Οικογένεια Τσέντσι: Διαστροφή, έγκλημα και τιμωρία
Τα διαβόητα πάθη μιας θρυλικής αριστοκρατικής οικογένειας του 16ου αιώνα σε μια ενδιαφέρουσα δραματουργική προσέγγιση στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης».
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Γκομούζα
«Υπερβολή, Καμίλλο μου. Η ζωή ενός ανθρώπου να αξίζει τρία στρέμματα μαζί με τα αμπέλια τους». Αδυσώπητα κυνικός και αυτάρεσκα ασεβής, είρωνας και σκωπτικός, «ο πιο πλούσιος και ο πιο αδικαιολόγητος άνδρας σε ολόκληρη τη Ρώμη» του 16ου αιώνα ξεκαθαρίζει με το… καλησπέρα το ποιόν και τις διαθέσεις του. Χωρίς φόβο αλλά με περίσσιο πάθος. Κυρίαρχος στο κεντρικό βάθρο του λιτού σκηνικού και συνάμα εγκλωβισμένος όπως και οι οικείοι του σε μια χρυσοποίκιλτη κορνίζα-βιτρίνα, ο κόμης Τσέντσι ομολογεί τις διαστροφές του, την πανουργία, την πρόθεσή του «να μικρύνει τη μεγάλη του οικογένεια».
«Io sono un monstro. E’finita. Niente scuse» δηλώνει στο νέο έργο που έγραψαν μόλις την περασμένη άνοιξη η Ιόλη Ανδρεάδη και ο Άρης Ασπρούλης. Ένα τέρας, χωρίς δικαιολογίες, που καταφέρνει χάρη στην τεράστια περιουσία του και τη… ροπή της Αγίας Έδρας στο χρυσάφι, να εξαγοράσει ακόμα μερικά εγκλήματα: να σφαγιάσει τους δύο γιους του και να σπιλώσει την τιμή της μοναχοκόρης του. Όταν εκείνη, η Βεατρίκη, και η γυναίκα του Λουκρητία ενορχηστρώνουν τη δολοφονία του για να απαλλαγούν από μια ζωή φρίκης, όταν σκοτώσουν για να μη σκοτώνονται, το ικρίωμα θα τις περιμένει ζεστό παρά την υποστήριξη των Ρωμαίων. Γιατί όπως θα ομολογήσει κι ο απεσταλμένος του Ποντίφικα: «Η κοινή γνώμη είναι μαζί σου. Αλλά η κοινή γνώμη δεν είναι η δική μας. {…} Δεν είναι οι αρχές που σε καταδικάζουν, αλλά η τάξη των πραγμάτων».
Θρυλικά τα πάθη της οικογένειας των Τσέντσι έγιναν μέσα στους αιώνες αφετηρία δημιουργίας για κορυφαίους ποιητές, στοχαστές και καλλιτέχνες. Ο Σέλλεϋ γράφει το 1819 στην Ιταλία την τραγωδία σε στίχους «The Cenci» σε πέντε πράξεις, ενώ η ιστορία της διάσημης και για την ομορφιά της Βεατρίκης θα δώσει «τροφή» επιπλέον στην πένα του Μοράβια, του Τσβάιχ, ακόμα και για το μοναδικό θεατρικό που άφησε ο Σουηδός εφευρέτης της δυναμίτιδας Άλφρεντ Νόμπελ! Η 16χρονη κόρη ενέπνευσε επίσης την περίφημη ζωγράφο του μπαρόκ Αρτεμισία Τζεντιλέσκι αλλά και τον τελευταίο απόγονο της οικογένειας, καλλιτέχνη Φράνκο Τσέντσι, που ζει στη Ρώμη και το 2013 αφιέρωσε στην Βεατρίκη την έκθεσή του στην Acta International Gallery.
Υλικό προνομιακό για το λεγόμενο «Θέατρο της Σκληρότητας», η ιστορία των Τσέντσι δεν θα μπορούσε να διαφύγει της προσοχής του Αντονέν Αρτώ. Ωστόσο το πρώτο ανέβασμα του έργου τον Μάιο του 1935 δεν έτυχε θετικής υποδοχής από κοινό και κριτικούς. Έμεινε στη σκηνή μόλις για 17 βράδια και έγινε η αιτία για την απόφαση του συγγραφέα –και πρωταγωνιστή στην παράσταση– να μην σκηνοθετήσει ξανά για το θέατρο.
Στο έργο του Αρτώ όπως και στην ιστορία από το ομώνυμο χρονικό του Σταντάλ βασίζεται δραματουργικά το κείμενο που συνυπογράφει και σκηνοθετεί η Ιόλη Ανδρεάδη στον υπόγειο χώρο στάθμευσης του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης». Μόλις στην αρχή της χρονιάς είχε παρασταθεί στο Θέατρο Σημείο η δουλειά της «Αρτώ / Βαν Γκογκ, avec un pistolet», το πρώτο μέρος της έρευνας που διεξάγει πάνω στα κείμενα και τη σκέψη του Γάλλου θεωρητικού του θεάτρου.
Διατηρώντας τη δομή πράξεων και σκηνών του Αρτώ και χτίζοντας νέους χαρακτήρες πάνω στα ίδια πρόσωπα της πραγματικής ιστορίας, από κοινού με τον Άρη Ασπρούλη καταθέτουν ένα ενδιαφέρον κείμενο, με γλώσσα που ρέει, συχνά σκωπτική κι άλλοτε πιο λυρική, η οποία αντλεί δάνεια από τους Αρτώ, Σταντάλ, Καμύ, Ρεμπώ και Γκίνσμπεργκ. Δεν λείπουν πάντως τα αφηγηματικά μέρη όπου οι χαρακτήρες, σαν παρατηρητές από το μέλλον, προαναγγέλλουν τα όσα τραγικά έπονται.
«Η Βεατρίκη στο έργο του Αρτώ είναι αρκετά πιο αδύναμη και άβουλη και όταν πια φτάνει στον θάνατο λέει “εύχομαι να μη συναντήσω τον πατέρα μου στον άλλο κόσμο γιατί φοβάμαι πια πόσο του μοιάζω”» σημειώνουν οι συγγραφείς της αθηναϊκής παράστασης. Πάνω σε αυτή τη φράση έπλασαν τη δική τους ηρωίδα βάζοντάς την μάλιστα στην τελευταία σκηνή να συναντά τον πατέρα της στο κατώφλι του άλλου κόσμου.
Δυναμική στο ρυθμό της, η σκηνοθεσία της Ανδρεάδη τοποθετεί μέσα σε μια βιτρίνα τους τρεις ηθοποιούς που ερμηνεύουν τους επτά χαρακτήρες του έργου, αφαιρώντας τους κάθε διέξοδο φυγής. Μαυροντυμένος, βγαλμένος θαρρείς από πίνακα εποχής, ο – συνεργάτης του Θόδωρου Τερζόπουλου – Μιλτιάδης Φιορέντζης σε απορροφά ως απόλυτος πρωταγωνιστής. Με βλέμμα δαιμονικό, φλογισμένο κι εξαιρετικό έλεγχο των εκφραστικών του μέσων σε κάθε επίπεδο (κινησιολογία, εκφορά λόγου) ως Κόμης Τσέντσι κατάφερε να δώσει πρόσωπο στη διαστροφή. Ως Μπαλαντέρ η Ελεάννα Καυκαλά ανέλαβε με ζήλο να αναμετρηθεί με τις απαιτήσεις 4 ρόλων (Καμίλλο, Αντρέας, Ορσίνο, Λουκρητία) μέσα στο σύγχρονης αισθητικής φράκο της - το οποίο πετυχημένα απηχεί στοιχεία ενδυματολογικού κώδικα παλιάς κοπής. Αλλάζοντας υποκριτικό «δέρμα» με αστραπιαίες μετατοπίσεις σε φωνή, κίνηση και περιβολή, πάτησε πιο στέρεα υποκριτικά στους ανδρικούς χαρακτήρες που κλήθηκε να ζωντανέψει. Πιο άπειρη ερμηνευτικά, μία ακόμα νεαρή ηθοποιός, η Μαρία Προϊστάκη (Βεατρίκη) κλείνει την τριάδα. Όπως και η Καυκαλά, αποφοίτησε πρόσφατα από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου και τις εντόπισε η σκηνοθέτιδα. Η Δήμητρα Λιάκουρα περιέκλεισε τη δράση σε μια χρυσοποίκιλτη κορνίζα και κατάφερε να υπηρετήσει εύγλωττα, μακριά από «φλυαρίες», τις σκηνικές οδηγίες και παράλληλα να παραπέμψει τα τεκτενόμενα στη μακρινή χρονολογική τους κοιτίδα. Οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα αναδεικνύουν την ένταση της δράσης με εφιαλτικές σκιές που φέρνουν στο νου φιλμικά πλάνα εξπρεσιονιστικών αποχρώσεων.