίζει τον εαυτό του, την οικογένειά του, το σπίτι του, αλλά όλα τα θυσιάζει για τον κοινό σοσιαλιστικό αγώνα. Από την άλλη, ο Εμφύλιος δίνεται με τη διχοστασία της οικογένειας, αφού άλλοι βγαίνουν στο κλαρί, κομμουνιστές και αντιστασιακοί, κι άλλοι συνεργάζονται με τους Γερμανούς, αφελείς ιδεαλιστές ή καιροσκόποι. Ο πατέρας της Νίκης και τ’ αδέλφια του ακολούθησαν αντιγερμανική δράση, είτε από ιδεολογία είτε από ατομικισμό, ενώ οι γαμπροί του, οι άνδρες των αδελφών του, τακίμιασαν με τους κατακτητές, είτε επειδή πίστευαν ότι αυτό είναι το συμφέρον της πατρίδας είτε επειδή πίστευαν ότι αυτό είναι το δικό τους συμφέρον.
Τελικά ποια είναι η Ελλάδα που ζουν οι κάτοικοί της; Αυτό το ερώτημα θέτει ο αναγνώστης για να δει τους δρόμους που προτείνει η “Νίκη”. Για να απαντηθεί αυτή η ερώτηση, κεντράρουμε στο ΚΚΕ και στον τρόπο που ελίσσεται αλλά και στον τρόπο που τρώει τα παιδιά του σε ένα πεδίο διαφωνιών αλλά και αλληλοκατηγοριών. Ο πραγματικός ιδεολόγος δεν συμβιβάζεται αλλά και δεν συνωμοτεί, δεν κρίνει ατομικιστικά αλλά και δεν λυγίζει μπροστά στις δυσκολίες. Νομίζω, ένα τέτοιο αφήγημα το έχουμε διαβάσει άπειρες φορές, από τον Μίσσιο έως πρόσφατα ξανά στον Ασημάκη Πανσέληνο και αλλού. Ο Χωμενίδης τελικά γράφει για την οικογένειά του, όπως υποψιάστηκα στην αρχή, κατευθύνοντας την πέννα του στο πολιτικό παρελθόν της, για να ξαναδεί μέσα σ’ αυτό τον εαυτό του αλλά και όλη την ελληνική κοινωνία.
Ωστόσο, παραξενεύτηκα εξ αρχής για τον τρόπο γραφής που επέλεξε ο συγγραφέας. Ενώ είναι γνωστό πως ο Χωμενίδης έχει ιδιαίτερη αφηγηματική άνεση, εδώ επέλεξε ένα πολύ ουδέτερο ύφος, μια άκρως απρόσωπη γραφή, που εξιστορεί τα γεγονότα, χωρίς ίχνος ιδιαίτερης φωνής. Η Νίκη μιλά αβίαστα αλλά και άχρωμα, χωρίς το μπρίο ή το κατιτίς που θα νοστιμίσει το βιβλίο. Λες και ο λογοτέχνης υπαναχωρεί σκόπιμα από οποιαδήποτε καλολογική επεξεργασία, για να αφήσει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους. Αυτό όμως μετατρέπει τη λογοτεχνία σε ancilla historiae, που δεν δίνει στην ιστορικότητα ύφος και λογοτεχνικό παλμό.
Δεν λείπει επίσης η τάση για υπερβολή, μικρή και εν πολλοίς ελεγχόμενη, αλλά υποβόσκουσα και ξενίζουσα. Όπως όταν ο πατέρας της Νίκης έβγαλε ένα σεβαστό ποσό τεκνοποιώντας μια πλούσια Αλεξανδρινή με τη συναίνεση του ομοφυλόφιλου άνδρα της. Ή όταν τη μικρή Νίκη, πέρα από το ότι τη στείλανε να πάει φαγητό σε ένα πρεζόνι της γειτονιάς ούσα δύο χρονών, την πήρε μαζί της η θεία της σ’ ένα κακόφημο καταγώγιο, εφτά χρονών κοριτσάκι. Η μυθιστορηματική τόλμη δεν κοιτάζει ασυμβατότητες…