The Great Wall: Blockbuster από την Κίνα με αγάπη

Μια επική περιπέτεια που, παρά τις μεγαλόπνοες προθέσεις της, δεν θα… φαίνεται από το φεγγάρι, όπως υπονοεί το όνομά της, σκηνοθετεί ο Ζανγκ Γιμού.
The Great Wall: Blockbuster από την Κίνα με αγάπη
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο Ζανγκ Γιμού, ο πιο διάσημος σύγχρονος σκηνοθέτης της Κίνας, το έχει γυρίσει απ' τα φεστιβαλικού βεληνεκούς κοινωνικά δράματα στις εμπορικού προσανατολισμού επικές περιπέτειες εδώ και πάρα πολύ καιρό. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που ανέλαβε να φέρει εις πέρας και το “σινο-χολιγουντιανό” “The Great Wall”, μία φιλόδοξη συμπαραγωγή που στοχεύει στο να γοητεύσει το ευρύ κοινό, όχι μόνο εντός Κίνας, αλλά και παγκοσμίως. Δυστυχώς, δεν καταφέρνει τίποτα παραπάνω από το να μας δώσει ακόμη μία ταινία του είδους χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο πέρα από μερικές εντυπωσιακές σκηνές εδώ κι εκεί.

Η υπόθεση

Ο Γουίλιαμ Γκάριν, ένας τυχοδιώκτης δυτικός, βρίσκεται μαζί με τον συνεργό του, Πέρο Τοβάρ, αιχμάλωτος του κινέζικου Αόρατου τάγματος στο σινικό τείχος την ίδια ώρα που ορδές των παμφάγων τεράτων Τάο-τέι επιτίθενται στο γιγάντιο φρούριο με σκοπό να το διαπεράσουν και να φτάσουν στην κοντινότερη πόλη. Αν και μοιάζει με χαμένη υπόθεση, ο Γουίλιαμ αποφασίζει να μείνει και να βοηθήσει τους κινέζους ν΄αντιμετωπίσουν την τρομαχτική απειλή, αναζητώντας εξιλέωση για την μέχρι τώρα δράση του και την ευκαιρία να αγωνιστεί για κάτι πιο ευγενές απ' την τσέπη του...



Η κριτική

Εντάξει, η Κίνα είναι ένα μέρος που εκπέμπει έναν χαρακτηριστικό εξωτισμό, ειδικά με τους αμέτρητους θρύλους της που χάνονται στα βάθη των αιώνων της ανθρώπινης ιστορίας και περιλαμβάνουν γλαφυρούς χαρακτήρες και διαχρονικά μηνύματα. Το σινεμά ήταν σίγουρα ο κατάλληλος τρόπος, όχι μόνο να οπτικοποιηθούν σε επική κλίμακα οι παραπάνω θρύλοι, αλλά και να αποτελέσουν τη βάση μιας εύρωστης κινηματογραφικής βιομηχανίας με παγκόσμια απήχηση. Τελικά, το πρώτο σκέλος δεν ήταν και τόσο δύσκολο, υλικού, ταλέντου και μπάτζετ παρόντων, το δεύτερο όμως ακόμη δεν έχει επιτευχθεί στον επιθυμητό βαθμό. Εκεί είναι που κολλάει η ιδέα της συμπαραγωγής και της εισαγωγής δυτικών συστατικών, χαρακτήρων και διαλόγων σε ένα αμιγώς κινέζικο προϊόν που μοιάζει, ωστόσο, να έχει πιάσει το ταβάνι του.

Και ναι, σπουδαίος σκηνοθέτης ο Ζανγκ Γιμού, αλλά ότι και να κάνει, το είδος που υπηρετεί πια δεν είναι η αγελάδα που όλοι νόμιζαν κι έσπευδαν ν' αρμέξουν προ δεκαπενταετίας, μετά την παγκόσμια επιτυχία του “Τίγρης και Δράκος” διά χειρός Ανγκ Λι. Όση αμερικάνικη βοήθεια κι αν έχει σαν σύμμαχο, με τον Ματ Ντέιμον να υπογραμμίζει την αισιοδοξία που χαρακτηρίζει αυτή τη συμμαχία με τη συμμετοχή του, το υλικό που του έλαχε ή, τουλάχιστον, αυτό που έμεινε μετά την ομογενοποίησή του στα αντι-δημιουργικά γραφεία της εταιρείας παραγωγής είναι τόσο επίπεδο και στεγνό από ενδιαφέροντα στοιχεία που μοιάζει καταδικασμένο στη μετριότητα.

Το σινικό τείχος, αυτό το θαύμα της ανθρώπινης κατασκευαστικής δεινότητας που φαίνεται έως και απ' το διάστημα, είναι ένας τόπος που γέννησε πολλούς θρύλους και σημάδεψε την πλούσια ιστορία των κινέζων αυτοκρατόρων. Στην ταινία του Γιμού, γίνεται πεδίο μάχης μεταξύ ανθρώπου και τέρατος, μιας στρατιάς τεράτων για την ακρίβεια που, σαν την ανθρώπινη απληστία, επανέρχονται κατά περιόδους για να καταβροχθίσουν ότι έστησε η ανθρώπινη δημιουργικότητα και συνεργασία. Το παραπάνω μήνυμα, βέβαια, δεν το βγάζω απ' το μυαλό μου, απλώς το μεταφέρω έτσι όπως μας το λέει νωρίς-νωρίς το ίδιο το σενάριο αφαιρώντας κάθε ίχνος αλληγορίας απ' την εντυπωσιακή, αλλά κι εντυπωσιακά ρηχή και αδιάφορη αφήγηση.

Μέσα σ' αυτό το τελεολογικό σκηνικό, όπου ο άνθρωπος μοιάζει γρήγορα να χάνει τη μάχη με τον κακό εαυτό του, οι δημιουργοί πετούν έναν χαρακτήρα “κακό”, αλλά όχι καταδικασμένο, μιας και είναι εμφανώς παραστρατημένος, έτοιμος να σωθεί απ' την επαφή με μία κουλτούρα πιο ρομαντική και ιδεαλιστική από εκείνη που τον έκανε τυχοδιώκτη, ληστή και δολοφόνο. Οριενταλισμός του φθηνότερου είδους, σίγουρα, αλλά και πως αλλιώς να εντάξεις έναν δυτικό ήρωα σ' ένα κινέζικο παραμύθι που πρέπει να αρέσει σε όλους, ασιάτες και δυτικούς το ίδιο. Ο Γουίλιαμ Γκάριν φαίνεται να ξέρει πως να επιβιώνει με ποικίλους τρόπους, αφού έφτασε ως εδώ, μοιάζει όμως εμβρόντητος απ' το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό, λες και μαθαίνει τον κόσμο απ' την αρχή. Μοιραία, ο Ματ Ντέιμον δίνει μία επίπεδη ερμηνεία, μιας και το σενάριο δεν του δίνει τίποτα ιδιαίτερο πάνω στο οποίο να χτίσει έναν ενδιαφέροντα, έστω, χαρακτήρα.

Όσο για το οπτικό κομμάτι της ταινίας που σηκώνει, τελικά, όλο το βάρος του εγχειρήματος, θα έλεγα ότι είναι εντυπωσιακό, αλλά και εξαιρετικά άνισο, αφού οι φαντασμαγορικές και ευφάνταστες σκηνές των στρατιωτικών επιχειρήσεων αντιστοιχίζονται με έναν εχθρό που δεν διαθέτει τίποτα το αξιομνημόνευτο. Τα τέρατα που γεννιούνται απ' το υποσυνείδητο κι έρχονται να καταστρέψουν την ανθρωπότητα δεν είναι παρά τετράποδοι μίνι δεινόσαυροι, απογυμνωμένοι από οποιοδήποτε πολιτισμικό στοιχείο ή κάτι άλλο που θα μετουσίωνε τις μάχες σε κάτι παραπάνω από μία κοινότυπη σύγκρουση της ωμής δύναμης με την γενναιότητα, την πονηριά και την αυτοθυσία.

Το “The Great Wall”, παρά τη φιλόδοξη φύση του, είναι μία επική περιπέτεια της σειράς.

Βγαίνουν ακόμη:
Το θρίλερ επιστημονικής φαντασίας “Passengers”, το γαλλικό βιογραφικό δράμα “The Dancer”, η αυτοβιογραφική “Poesia Sin Fin” του Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι και η κωμωδία “Why Him?”.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v