Ο Τζόναθαν Κόου αφηγείται γεγονότα και προσωπικές ιστορίες από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, με ύφος έμμεσο, ανάλαφρο και απολαυστικά ειρωνικό.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Οι Ολυμπιακοί αγώνες στο Λονδίνο το 2012 και η τελετή έναρξης προκάλεσαν ποικίλα σχόλια για το ποια «βρετανικότητα» ήθελαν να προβάλουν οι διοργανωτές στο παγκόσμιο σκηνικό. Κάπως έτσι ξεκινά και ο προβληματισμός στο νεοφουρνισθέν βιβλίο του Κόου, που ανάγεται στο 1958, χρονιά της Διεθνούς Έκθεσης των Βρυξελών, έκθεσης ομού διεθνιστικής όσο και καπιταλιστικής. Η χρονιά εκείνη θεωρείται η επίσημη αρχή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας –μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης το 1957– ενώ η Έκθεση των Βρυξελών τοποθετείται στο κέντρο του ψυχρού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Η βρετανικότητα δοκιμάζεται στις Συμπληγάδες των Υπερδυνάμεων…
Τι κάνει, λοιπόν, ο Τόμας Φόλεϊ, υπάλληλος της Βρετανικής κυβέρνησης, στο βρετανικό περίπτερο της Έκθεσης και ποιον ρόλο του ανέθεσαν ορίζοντάς τον υπεύθυνο της παμπ; Και τα πράγματα γίνονται πιο ύποπτα, όταν βλέπουμε πράκτορες να τον παρακολουθούν και να θέλουν να ελέγξουν τα πολιτικά του φρονήματα, τα περίπτερα της Αμερικής και της Σοβιετικής Ένωσης να είναι δίπλα δίπλα, ο ψυχρός πόλεμος να μετατρέπεται σε πόλεμο εντυπώσεων, επιστημονικού ανταγωνισμού και επιδίωξης κύρους.
Η γραφή του Κόου κερδίζει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή και τον κάνει να καταλάβει ότι έτσι γράφεται η υψηλή λογοτεχνία. Διαλέγει ένα θέμα με εθνικά και διεθνιστικά χαρακτηριστικά, πλάθει έναν απλό άνθρωπο και τον θέτει στο κέντρο εξελίξεων που τον ξεπερνάνε (το ίδιο είχε κάνει και στον «Ιδιωτικό βίο του Μάξουελ Σιμ»), ανάγει το ιστορικό σε διαχρονικό, αφηγείται και ταυτόχρονα κανείς νιώθει ότι η υπόθεση δεν τρέχει εμπροσθοβαρώς… Οι εξελίξεις παίρνουν μόνο μετά τη μέση του κειμένου μορφή χιονοστιβάδας, σοφά δημιουργημένης και σοφά σκιαγραφημένης, ώστε να οδηγήσει τα φαινομενικά ήρεμα σε εκκωφαντικά ραγδαία.
Κι ακόμα περισσότερο, το φοβερό μ’ αυτό το βιβλίο είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει σοβαρά θέματα: τρόπος ανάλαφρος, έμμεσος, υπαινικτικός, ειρωνικός, λοξός, δήθεν αδιάφορος. Π.χ. ο επιστολικός διάλογος μεταξύ του Τόμας από το Βέλγιο και της γυναίκας του Σύλβια στη Βρετανία, όπου κι οι δυο υπαινίσσονται φλερτ με τρίτα πρόσωπα, αλλά κανείς δεν παραδέχεται τη σοβαρότητα της πράξης του άλλου. Ανάλογα, οι κατασκοπικές βλέψεις ενός Ρώσου δημοσιογράφου και ο κίνδυνος να κατηγορηθούν οι Βρετανοί της παρέας για φιλοκομουνισμό περνάνε μεταξύ βότκας και μπαλέτων σε διαλόγους και ψιλοσυζητήσεις που φαινομενικά δεν έχουν τίποτα ύποπτο. Ο Κόου καταφέρνει να αποκρύψει αλλά και να αποκαλύψει τα υπόγεια δεδομένα, να συγκαλύψει αλλά και να προβάλλει τον πόλεμο των φύλων και των εθνών.
Το βιβλίο κινείται τόσο στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων και των κατασκοπικών συγκρούσεων στο πλαίσιο του Ψυχρού πολέμου, όσο και στο διαπροσωπικό επίπεδο, όπου η απομάκρυνση από το (βρετανικό) σπίτι επιφέρει κλονισμό στη σχέση του Τόμας με την εστία, και τη γυναίκα του. Νομίζω πως πρόκειται για ένα διπλό crash test της ταυτότητας, αφενός της εθνικής και της υποβολής της στους πειρασμούς της Ευρώπης και των κακόβουλων όσο και ύπουλων επιβουλών και αφετέρου της έκθεσης σε γυναικείους πειρασμούς, μακριά από την ασφάλεια του προστατευτικού υμέναιου.
Δεν θέλω να παραλείψω το δημιουργικό χιούμορ που σε πολλούς Βρετανούς συγγραφείς είναι γονιμότατο.