Ο αντίχειρας και ο κυνισμός

Ένα γηραιό ζευγάρι βγάζει τον συγκινημένο Ιοβολο από τις ατραπούς της επικαιρότητας και τον οδηγεί προς τα σημαντικά. Μα, με τι ασχολείται παραμονές εκλογών;    
Την πρώτη φορά που τους είδα είχαν μόλις μπει στο κατάστημα. Εκείνος γύρω στα 65 με εμφανή τα σημάδια εγκεφαλικού επεισοδίου ή κάποιας νευρολογικής νόσου, περπατούσε αργά σέρνοντας το δεξί του πόδι, με το δεξί χέρι σε μόνιμη ακαμψία και με το στόμα λίγο ανοιχτό, σε ένα μορφασμό που έμοιαζε λίγο με παιδιάστικη απορία και λίγο με την γεροντική έκφραση της μειωμένης κατανόησης.

Εκείνη, επίσης γύρω στα 60- 65 με άσπρα κοντά μαλλιά στεκόταν δίπλα και λίγο πιο μπροστά του, περπατώντας στον ρυθμό του δικού του, αργού βήματος, υπομονετικά και τρυφερά, χωρίς υπερβολική φροντίδα.

Αυτός προχωρούσε λίγο πιο πίσω της ακουμπώντας το αριστερό του χέρι στον ώμο της, χρησιμοποιώντας την λίγο σαν στήριγμα και λίγο σαν οδηγό.

Τους είδα φευγαλέα, καθώς πέρασα με φόρα δίπλα τους πηγαίνοντας στον διάδρομο που με ενδιέφερε- σχεδόν αλλαζονικά θα έλεγα, κινδυνεύοντας να πέσω στα δίχτυα της λογοτεχνίας.

Συμπτωματικά το ζευγάρι βρέθηκε πίσω μου στο ταμείο. Το κατάλαβα όταν άκουσα της φωνή της. «Θέλεις να σε βάλω να καθίσεις κάπου;» τον ρώτησε ανησυχώντας με την μικρή καθυστέρηση που μας προκαλούσε η μέθοδος πληρωμής του μπροστινού μου. «Ναι», ψιθύρισε σχεδόν αυτός.

Παραχώρησα τη σειρά μου στο ηλικιωμένο ζευγάρι. Πλέον τους είχα μπροστά μου. Ενώ πλήρωναν εκείνος συνέχισε να έχει το χέρι του ακουμπισμένο πάνω της. Αυτή τη φορά το είχε ελαφρά μετακινήσει και βρισκόταν στο πίσω μέρος του λαιμού της. Δεν την χρειαζόταν πια για να αντισταθμίσει την ανασφάλεια της κίνησης, ούτε για να βρει το δρόμο. Την ακουμπούσε επειδή βρισκόταν πλάι του.

Παρατηρούσα το χέρι του στον γερασμένο αυχένα. Και τότε, ενώ εκείνη έβαζε τα πράγματα στις τσάντες, ανεπαίσθητα ο αντίχειράς του κουνήθηκε. Και μετά από λίγο ξανά. Την χάιδευε. Με αυτή τη μικρή και σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση την χάιδευε. Την χάιδευε με έναν ρυθμό τελείως δικό του, τελείως ξένο από τον ρυθμό που κινούνταν τα πράγματα γύρω του: Η υπάλληλος, οι άλλοι εργαζόμενοι που μάζευαν καρότσια ή οι πελάτες που έψαχναν στην τσέπη τους για ψιλά.

Μου φάνηκε ότι όλη η ευγνωμοσύνη του ήταν μαζεμένη σε μια μικρή κίνηση του αντίχειρα.

Βγαίνοντας από το κατάστημα την είδα λίγο πελαγωμένη αφού ούτε μπορούσε με τη μια να κουβαλήσει τα λίγα οικοδομικά υλικά που είχαν ψωνίσει, ούτε ήθελε να αφήσει τον σύντροφό της μόνο για να πάει ως το αυτοκίνητο και να επιστρέψει. Προσφέρθηκα να βοηθήσω και βρεθήκαμε να περπατάμε δίπλα- δίπλα μέχρι το αυτοκίνητό τους. «Τι θα φτιάξετε;» ρώτησα αδιάκριτα και με συμπάθεια.

«Ο Χρήστος είναι αρχιτέκτονας μηχανικός. Έχτιζε ένα εξοχικό που έχει μείνει μισοτελειωμένο τα τελευταία δέκα χρόνια και φέτος το συνεχίσαμε. Τώρα κάνουμε κάποιες εργασίες. Ο σκοπός είναι να μπορέσει ο ίδιος ο Χρήστος να πάει και να το δει τελειωμένο».

Με ευχαρίστησαν, τους χαιρέτησα και μπήκα στο αυτοκίνητο. Προσπάθησα να ξεκινήσω, αλλά κατάλαβα ότι τα δάκρυα δεν θα με άφηναν να βλέπω πού πηγαίνω, οπότε έδωσα στη συγκίνησή μου το χρόνο της.

Στο δρόμο σκεφτόμουν τον Adorno που, στο εκπληκτικό Minima Moralia, μιλούσε για την «εκδίκηση της συζύγου, όταν ο άνδρας της την έχει ανάγκη για να βάλει το παλτό του». Όταν το είχα πρωτοδιαβάσει μου είχε φανεί εξαιρετικά εύστοχο και εξαιρετικά κυνικό. Ο αντίχειρας «του Χρήστου» ήταν ένας αντίλογος στην παρατήρηση αυτή, που ευχόμουν από τότε να υπήρχε, αλλά και που αρνούμουν να τον εφεύρω από μόνος μου.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v