Τα κυριακάτικα τραπεζώματα, ο μεσημεριανός ύπνος, οι ευχετήριες κάρτες και άλλες συνήθειες που... ποιος θα το περίμενε πως κάποτε θα μας λείψουν;
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ηρώς Κουνάδη
Έχει ενδιαφέρον να προσπαθεί να μαντέψει κανείς τι θα νοσταλγούμε από την σημερινή εποχή σε είκοσι χρόνια. «Θυμάσαι τότε που ποστάραμε τραγουδάκια ο ένας στο προφίλ του άλλου;». Ή «πωπω, κάποτε παίρναμε τηλέφωνο στο εστιατόριο για να κλείσουμε τραπέζι, και πιάναμε ολόκληρη κουβέντα, αντί να πατάμε απλώς ένα κουμπί».
Μη γελάτε, αν σας έλεγαν πριν από είκοσι χρόνια πως κάποια στιγμή θα πρέπει να ενημερώνετε τον κόσμο ότι θα γιορτάσετε για να έρθει στην γιορτή σας, πιθανότατα δεν θα το πιστεύατε. Ιδού πέντε παραδοσιακές συνήθειες που χάνουμε, αργά αλλά σταθερά.
Ο μεσημεριανός ύπνος: Μας έκανε να μουτρώνουμε και να κρύβουμε τα Αλμανάκο κάτω από το μαξιλάρι τότε που ήταν «υποχρεωτικός». Τον εκτιμήσαμε τώρα που μας τον στέρησαν τα ωράρια 9-5 (στην καλύτερη) και οι ολοήμερες βάρδιες (στην χειρότερη). Τον απολαμβάνουμε, πού και πού, στις καλοκαιρινές διακοπές, με τα παντζούρια μισόκλειστα και τις ηλιαχτίδες να τρυπώνουν από τις χαραμάδες, στην πιο καλοκαιρινή ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων.
Τα κυριακάτικα τραπέζια: Κάποιοι τα τιμούν ακόμα, είναι όμως σίγουρα σπανιότερα, πιο «γκράντε» και λιγότερο οικογενειακά. Μας λείπουν, κυρίως, στην καλοκαιρινή τους βερσιόν, τότε που οι μουσαμάδες στρώνονταν σε πρόχειρα τραπέζια σε μπαλκόνια και αυλές, οι λευκές πλαστικές καρέκλες απλώνονταν γύρω τους, και τα νεότερα μέλη της οικογένειας έτρωγαν τα γεμιστά τους με τα μαγιό και τα αλάτια στα μαλλιά.
Οι επισκέψεις στις γιορτές: Δεν ήταν πάρτι. Δεν προϋπέθεταν προσκλήσεις, οργάνωση, ποιος μπορεί πότε, και τι ώρα θα σχολάσει ο τάδε για να μην ξεκινήσουμε να τρώμε νωρίτερα. Αν γιόρταζες, απλώς ο κόσμος θα ερχόταν στο σπίτι και θα σου χτυπούσε το κουδούνι. Το γλέντι θα στηνόταν αυθόρμητα –κι αν όχι, κανείς δεν ήταν υποχρεωμένος να κάτσει παραπάνω από μισή ώρα. Η κλασική δικαιολογία ότι «έχεις να πας σε πολλούς» (ειδικά αν η γιορτή ήταν δημοφιλής, του Αγίου Δημητρίου λόγου χάριν) σε έσωζε αναίμακτα από πολλές βαρετές μαζώξεις.
Οι ευχετήριες κάρτες: Και οι κάρτες γενικώς, τώρα που το σκεφτόμαστε. Όχι μόνο αυτές που εύχονταν «Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το νέο έτος», τις οποίες μας στέλνουν ακόμα κάποια τουριστικά/ δικηγορικά/ λογιστικά γραφεία, με τα οποία συνδιαλλαχθήκαμε πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά είναι ψυχρές και απρόσωπες και δε μετράνε. Κυρίως οι καρτ-ποστάλ που στέλναμε, αντί για MMS και post στο Facebook, για να ενημερώσουμε φίλους και οικογένεια πόσο ωραία είναι η Σαντορίνη/ η Ρώμη/ η άκρη του κόσμου στην οποία νομίζαμε πως βρισκόμασταν, κι ας είχαμε απλώς πεταχτεί ως την άλλη όχθη του Αιγαίου. Έξτρα μπόνους, το ότι έφταναν συχνά αφού είχαμε γυρίσει, κι είχαμε διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια πόσες ακριβώς διαφορές είχε η «άκρη του κόσμου» με την Ελλάδα.
Οι φωτογραφίες στο άλμπουμ: Υπήρχε μια ιεροτελεστία γύρω από τις φωτογραφίες μας, τότε που δεν τραβούσαμε 322 την ημέρα. Έπρεπε να περιμένεις το φιλμ να τελειώσει, να το πας για εμφάνιση, να πάρεις τις φωτογραφίες δυο μέρες μετά, και να αρχίσεις να τις τακτοποιείς στο άλμπουμ, με λεζάντες τύπου «εμείς στην Ικαρία, Αύγουστος 1997» από κάτω. Η αξία του να ανακαλύπτεις τέτοια άλμπουμ και να τα ξεφυλλίζεις τώρα, είκοσι ή και παραπάνω χρόνια μετά, είναι ανεκτίμητη.