Ο κ. Αναστασάκης είναι Διευθυντής του Ιδεοθεάτρου , Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, Φιλοσοφίας, Μυθολογίας και Τέχνης. Διδάσκει αρχαία ελληνικά σε παιδιά και ενήλικες, καθώς και ελληνική μυθολογία, πυθαγόρεια φιλοσοφία, ορφική κοσμολογία, μαθήματα αστρονομίας και ορθοφωνία. Διδάσκει, επίσης, στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Φαντάζομαι ότι θα σε απογοητεύσω» χαμογελά, υποθέτοντας ότι περιμένω να συναντήσω έναν γραφικό δωδεκαθεϊστή, που κάνει επικλήσεις στον Δία.
«Η αρχαία ελληνική θρησκεία», μου λέει, «έχει ένα εξωτερικό κι ένα εσωτερικό πρόσωπο. Το εξωτερικό πρόσωπο ήταν η θρησκεία που είχε ο απλός κόσμος, με τις λαϊκές του εορτές. Αυτή η εξωτερική θρησκεία ήταν μια αντανάκλαση, πολλές φορές ψευδής και παραποιημένη, της πνευματικής έννοιας του θρησκευτικού ενδύματος που είχαν τα μυστήρια. Στο εσωτερικό της αρχαίας ελληνική θρησκείας, αυτό που εκφράζεται στα μυστήρια, η θρησκεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιστήμη, την τέχνη και την φιλοσοφία. Αυτό που λέμε αρχαία ελληνική θρησκεία δεν υπάρχει μεμονωμένα. Επιστήμη, τέχνη, φιλοσοφία, θρησκεία αποτελούν ένα.
«Για να πιστέψεις πρέπει να έχεις γνώση. Εάν δεν προηγείται ο ορθός λόγος και η σύνδεσή του με κάποιους νόμους φυσικούς και πνευματικούς, τι να πιστέψεις; Να στηριχτείς μόνο σε μια πνευματική ανάγκη, ορμέμφυτη του ανθρώπου να έρχεται σε επαφή με το θείο; Αυτό είναι εντελώς ανόητο. Και η ελληνική θρησκεία απευθύνεται αμιγώς σε νοήμονες και σε ελεύθερα πνεύματα, και όχι σε ανόητους, χρησιμοποιώντας μια εξωτερική ηθική και μια συναισθηματική σύνδεση προς το θείο.
«Δεν έχω καμία σχέση, λοιπόν, με αυτό που ονομάζεται Δωδεκάθεο, ή δωδεκαθεϊστής στη συνείδηση του κόσμου. Είμαστε αμιγώς φιλόσοφοι. Η φιλοσοφία είναι η θρησκεία. Η θρησκεία είναι η αναζήτηση της αλήθειας, την οποία μπορεί να βρει κανείς ερευνώντας τους νόμους της φύσεως. Σαφώς μέσα στη διαδικασία ερεύνης των φυσικών νόμων βρίσκεται κανείς ενώπιον των πνευματικών νόμων, οι οποίοι έχουν κάποιους εφόρους. Αυτοί οι επόπτες των πνευματικών νόμων είναι νοήμονα πνεύματα, αυτά που η λαϊκή παράδοση μπορεί να ονομάσει θεούς.
«Σαφέστατα, προς τις οντότητες αυτές, υπάρχει άπειρος σεβασμός και αγάπη. Δεν υπάρχει, όμως, λατρεία. Η λατρεία αποδίδεται αποκλειστικά στη μητέρα φύση, και στους νόμους αυτής. Οι πρόγονοί μας δεν λάτρευαν τους θεούς τους. Τους αγαπούσαν. Γι’ αυτό και τους είχαν δώσει την ανθρωπόμορφη αυτή έκφραση, και βεβαίως μία πνευματική οντότητα που είναι πέραν του περιβάλλοντος της Γης, δεν έχει δηλαδή την οργανική φύση τη δική μας.
«Όλα τα άλλα που βγαίνουν προς τα έξω είναι αυθόρμητες προσπάθειες ανθρώπων συναισθηματικά συνδεδεμένων με την πνευματική παράδοση της Ελλάδος, που πολλάκις λειτουργούν και ως πολιτικές έριδες, οι οποίες δεν κάνουν καλό σε αυτό που θα λέγαμε προαγωγή του ελληνικού πνεύματος. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν φωνασκίες από διάφορα φασιστοειδή στοιχεία που χρησιμοποιούν είτε για εμπορικούς είτε για πολιτικούς λόγους το κομμάτι αυτό της Αρχαίας Ελλάδος.
«Είναι αλήθεια ότι ο Έλληνας σήμερα έχει συνειδητοποιήσει την καταστροφή που έχει κάνει ο χριστιανισμός στο ελληνικό έθνος, την ελληνική παιδεία και στον ελληνικό πολιτισμό. Και αναζητά ο απλός κόσμος την ταυτότητά του, μέσα στη γλώσσα του, στην αλήθεια και την ιστορία που του έχουν κρύψει, ακόμα και μέσα στη θρησκευτική του ταυτότητα. Εκμεταλλευόμενοι, λοιπόν, αυτήν την αναζήτηση διάφοροι –όχι απαραίτητα εκμεταλλευόμενοι με την αρνητική έννοια– προσπαθούν έτσι να εκφραστούν. Αλλά αυτό γνωρίζουν, αυτό εκφράζουν. Δημιουργούν, λοιπόν, διάφορα τέτοιου είδους κινήματα. Με τα χρόνια, πιστεύω, θα βγει κάτι πιο σοβαρό από όλα αυτά».
Η συζήτηση έρχεται στη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών ναών ως λατρευτικών χώρων –αίτημα που έχει διατυπωθεί πολλές φορές στο παρελθόν, από διάφορες ομάδες. «Δικαιούμεθα τους ναούς μας, σαφέστατα» λέει ο κ. Αναστασάκης. «Όχι, όμως, στα πλαίσια μιας θρησκευτικής προσεγγίσεως. Δεν πιστεύω στη θρησκεία. Δεν μπορείς να λειτουργήσεις την θρησκεία χωρίς την παιδεία και χωρίς την φιλοσοφία. Οι ναοί μας, και όλα τα μεγάλα κέντρα όπως οι Δελφοί, θα πρέπει σαφέστατα να λειτουργήσουν, και στα πλαίσια ενός πολιτιστικού τουρισμού αλλά και στα πλαίσια της αναβίωσης της επιστημονικής γνώσεως που υπήρχε μέσα στα κέντρα αυτά. Τα μυστήρια, η φιλοσοφία μας, η θρησκεία μας ήταν γνωσιολογικά σκηνώματα νόμων και λειτουργιών. Μόνο διά της παιδείας, μόνο διά της γνώσεως μπορεί να προσεγγίσει κάποιος τον θείο κόσμο».
Αντιτείνω το επιχείρημα της παλαιότητας των αρχαιολογικών χώρων, και του κινδύνου καταστροφής της πολιτιστικής μας κληρονομιάς από την καθημερινή τους χρήση, που προβάλλει σαν επιχείρημα για την σχετικά άρνησή του το Υπουργείο Πολιτισμού. «Θα μπορούσε κάλλιστα να δημιουργηθεί κάτι σε έναν περιβάλλοντα χώρο, ή θα μπορούσαν κάποιοι ναοί να αναστηλωθούν» απαντά ο κ. Αναστασάκης. ««Ο ναός του Ηφαίστου, για παράδειγμα είναι ένας υπέρλαμπρος ναός που έχει διατηρηθεί μέσα στους αιώνες, φέροντας την αρχαία του αίγλη, όπου κάλλιστα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στον χώρο αυτό κάποιες εκπαιδευτικές εκφράσεις της ελληνικής θρησκείας, και όχι θρησκευτικές με την έννοια του θρησκεύεσθαι σε λαϊκό επίπεδο. Δεν βγάζουμε τον Χριστό για να βάλουμε στη θέση του τον Διόνυσο.
«Με βλέπεις τόσο κάθετο στο θέμα των θρησκειών, γιατί όλες οι θρησκείες θέλουν οπαδούς. Όλες οι θρησκείες θέλουν τους πελάτες τους. Η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν θέλει κανέναν οπαδό, δεν θέλει κανέναν ακόλουθο, κανένα πιστό. Η ελληνική θρησκεία σε διδάσκει πώς εσύ θα εκδηλώσεις τις ψυχικές και πνευματικές σου δυνάμεις για να γίνεις εσύ θεός. Η ελληνική παράδοση, η πνευματική και φιλοσοφική, σε εκπαιδεύει για να γίνεις δάσκαλος, κι όχι να είσαι “yes, master” πίσω από οποιονδήποτε φιλόσοφο. Σε εκπαιδεύει για να γίνεις ήρωας, να εκδηλώσεις δηλαδή την αρετή της ανδρείας, και όχι να είσαι με τον φόβο του οποιουδήποτε θεού. Αυτή είναι μια χαώδης διαφορά ανάμεσα στον αρχαίο κόσμο, τον πνευματικό κόσμο των Ελλήνων και στον σύγχρονο κόσμο, τον χριστιανικό, που στηρίχτηκε πάνω στον φόβο του θεού - μπαμπούλα γιατί θέλει τον άνθρωπο φοβισμένο, ελεγχόμενο από την κάθε πνευματική αρχή.
«Ξεκαθαρίζεται από τον Πλάτωνα, στην Πολιτεία του, ότι πόλις είναι η ανθρώπινη ψυχή, και ιδανικό πολίτευμα για να κυβερνηθεί η πόλις, η ανθρώπινη ψυχή, είναι η δικαιοσύνη. Η υπάτη των αρετών που ενέχει όλες τις άλλες αρετές. Νομίζεις λοιπόν εσύ, ή οποιοσδήποτε άλλος, ότι μπορούμε να κατακτήσουμε τη δικαιοσύνη διαμέσου οιασδήποτε θρησκείας; Σαφώς και όχι. Η δικαιοσύνη αποτελεί σύνθεση όλων των αρετών. Και είναι η κορύφωσις όλων των συνειδητοποιήσεων που μπορεί να έχει ο άνθρωπος σε όλα τα επίπεδα της γνώσεως, της επιστήμης, της τέχνης και της φιλοσοφίας. Η γνώση είναι ο θεός».
Κλείνοντας, ζητώ τη γνώμη του για το πώς θα επιτευχθεί η αρμονική συνύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικές θρησκείες, σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπως είναι η Αθήνα. «Μια χαρά είναι τα πράγματα» μου απαντά. «Πιστεύω ότι έχει το δικαίωμα κάθε άνθρωπος να εκφράζεται, να εκφράζει την θρησκευτική και τη φιλοσοφική του συνείδηση όποτε αισθάνεται ότι το έχει ανάγκη. Δεν είμαι ενάντια στο να δημιουργηθεί ένα μουσουλμανικό τέμενος, αλλά θέλω από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί αυτό να επαναλειτουργήσουν και οι αρχαίοι ναοί. Δεν μπορείς να αναγνωρίζεις μια θρησκεία ενός ξένου λαού και να μην αναγνωρίζεις τη θρησκεία του δικού σου».
«Η αρχαία ελληνική θρησκεία», μου λέει, «έχει ένα εξωτερικό κι ένα εσωτερικό πρόσωπο. Το εξωτερικό πρόσωπο ήταν η θρησκεία που είχε ο απλός κόσμος, με τις λαϊκές του εορτές. Αυτή η εξωτερική θρησκεία ήταν μια αντανάκλαση, πολλές φορές ψευδής και παραποιημένη, της πνευματικής έννοιας του θρησκευτικού ενδύματος που είχαν τα μυστήρια. Στο εσωτερικό της αρχαίας ελληνική θρησκείας, αυτό που εκφράζεται στα μυστήρια, η θρησκεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιστήμη, την τέχνη και την φιλοσοφία. Αυτό που λέμε αρχαία ελληνική θρησκεία δεν υπάρχει μεμονωμένα. Επιστήμη, τέχνη, φιλοσοφία, θρησκεία αποτελούν ένα.
«Για να πιστέψεις πρέπει να έχεις γνώση. Εάν δεν προηγείται ο ορθός λόγος και η σύνδεσή του με κάποιους νόμους φυσικούς και πνευματικούς, τι να πιστέψεις; Να στηριχτείς μόνο σε μια πνευματική ανάγκη, ορμέμφυτη του ανθρώπου να έρχεται σε επαφή με το θείο; Αυτό είναι εντελώς ανόητο. Και η ελληνική θρησκεία απευθύνεται αμιγώς σε νοήμονες και σε ελεύθερα πνεύματα, και όχι σε ανόητους, χρησιμοποιώντας μια εξωτερική ηθική και μια συναισθηματική σύνδεση προς το θείο.
«Δεν έχω καμία σχέση, λοιπόν, με αυτό που ονομάζεται Δωδεκάθεο, ή δωδεκαθεϊστής στη συνείδηση του κόσμου. Είμαστε αμιγώς φιλόσοφοι. Η φιλοσοφία είναι η θρησκεία. Η θρησκεία είναι η αναζήτηση της αλήθειας, την οποία μπορεί να βρει κανείς ερευνώντας τους νόμους της φύσεως. Σαφώς μέσα στη διαδικασία ερεύνης των φυσικών νόμων βρίσκεται κανείς ενώπιον των πνευματικών νόμων, οι οποίοι έχουν κάποιους εφόρους. Αυτοί οι επόπτες των πνευματικών νόμων είναι νοήμονα πνεύματα, αυτά που η λαϊκή παράδοση μπορεί να ονομάσει θεούς.
«Σαφέστατα, προς τις οντότητες αυτές, υπάρχει άπειρος σεβασμός και αγάπη. Δεν υπάρχει, όμως, λατρεία. Η λατρεία αποδίδεται αποκλειστικά στη μητέρα φύση, και στους νόμους αυτής. Οι πρόγονοί μας δεν λάτρευαν τους θεούς τους. Τους αγαπούσαν. Γι’ αυτό και τους είχαν δώσει την ανθρωπόμορφη αυτή έκφραση, και βεβαίως μία πνευματική οντότητα που είναι πέραν του περιβάλλοντος της Γης, δεν έχει δηλαδή την οργανική φύση τη δική μας.
«Όλα τα άλλα που βγαίνουν προς τα έξω είναι αυθόρμητες προσπάθειες ανθρώπων συναισθηματικά συνδεδεμένων με την πνευματική παράδοση της Ελλάδος, που πολλάκις λειτουργούν και ως πολιτικές έριδες, οι οποίες δεν κάνουν καλό σε αυτό που θα λέγαμε προαγωγή του ελληνικού πνεύματος. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν φωνασκίες από διάφορα φασιστοειδή στοιχεία που χρησιμοποιούν είτε για εμπορικούς είτε για πολιτικούς λόγους το κομμάτι αυτό της Αρχαίας Ελλάδος.
«Είναι αλήθεια ότι ο Έλληνας σήμερα έχει συνειδητοποιήσει την καταστροφή που έχει κάνει ο χριστιανισμός στο ελληνικό έθνος, την ελληνική παιδεία και στον ελληνικό πολιτισμό. Και αναζητά ο απλός κόσμος την ταυτότητά του, μέσα στη γλώσσα του, στην αλήθεια και την ιστορία που του έχουν κρύψει, ακόμα και μέσα στη θρησκευτική του ταυτότητα. Εκμεταλλευόμενοι, λοιπόν, αυτήν την αναζήτηση διάφοροι –όχι απαραίτητα εκμεταλλευόμενοι με την αρνητική έννοια– προσπαθούν έτσι να εκφραστούν. Αλλά αυτό γνωρίζουν, αυτό εκφράζουν. Δημιουργούν, λοιπόν, διάφορα τέτοιου είδους κινήματα. Με τα χρόνια, πιστεύω, θα βγει κάτι πιο σοβαρό από όλα αυτά».
Η συζήτηση έρχεται στη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών ναών ως λατρευτικών χώρων –αίτημα που έχει διατυπωθεί πολλές φορές στο παρελθόν, από διάφορες ομάδες. «Δικαιούμεθα τους ναούς μας, σαφέστατα» λέει ο κ. Αναστασάκης. «Όχι, όμως, στα πλαίσια μιας θρησκευτικής προσεγγίσεως. Δεν πιστεύω στη θρησκεία. Δεν μπορείς να λειτουργήσεις την θρησκεία χωρίς την παιδεία και χωρίς την φιλοσοφία. Οι ναοί μας, και όλα τα μεγάλα κέντρα όπως οι Δελφοί, θα πρέπει σαφέστατα να λειτουργήσουν, και στα πλαίσια ενός πολιτιστικού τουρισμού αλλά και στα πλαίσια της αναβίωσης της επιστημονικής γνώσεως που υπήρχε μέσα στα κέντρα αυτά. Τα μυστήρια, η φιλοσοφία μας, η θρησκεία μας ήταν γνωσιολογικά σκηνώματα νόμων και λειτουργιών. Μόνο διά της παιδείας, μόνο διά της γνώσεως μπορεί να προσεγγίσει κάποιος τον θείο κόσμο».
Αντιτείνω το επιχείρημα της παλαιότητας των αρχαιολογικών χώρων, και του κινδύνου καταστροφής της πολιτιστικής μας κληρονομιάς από την καθημερινή τους χρήση, που προβάλλει σαν επιχείρημα για την σχετικά άρνησή του το Υπουργείο Πολιτισμού. «Θα μπορούσε κάλλιστα να δημιουργηθεί κάτι σε έναν περιβάλλοντα χώρο, ή θα μπορούσαν κάποιοι ναοί να αναστηλωθούν» απαντά ο κ. Αναστασάκης. ««Ο ναός του Ηφαίστου, για παράδειγμα είναι ένας υπέρλαμπρος ναός που έχει διατηρηθεί μέσα στους αιώνες, φέροντας την αρχαία του αίγλη, όπου κάλλιστα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στον χώρο αυτό κάποιες εκπαιδευτικές εκφράσεις της ελληνικής θρησκείας, και όχι θρησκευτικές με την έννοια του θρησκεύεσθαι σε λαϊκό επίπεδο. Δεν βγάζουμε τον Χριστό για να βάλουμε στη θέση του τον Διόνυσο.
«Με βλέπεις τόσο κάθετο στο θέμα των θρησκειών, γιατί όλες οι θρησκείες θέλουν οπαδούς. Όλες οι θρησκείες θέλουν τους πελάτες τους. Η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν θέλει κανέναν οπαδό, δεν θέλει κανέναν ακόλουθο, κανένα πιστό. Η ελληνική θρησκεία σε διδάσκει πώς εσύ θα εκδηλώσεις τις ψυχικές και πνευματικές σου δυνάμεις για να γίνεις εσύ θεός. Η ελληνική παράδοση, η πνευματική και φιλοσοφική, σε εκπαιδεύει για να γίνεις δάσκαλος, κι όχι να είσαι “yes, master” πίσω από οποιονδήποτε φιλόσοφο. Σε εκπαιδεύει για να γίνεις ήρωας, να εκδηλώσεις δηλαδή την αρετή της ανδρείας, και όχι να είσαι με τον φόβο του οποιουδήποτε θεού. Αυτή είναι μια χαώδης διαφορά ανάμεσα στον αρχαίο κόσμο, τον πνευματικό κόσμο των Ελλήνων και στον σύγχρονο κόσμο, τον χριστιανικό, που στηρίχτηκε πάνω στον φόβο του θεού - μπαμπούλα γιατί θέλει τον άνθρωπο φοβισμένο, ελεγχόμενο από την κάθε πνευματική αρχή.
«Ξεκαθαρίζεται από τον Πλάτωνα, στην Πολιτεία του, ότι πόλις είναι η ανθρώπινη ψυχή, και ιδανικό πολίτευμα για να κυβερνηθεί η πόλις, η ανθρώπινη ψυχή, είναι η δικαιοσύνη. Η υπάτη των αρετών που ενέχει όλες τις άλλες αρετές. Νομίζεις λοιπόν εσύ, ή οποιοσδήποτε άλλος, ότι μπορούμε να κατακτήσουμε τη δικαιοσύνη διαμέσου οιασδήποτε θρησκείας; Σαφώς και όχι. Η δικαιοσύνη αποτελεί σύνθεση όλων των αρετών. Και είναι η κορύφωσις όλων των συνειδητοποιήσεων που μπορεί να έχει ο άνθρωπος σε όλα τα επίπεδα της γνώσεως, της επιστήμης, της τέχνης και της φιλοσοφίας. Η γνώση είναι ο θεός».
Κλείνοντας, ζητώ τη γνώμη του για το πώς θα επιτευχθεί η αρμονική συνύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικές θρησκείες, σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπως είναι η Αθήνα. «Μια χαρά είναι τα πράγματα» μου απαντά. «Πιστεύω ότι έχει το δικαίωμα κάθε άνθρωπος να εκφράζεται, να εκφράζει την θρησκευτική και τη φιλοσοφική του συνείδηση όποτε αισθάνεται ότι το έχει ανάγκη. Δεν είμαι ενάντια στο να δημιουργηθεί ένα μουσουλμανικό τέμενος, αλλά θέλω από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί αυτό να επαναλειτουργήσουν και οι αρχαίοι ναοί. Δεν μπορείς να αναγνωρίζεις μια θρησκεία ενός ξένου λαού και να μην αναγνωρίζεις τη θρησκεία του δικού σου».