Ο πρωτοεμφανιζόμενος Αλέξανδρος Στεφανίδης συγκεντρώνει διηγήματα-οδυνηρές εμπειρίες μέσα από ένα ορφανοτροφείο, χωρίς όμως να τα δένει σε μια άρτια ιστορία.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Το ορφανοτροφείο είναι ένας τόπος όπου απουσιάζει το βασικό περιβάλλον ανατροφής του παιδιού, η οικογένεια, και υποκαθίσταται με ομάδες νεαρών ατόμων, σε ένα είδος συμβίωσης που μοιάζει πιο πολύ με στρατόπεδο παρά με φιλόξενο περιβάλλον. Εκεί οι διευθυντές και οι επόπτες είναι άγριοι, άξενοι, σκληροί, δεσποτικοί, επιβάλλουν την πειθαρχία, μιλούν με απολυτότητα, καταστρέφουν κάθε σχέση αμοιβαιότητας με τα παιδιά. Οι συνθήκες είναι απηνείς, η μάθηση και η εργασία είναι αγγαρείες, η παραμονή εκεί φαίνεται φυλακή και σκλαβιά.
Αυτή είναι η στερεοτυπική εικόνα του ορφανοτροφείου, όπως φαίνεται λόγου χάρη στο εξαιρετικό “Πόλη παιδιών” αλλά και στη συλλογή διηγημάτων “Το χάδι” του πρωτοεμφανιζόμενου, αν και 50 χρονών, Αλέξανδρου Στεφανίδη.
Κι ίσως αυτοί έχουν στον νου τους τα ορφανοτροφεία άλλων εποχών, χωρίς παιδαγωγική αντίληψη και χωρίς ειδικούς λειτουργούς, ή συνεχίζουν ένα παλιότερο πρότυπο γιατί αυτό καταδεικνύει καλύτερα την αφύσικη μοίρα ενός παιδιού να μεγαλώνει χωρίς γονείς. Οι άψυχοι τοίχοι ενός τέτοιου ιδρύματος αντανακλούν την ατμόσφαιρα, η οποία ακόμα κι αν είναι φιλόξενη, φαίνεται γκρίζα και αποστειρωμένη.
Τα ευάριθμα κείμενα του Στεφανίδη είναι και δεν είναι διηγήματα. Αφενός είναι πολύ μικρά και δεν στηρίζονται σε μια συμπαγή δομή, δεν έχουν ολοκληρωμένη υπόθεση (αρχή, μέση, τέλος), δεν πλάθουν μια άρτια ιστορία. Είναι πιο πολύ θραύσματα στιγμιότυπων, κάτι σαν αναμνήσεις, σαν εικόνες από το ανελέητο περιβάλλον ενός ορφανοτροφείου, που σε τρεις-τέσσερις σελίδες έρχονται τσεκουράτες να αφήσουν το τραυματικό τους ίχνος στον ψυχικό κόσμο του αναγνώστη. Αποτελούν μια μικρή βάση για να ορθωθεί η κορύφωση, να μείνει μετέωρη για λίγο κι έπειτα να πέσει πάνω στον αναγνώστη, ο οποίος ψυλλιάζεται αλλά και νιώθει, κρυφοκοιτάζει κι έτσι συναισθάνεται, πληγώνεται αλλά και προβληματίζεται. Η ζωή δεν είναι η ιδανική μέσα σε ένα αποστεωμένο περιβάλλον: γκρίζοι τοίχοι, κρύο, φασολάδα, τιμωρίες, απομόνωση από τον κόσμο, αλλά και μικρές χαρές, όπως ο «σινεμάς» τα σαββατόβραδα.
Αφετέρου, η αλυσίδα των διηγημάτων αποτελεί ένα σπονδυλωτό –ή ασπόνδυλο- μυθιστόρημα, ένα αφήγημα με κέντρο το ορφανοτροφείο και επεισόδια τα ποικίλα περιστατικά που συμβαίνουν σε αυτό, κυρίως σε ό,τι αφορά τον μικρό πρωταγωνιστή που αφέθηκε στο ίδρυμα από την ίδια του τη μητέρα, επειδή αυτή δεν μπορούσε να τον μεγαλώσει. Τα οδυνηρά βιώματα, οι κλαμένες μέρες, οι κραυγές που ζητούν απελευθέρωση αθροίζονται και συσσωρεύονται, η μία πάνω στην άλλη, οδηγώντας την ιστορία σε απανωτές βουνοκορφές λόγου, αγανάκτησης και σιωπής.
Αυτό που με κάνει λίγο επιφυλακτικό είναι ότι αυτό το πρώτο βιβλίο του Στεφανίδη ζει με τα βιώματα του διηγηματογράφου, αποτυπώνει στο χαρτί ζωντανές αναμνήσεις και γι’ αυτό δεν μπορεί να επαναληφθεί σε μια άλλη συγγραφική απόπειρα. Ας είναι.