5 υπέροχα νεοκλασικά της Αθήνας και οι ιστορίες τους
Τα ωραιότερα κτίρια της Αθήνας σχεδιάστηκαν τον 19ο αιώνα. Και έχουν να διηγηθούν μερικές υπέροχες ιστορίες.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ηρώς Κουνάδη
Τι ήταν το Ιλίου Μέλαθρον πριν γίνει ένα από τα πιο αγαπημένα café μουσείων των Αθηναίων; Ποιος έμενε σε αυτό το υπέροχο νεοκλασικό της Πλατείας Κοτζιά, που φωτίζεται ατμοσφαιρικά τα βράδια; Ποιο είναι το ωραιότερο νεοκλασικό που σχεδίασε για την Αθήνα ο Τσίλλερ; Εδώ οι απόψεις διίστανται. Για όλα τα υπόλοιπα, έχουμε απαντήσεις –και μεγάλες, χορταστικές ιστορίες.
Το Μέγαρο Κυριακούλη Μαυρομιχάλη
Ένα από τα ομορφότερα νεοκλασικά της πόλης, το τριώροφο στη γωνία Αμαλίας και Ξενοφώντος, που στεγάζει σήμερα τα γραφεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα, σχεδιάστηκε από τον Θεόφιλο Χάνσεν (της Αθηναϊκής Τριλογίας) το 1870.
Ιδιοκτήτης του ήταν ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, εγγονός του ομώνυμου ήρωα της Επανάστασης και πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1909-10. Το μέγαρο στέγασε για τρία χρόνια τη Ρωσική Πρεσβεία, από το 1876-79, κι έγινε θρύλος για τις χοροεσπερίδες του ρώσου πρέσβη Σαβούρωφ, οι οποίες ξεπερνούσαν σε πολυτέλεια κάθε άλλη στην πόλη.
Τα κουτσομπολιά της εποχής ήθελαν τη διαβίωση του Σαβούρωφ να κοστίζει όσο αυτή όλων των άλλων πρέσβεων μαζί. Ο Ρώσος Πρέσβης διέθετε τέσσερις άμαξες, και πολλά άλογα και σκυλιά στον κήπο του Μεγάρου του, τα οποία χάρισε λένε στους Αθηναίους όταν έφυγε για να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα στο Βερολίνο.
Το Μέγαρο Σταθάτου
Είναι νεοκλασικό, είναι και εκλεκτικιστικό, είναι κτίριο-κόσμημα, έχει και τη βαριά υπογραφή του Ερνέστου Τσίλλερ. Κτίστηκε το 1895, ως κατοικία και έδρα των επιχειρήσεων του Ιθακήσιου εφοπλιστή και εμπόρου άνθρακα Όθωνα Σταθάτου. Στα δύο του κτίρια, που σήμερα στεγάζουν το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, απλώνονταν τότε το γραφείο του Σταθάτου, τα υπνοδωμάτια, οι ξενώνες και οι χώροι υποδοχής (στο κυρίως κτίριο) και οι στάβλοι, το αμαξοστάσιο και τα δωμάτια του προσωπικού (στο κτίριο της Ηροδότου).
Οι απόγονοι του Όθωνα Σταθάτου το παραχώρησαν στο ελληνικό δημόσιο, και το μέγαρο στέγασε διαδοχικά την βουλγαρική πρεσβεία, τη λέσχη αξιωματικών της Βρετανίας (η οποία το επίταξε το 1945), την καναδική πρεσβεία ως το 1970 και την πρεσβεία της Λιβύης. Το 1982 αγοράστηκε από την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, από την οποία το 1991 παραχωρήθηκε στο Ίδρυμα Γουλανδρή για να στεγάσει τη νέα πτέρυγα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
Το Μέγαρο της Εθνικής Τράπεζας
Το μεγαλειώδες κτίριο της Πλατείας Κοτζιά, που τις νύχτες φωτίζεται αριστουργηματικά, ήταν αρχικά δύο κτίρια, όπως φαίνεται στην παραπάνω φωτογραφία. Το αριστερό ήταν το υπέροχο νεοκλασικό σπίτι του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κυριάκου Δομνάνδου, που κτίστηκε το 1837. Το κτίριο στα δεξιά ήταν το «Ξενοδοχείο της Αγγλίας» που ανήκε στον ιταλό επιχειρηματία Φραγκίσκου Φεράλδη και θεωρούταν το καλύτερο ξενοδοχείο της Αθήνας τη δεκαετία 1840-1850.
Ο ιδρυτής της Εθνικής Τράπεζας, Γεώργιος Σταύρου, αγόρασε το 1845 την οικία Δομνάδου, για να στεγάσει την τράπεζα, και μια δεκαετία αργότερα, με την επέκταση των εργασιών της, το άλλοτε Ξενοδοχείο της Αγγλίας. Τα δυο κτίρια ενοποιήθηκαν το 1898-1900 από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Ευγένιο Τρουμ στο ενιαίο μέγαρο που ξέρουμε σήμερα. Οι διοικητές και υποδιοικητές της τράπεζας κατοικούσαν, μαζί με τις οικογένειές τους, στο μέγαρο, μέχρι το 1914.
Το Μέγαρο Ανδρέα Συγγρού
Αν το όνομα δεν σας λέει κάτι, μπορούμε να το θέσουμε αλλιώς: Υπουργείο Εξωτερικών. Στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Ζαλοκώστα, απέναντι από τη Βουλή, βρίσκεται το ολόλευκο κτίριο που αποτελεί κατά πολλούς το αριστούργημα του Τσίλλερ –κατ’ άλλους τον τίτλο αυτό διεκδικούν εξίσου και το Μέγαρο Βούρου, που στέγαζε τους κινηματογράφους Αττικόν και Απόλλων, και το Ιλίου Μέλαθρον, που είναι σήμερα το Νομισματικό Μουσείο.
Το Μέγαρο του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού, λοιπόν, σχεδιάστηκε από τον Ερνέστο Τσίλλερ το 1873, και εξοπλίστηκε με τα καλύτερα κρύσταλλα, μάρμαρα, τζάκια και έπιπλα που ήρθαν από τας Ευρώπας, δίνοντας τροφή για κουτσομπολιά στους Αθηναίους του 19ου αιώνα, που αγαπούσαν πολύ τα κουτσομπολιά. Στο υπόγειο του μεγάρου, όπου ο Ανδρέας Συγγρός έζησε ως τον θάνατό του το 1899, υπήρχε ένα από τα πρώτα σφαιριστήρια της Αθήνας.
Το 1899, όταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος παντρεύτηκε την Σοφία, εδώ φιλοξενήθηκαν οι επισημότεροι των επισήμων προσκεκλημένων από το εξωτερικό. Το 1921, η Ιφιγένεια Συγγρού κληροδότησε το μέγαρο στο ελληνικό δημόσιο, για να στεγαστεί εδώ το Υπουργείο Εξωτερικών.
Το Ιλίου Μέλαθρον
«Έζησα όλη μου τη ζωή σε μικρό σπίτι, θέλω να περάσω τα χρόνια που μου απομένουν σε ένα μεγάλο. Διάλεξε εσύ όποιο ρυθμό θέλεις, το μόνο που θέλω εγώ είναι μια μεγάλη μαρμάρινη σκάλα να πηγαίνει στο επάνω πάτωμα. Και μια ταράτσα».
Αυτά, σε ελεύθερη απόδοση, είπε στον Ερνέστο Τσίλλερ ο άνθρωπος-θρύλος που έσκαβε την Τροία και τις Μυκήνες ενώ οι σοβαροί αρχαιολόγοι τον έλεγαν τρελό, καθότι ήταν γνωστό τοις πάσι πως ο Αγαμέμνονας κι η πόλη του δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν μύθο, και ο Τρωικός Πόλεμος δεν έγινε ποτέ. Το όνομά του –μάλλον το ξέρετε ήδη– ήταν Ερρίκος Σλήμαν, και ο παραπάνω διάλογος εκτυλίχθηκε το 1875, όταν ο πρώην ερασιτέχνης αρχαιολόγος είχε ήδη ερωτευτεί μια Ελληνίδα, την Σοφία, και είχε αποφασίσει να μείνει στην Αθήνα. Και φυσικά, ποιος ιδανικότερος να αναλάβει τα σχέδια του σπιτιού του, από τον συμπατριώτη του και αρχιτέκτονα-σταρ της εποχής, Ερνέστο Τσίλλερ;
Το αριστούργημα που προέκυψε από την έμπνευση του Τσίλλερ και τους εξαιρετικά ευέλικτους όρους του Σλήμαν είναι ίσως το ωραιότερο νεοκλασικό της Αθήνας, που στεγάζει σήμερα το Νομισματικό Μουσείο και τον εξαίσιο κήπο του.
Το 1926, τριάντα έξι χρόνια μετά τον θάνατο του Σλήμαν, το ελληνικό δημόσιο αγόρασε το κτίριο και στέγασε εκεί το συμβούλιο της Επικρατείας (1929-1934), τον Άρειο Πάγο (ως το 1981) και το Εφετείο (1981-1983). Το 1985 αποφασίστηκε να μετατραπεί στο Νομισματικό Μουσείο, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την συλλογή νομισμάτων του ίδιου του Σλήμαν. Φτωχή αποκατάσταση της απογοήτευσης που πέρασε εκείνος με το ελληνικό δημόσιο, το οποίο αρνιόταν πεισματικά να φτιάξει το μουσείο που ζητούσε, για να στεγάσει τον Θησαυρό της Τροίας –τον οποίο απογοητευμένος από την αδιαφορία της Ελλάδας παραχώρησε τελικά στο γερμανικό κράτος.