9 Έλληνες μιλούν από την... άκρη του χάρτη

Πώς κυλά η ζωή τον χειμώνα στην παραμεθόριο και στα ακριτικά νησιά; Ποιες οι δυσκολίες, αλλά και η ομορφιά της; Μόνιμοι κάτοικοι από την… άκρη της Ελλάδας μιλούν στο In2life.
9 Έλληνες μιλούν από την... άκρη του χάρτη
του Νικόλα Γεωργιακώδη

Για τους κατοίκους των πόλεων η παραμικρή επιδείνωση του καιρού συνοδεύεται με κάθε λογής σχόλια για «βαρύ» χειμώνα. Στο άκουσμα αυτής της λέξης ένας μόνιμος κάτοικος ενός ορεινού χωριού στην Καστοριά ή στον Έβρο πιθανώς να γελούσε περιφρονητικά. «Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια», θα έλεγε και θα συνέχιζε να βάζει ξύλα στην ταλαιπωρημένη σόμπα.

Ο χειμώνας για τους μόνιμους κατοίκους των πιο μακρινών περιοχών της Ελλάδας είναι «βαρύς» από πολλές απόψεις. Οι επισκέπτες του καλοκαιριού έχουν φύγει προ πολλού, υπηρεσίες αυτονόητες για τους κατοίκους της πόλης όπως ιατρική περίθαλψη σπανίζουν, το ίδιο και οι συγκοινωνίες με τον «έξω κόσμο». Όμως φαίνεται πως σε αυτήν την απομονωμένη ζωή κάποιοι βρήκαν την εσωτερική γαλήνη που πάντα επιθυμούσαν, άλλοι γαλουχήθηκαν με αυτήν και δεν προσπάθησαν ποτέ να ξεφύγουν. Γιατί να το κάνουν άλλωστε;

Θέλοντας να μάθουμε περισσότερα για αυτόν τον τρόπο ζωής, επικοινωνήσαμε με κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών της Ελλάδας, από τον Έβρο μέχρι την Καστοριά και από το Καστελόριζο μέχρι την Τήλο και εκείνοι με προθυμία μας μίλησαν για τον χειμώνα της ελληνικής εσχατιάς.

Ο ακριτικός χειμώνας της Καστοριάς και του Έβρου

Ο κ. Σωτήρης, 55 χρονών, εργάζεται στα ΚΕΠ της Διποταμιάς του Δήμου Ακριτών στην Καστοριά. Ο ορεινός αυτός οικισμός βρίσκεται σε 1000 μέτρα υψόμετρο και η διαφορά θερμοκρασίας με την Καστοριά είναι μεγάλη. «Πέφτει πάρα πολύ χιόνι εδώ, πολύ παγωνιά. Οι δρόμοι καθαρίζουν μεν, αλλά επειδή το χιόνι πέφτει συνήθως βράδυ δεν προλαβαίνουν να είναι έτοιμοι το πρωί και έτσι χάνουμε ώρες από τη δουλειά. Ο Δήμος και η Νομαρχία προσπαθούν, αλλά προτεραιότητα έχουν τα απομακρυσμένα βοσκοτόπια για να μην ψοφήσουν τα ζώα», λέει.

Στο χωριό υπάρχουν περίπου τριακόσιοι μόνιμοι κάτοικοι, στην πλειοψηφία τους άτομα τρίτης ηλικίας τα οποία δουλεύουν σε φάρμες με ζώα. Παραδόξως, αρκετοί νέοι έχουν μείνει στο χωριό, κυρίως λόγω της κτηνοτροφίας. «Ο κόσμος εδώ είναι πολύ φιλόξενος και ο χρόνος κυλά αργά. Έχουν κρατήσει τις παραδοσιακές τους ασχολίες, μαζεύονται, πίνουν τα τσιπουράκια τους στα καφενεδάκια και μετά πάνε για ψήσιμο αν έχουν χτυπήσει κάποιο κυνήγι. Έχουμε τέτοιες μικροχαρές εδώ», αναφέρει ο ίδιος για την ζωή στο χωριό. «Μοναδικό μας πρόβλημα είναι η ασφάλεια. Τα σύνορα είναι στα 100 μέτρα και οι αλλοδαποί μπαίνουν μέσα κάνουν πλιάτσικο και φεύγουν. Τις προάλλες φίμωσαν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων και τους πήραν τα χρυσαφικά. Είχε έρθει τις προάλλες ο Υπουργός Γεωργίας όμως δεν μας άφησαν να μιλήσουμε στις κάμερες. Τώρα περιμένουμε να έρθει ο Δένδιας. Ο κόσμος στα φυλάκια δεν φτάνει, έχουν μόνο τέσσερα παιδάκια εκεί τα οποία δεν έχουν καν τη δικαιοδοσία να τους κυνηγήσουν», επισημαίνει για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι.

Η κ. Βούλα 47 χρονών, είναι και αυτή μόνιμη κάτοικος του χωριού και δηλώνει αμετανόητη λάτρης της ζωής στο βουνό. «Είμαστε στην φύση, στην ηρεμία, στην ησυχία. Καμία σχέση με την πόλη και το τσιμέντο της. Το μόνο αρνητικό είναι ότι φοβόμαστε. Το κράτος μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, ποιος όμως θα πάρει τις πρωτοβουλίες δεν ξέρω. Δεν εισακουγόμαστε σε κανέναν τα τελευταία χρόνια.

«Εννοείται όμως ότι θα μείνουμε εδώ. Έχετε καμία καλύτερη λύση; Το χωριό και οι κάτοικοι είναι φιλόξενοι. Αν έρθετε θα καταλάβετε. Εμείς το αγαπάμε το χωριό. Όμως κάτι πρέπει να γίνει με την ασφάλεια. Ελπίζω να μας βοηθήσετε όλοι για ένα καλύτερο αύριο για τη Διποταμιά. Είναι στο χέρι του κράτους να μείνουμε εδώ και να κάνουν το ίδιο και τα παιδιά μας», καταλήγει.

Ο κ. Βαγγέλης είναι κάτοικος Επταχωρίου Καστοριάς και Πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας. Το χωριό έχει 150 μόνιμους κατοίκους και απέχει περίπου τριάντα χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. «Το 70% των κατοίκων είναι άνω των 70. Η καθημερινότητά τους είναι ο γιατρός, τα φάρμακά τους και η επικοινωνία με τα μεγάλα κέντρα. Λεωφορείο δεν έχουμε. Αγροτικό ιατρό περάσαμε και δύο χρόνια που δεν είχαμε, πρόσφατα ήρθε μια κοπέλα. Σαν κοινότητα προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες, όμως δύσκολα τα καταφέρνουμε λόγω συγκυριών», λέει ο ίδιος.


«Έπρεπε να είχαν γίνει πολλά πράγματα χρόνια τώρα για αυτούς τους ανθρώπους. Για να καλυτερεύσει η ζωή τους. Δάσκαλο στο σχολείο δεν έχουμε, πέρυσι έκλεισε το δημοτικό και τα τρία παιδάκια πάνε στο Κεφαλοχώρι πλέον. Έχουμε γύρω στους 20 νέους μόνιμους κατοίκους που δεν έχουν δουλειά. Περνάει η ημέρα χωρίς να κάνουν τίποτα, ζουν από τους γονείς τους και τους παππούδες τους με ένα μεροκάματο την εβδομάδα. Έχουμε επτά μήνες χειμώνα εδώ, μόνο τα ξύλα που χρειάζεται να καταναλώσεις. Δεν βοηθάει ο τόπος, είναι τόπος άγονος, κακοτράχαλος», προσθέτει και κάνει λόγο για την ανάγκη τις τουριστικής προώθησης της περιοχής:

«Μια προβολή, κάτι να γίνει. Ήρθε προχθές ο Νίκος ο Μάνεσης στο διπλανό χωριό στη Ζούζουλη και αντί να δείξει λίγο τοπίο και λίγο φύση, επικεντρώθηκε στο ότι έχουμε τους Αλβανούς που κάνουν ζημιές και καταστρέφουν τον τόπο».

Ο ίδιος πάντως απολαμβάνει την ζωή στο χωριό. «Δεν μου αρέσει η ζωή στην πόλη, εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, είμαι δεμένος με τον τόπο. Να πήγαινα κάτω να δούλευα να έπαιρνα 700€ και στο τέλος του μήνα να ζήταγα από την μάνα μου; Δεν ήθελα να το κάνω. Εδώ πάνω έχω την ηρεμία μου και δεν τα αλλάζουν αυτά τα πράγματα. Θέλω να ελπίσω ότι θα είμαι εδώ για πολλά χρόνια ακόμα και πιστεύω να βοηθήσει η πολιτεία να μην φύγουν αυτοί οι νέοι που είναι εδώ. Όσοι έμειναν. Μόνο αυτό θέλω», καταλήγει.

Στα Δίκαια Έβρου ο χειμώνας είναι εξίσου βαρύς. «Είμαστε όλοι κλεισμένοι μέσα στα σπίτια μας. Άλλος με καλοριφέρ, άλλοι με θερμάστρες. Αλλά έχουμε πλέον συνηθίσει», λέει η κ. Ελένη 82 χρονών.

«Το χωριό απέχει πενήντα μέτρα από τα σύνορα και είναι δίπλα στο ποτάμι», λέει ο γιος της Γιάννης. «Το χωριό έχει γύρω στα 400 άτομα μόνιμους κατοίκους και οι μισοί ασχολούνται με τη γεωργία. Πριν από 3-4 χρόνια φύτευαν τεύτλα και καλαμπόκι. Πλέον έχουν πέσει οι τιμές, ανέβηκε το κόστος καλλιέργειας οπότε αρκετοί από αυτούς που ασχολούνταν με τη γεωργία είτε έφυγαν είτε σταμάτησαν να σπέρνουν», προσθέτει ο ίδιος. Η μεγάλη μεταβολή στον πληθυσμό του χωριού, όπως λέει, έγινε το 2001, όταν πολλοί νέοι έφυγαν για σπουδές και ελάχιστοι γύρισαν πίσω.

«Η περιοχή έδινε καλό εισόδημα από τα χωράφια, όμως πλέον τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και ελάχιστοι είναι εκείνοι που καταφέρνουν να τα βγάλουν πέρα. Παρ’ όλα αυτά δεν το σκεφτόμαστε να φύγουμε από εδώ. Έχουμε γονείς, φίλους. Αυτοί αποτελούν τροχοπέδη. Παρά τις δυσκολίες, θα μείνουμε στο χωριό», καταλήγει.

Η άγονη γραμμή των νησιών

Στο Καστελλόριζο, οι δυσκολίες τον χειμώνα είναι σημαντικές, σύμφωνα με τους μόνιμους κατοίκους. Όπως μας λέει η κ. Αννίτα, 37 χρονών από το τοπικό ΚΕΠ δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή μόνιμος γιατρός. «Τελείωσε η σύμβαση και πλέον έρχεται μόνο ένας γιατρός από τη Ρόδο κάθε δέκα ημέρες. Αν συμβεί κάτι έκτακτο, υπάρχει ένας αναπληρωτής γιατρός και κάποιοι δόκιμοι του στρατού», λέει η ίδια.
Οι συγκοινωνίες με τη Ρόδο γίνονται δύο φορές την εβδομάδα, όμως αν έχει κακοκαιρία οι κάτοικοι δεν μπορούν να πάνε πουθενά. «Ούτε το αεροπλάνο δεν μπορεί να πετάξει αν φυσάει. Η πρόσβαση είναι δύσκολη στο νησί», αναφέρει.

Για την κ. Λίζα, 36 χρονών, η οποία είναι επίσης μόνιμος κάτοικος του νησιού, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο αποκλεισμός, αλλά και η έλλειψη καθηγητών στο νησί. «Και στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια δεν είχαμε μέχρι πρότινος καθηγητές. Μέχρι και την αρχή του Νοέμβρη είχαμε μόνο καθηγητές αγγλικών, γαλλικών, εικαστικών και γυμναστικής. Απείχαν τα παιδιά για δέκα ημέρες και εν τέλει καλύφθηκαν τα κενά. Δεν έχουμε όμως καθηγητή πληροφορικής που είναι μάθημα κατεύθυνσης, επίσης το δημοτικό έγινε από διθέσιο τριθέσιο, δηλαδή ένας δάσκαλος έχει τρεις τάξεις και αυτό είναι πρόβλημα», λέει η ίδια.

Όμως παρά τις δυσκολίες, όπως λέει, η ζωή στο νησί δεν συγκρίνεται με τίποτα: «Τα παιδιά μας έχουν άλλη ποιότητα ζωής. Παίζουν έξω, βλέπουν θάλασσα, έχουν άμεση επαφή με τη φύση. Έχουν όμορφα παιδικά χρόνια να θυμούνται, όμορφες εικόνες. Εδώ η ζωή δεν είναι απρόσωπη και μόνος σου να πας για καφέ, θα βρεις κάποιον να μιλήσεις».

Στην Τήλο, ο κ. Γιώργος έχει τριάντα χρόνια καφενείο στο κέντρο του νησιού. «Ο χειμώνας είναι ένα δράμα σε όλα τα νησιά. Αυτή τη στιγμή είμαστε τρεις και ο κούκος. Και περισσότερο πλήττεται η νεολαία. Δεν έχεις κάτι να κάνεις εδώ, υπάρχουν δύο καφενεία και ένα μπαράκι για ποτό. Όλα τα άλλα μαγαζιά είναι κλειστά», λέει.

«Τον χειμώνα δεν έχει δουλειά. Οι οικοδόμοι έχουν να δουλέψουν εδώ και δύο χρόνια. Φέτος ξεκίνησε μόλις μια οικοδομή, όλα τα άλλα έχουν σταματήσει. Ακόμα και η κτηνοτροφία που ήταν προνόμιο του νησιού, πλέον έχει πέσει. Παλαιότερα όλες οι οικογένειες είχαν ζώα, τώρα οι νέοι δεν ασχολούνται. Τα θέλουν όλα έτοιμα», προσθέτει. Ο ίδιος αγαπά την ζωή στο νησί, όμως σκέφτεται το ενδεχόμενο να φύγει. «Έρχονται ώρες που σκέφτομαι να φύγω, να πάω στην Ταϋλάνδη να ανοίξω ένα μαγαζί εκεί που είναι φθηνή η ζωή. Έχουν πάει πολλοί ροδίτες ήδη. Έχει πολύ τουρισμό και πολύ χρήμα», λέει χαρακτηριστικά.

Από την άλλη πλευρά, ο κ. Βασίλης μένει μόνιμα από το 2002 στην ακριτική Γαύδο των 60 κατοίκων, έχοντας τον μοναδικό ραδιοφωνικό σταθμό της περιοχής. «Άξιζε να υπάρχει μια ελληνική φωνή εδώ. Ερχόμουν σαν επισκέπτης 13 χρόνια στο νησί, είναι υπέροχο. Δυστυχώς όμως οι κάτοικοι είναι όλοι μεγάλης ηλικίας. Οι νέοι που έχουν μείνει μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού ετοιμάζονται να φύγουν για όπου βρουν δουλειά, συνήθως στην Κρήτη», μας λέει.

Και στην Γαύδο ο μόνιμος γιατρός είναι… πολυτέλεια. «Από το τέλος Αυγούστου μέχρι σήμερα, μόνιμο γιατρό δεν έχουμε. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Δεν δηλώνει κανείς γιατρός για την Γαύδο. Παλαιότερα είχαν προνόμια όσοι δήλωναν, τώρα ποιος τολμάει να έρθει εδώ πέρα;», αναρωτιέται. Τον ραδιοφωνικό σταθμό τον κρατά μόνος του και ας μπαίνει μέσα όπως λέει. Παρ’ όλα αυτά δεν σκέφτεται να τα παρατήσει. «Δεν σκέφτομαι να φύγω καν. Θα το παλέψω όσο μπορώ. Εδώ είναι η ζωή μου, το σπίτι μου, τα όνειρα που έχω κάνει, όλα είναι εδώ».

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v