Ο Βαγγέλης Γερμανός στο in2life

Ο Βαγγέλης Γερμανός μιλά στο in2life για τους ανθρώπους που δεν έχουν διαφορές, αλλά ιδιαιτερότητες και εξηγεί γιατί αξίζει «να βρίσκεσαι εκεί που δεν σε σπέρνουν».
Ο Βαγγέλης Γερμανός στο in2life
συνέντευξη στην Ειρήνη Ορφανίδου

«… Γιατί, ξέρεις, αυτός είναι ο λόγος που μια ζωή αυτολογοκρίνομαι, δεν θέλω να δώσω στον άλλον την εντύπωση ότι διαφέρω. Ακόμη κι αν διαφέρω. Δεν θέλω… Δεν είμαι ούτε πάνω από κανέναν, ούτε κάτω από κανέναν. Είμαι απλώς ιδιαίτερος, όπως είναι και ο καθένας, δηλαδή. Είναι -πιθανόν- μία ποιοτική μετάπτωση του μυαλού, ένας τρόπος να ξεφύγουμε από την τάση να ψάχνουμε κάποιον για να του ρίξουμε όλα αυτά που έχουμε στην καμπούρα μας…»

Λίγο πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα, έπαιζε στην κιθάρα το «Ζήσε αργά». Μάλιστα με ρώτησε αν ξέρω το τραγούδι. Ήταν ακριβώς η στιγμή που συνειδητοποιούσα ότι «Τα Μπαράκια» του, το βινύλιο σε παραγωγή Διονύση Σαββόπουλου από το μακρινό 1981, έχουν αγαπηθεί από τρεις γενιές. Δεν το λες και λίγο.

Ο παρ’ ολίγον αρχιτέκτονας που έγινε μαθηματικός και κατέληξε τραγουδοποιός - αλλά άνοιξε και μία μικρή κινηματογραφική παρένθεση στην υποκριτική με τους σκηνοθέτες Νίκο Παναγιωτόπουλο και Αντώνη Κόκκινο - έχει μια μακρά μουσική ιστορία που πάει πίσω στη γέννηση και τη δημιουργία του ελληνικού ροκ.

«Ήθελα την κιθάρα, δεν την άφηνα από τα χέρια μου» θυμάται. «Από την άλλη, τι να δηλώσεις, μουσικός; Οι γονείς μου δεν ήταν άνθρωποι με γαλλικά και πιάνο, έπρεπε να δώσω εξετάσεις και ευτυχώς για μένα, δεν πέτυχα στην Αρχιτεκτονική όπου είχα δηλώσει, δεν μπήκα ούτε τον πρώτο ούτε τον δεύτερο χρόνο, αλλά είχα μπει ήδη στο Μαθηματικό. Εμένα η τρέλα μου ήταν άλλη. Ήθελα κιθάρες, τραγούδια κι ακόμη τέτοια θέλω…»

Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε «Ο Αρμενιστής» του, από τις εκδόσεις Ιανός ο Μελωδός, ένα βιβλίο αφιερωμένο στη μοναχική τέχνη του τραγουδοποιού. Στις 13 Φεβρουαρίου τραγουδάει και παίζει τις μεγάλες του επιτυχίες, αλλά και κάποια b-sides από την πλούσια δισκογραφία του στον πολυχώρο «διέλευσις».



Έγραψες τον «Αρμενιστή» για να προσδιορίσεις τα σύνορα της δουλειάς σου; Ποιο ήταν το κίνητρο;
Σε ένα βαθμό ήταν αυτό. Σε έναν άλλον ήταν το εξής: Πολλές φορές μου φέρνουν τραγούδια για να τους πω μια γνώμη, όπως έκανα κάποτε κι εγώ. Είχα παρατηρήσει ότι οι μουσικοί προσέχουν τη μουσική και θεωρούν τον στίχο σαν αναγκαίο κακό. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους στιχουργούς -συνήθως, φιλόλογοι είναι αυτοί που γράφουν στιχάκια. Γράφουν έναν στίχο και δεν έχουν ιδέα για τη μελοποίηση, με αποτέλεσμα εάν το επιχειρήσουν (που συχνά το επιχειρούν) να μην είναι στο ύψος των περιστάσεων, να «γέρνει». Είναι κάτι που το πέρασα κι εγώ και ακόμη το περνάω, δεν παριστάνω ότι έμαθα να γράφω, ακόμη μαθαίνω. Το βιβλίο είναι ένα τρίπτυχο. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στην τέχνη του τραγουδοποιού, δίνει πρακτικές οδηγίες για το πώς μπορεί κανείς να βαδίσει σε αυτή την πορεία.

Ένα εγχειρίδιο…
Ακριβώς. Το δεύτερο, που είναι τα τραγούδια μου, έχει κι αυτό τη σημασία του, επειδή δίνονται περίπου σαν παραδείγματα. Το τρίτο μέρος έχει μία ανατροπή. Το τραγούδι είναι ένας οργανισμός ζωντανός, που κινείται, πάει από δω, πάει από κει, έχει τη δική του ζωή και με αυτή την οπτική πρέπει να το αντιμετωπίζει κανείς και κυρίως, αυτοί που τα φτιάχνουν. Θα πρέπει συνεχώς να τα αλλάζουν. Ακόμη κι αν είναι ολοκληρωμένα, τελειωμένα. Θα μου πεις, εάν τα αλλάξουν, θα γίνει άλλο τραγούδι. Εντάξει, δεν είπαμε να το αλλάξεις τελείως, αλλά να το φρεσκάρεις, να βλέπεις την ελαστικότητα που έχει.

Την επεξεργασία σε δεύτερο ή σε τρίτο χρόνο, μπορείς να την επιτύχεις συνήθως, με μια «πειραγμένη» ενορχήστρωση ή δίνοντας το τραγούδι σε έναν άλλο ερμηνευτή. Υπάρχει και κάποιο μυστικό;
Το μυστικό είναι το εξής: Τα βασικά στοιχεία που απαρτίζουν το τραγούδι είναι η μελωδία, ο στίχος, η αρμονία (τα ακόρντα). Η δύναμη που κρύβεται στο τραγούδι, η οργανική του ενότητα δηλαδή, δεν εξαρτάται ούτε από τη μελωδία, ούτε από τον στίχο. Εξαρτάται από την αρμονία, από τις φωνές που δεν προβάλλονται μπροστά. Κι αυτό έχει εφαρμογή γενική. Η βιτρίνα, που είναι η μελωδία και ο στίχος είναι για την παρουσίαση. Παραμέσα, είναι αλλιώς. Όπως όταν είσαι πιτσιρικάς. Βλέπεις μια όμορφη γυναίκα και την ερωτεύεσαι. Δεν ξέρεις τι θα δεις όταν επιχειρήσεις να κοιτάξεις πιο προσεκτικά την κούκλα. Αυτό πρέπει να κάνει κανείς, να ψάχνει την αρμονία. Και στα τραγούδια και στη ζωή. Η αρμονία είναι μια κατάσταση ρέουσα. Με τον τρόπο που παίζουμε εμείς μουσική (γιατί είμαστε λαϊκοί μουσικοί, δεν είμαστε κλασικοί, να εκτελούμε σουίτες του Μπαχ που άμα τραβήξεις δύο νότες καταρρέει όλο το οικοδόμημα), έχουμε ελαστικότητα στο παίξιμο και στην έκφραση μας, οπότε κάνοντας αλλαγές, δοκιμάζουμε ακριβώς αυτό, την ελαστικότητα. Και την ελαστικότητα την ψάχνουμε στην αρμονία.

Ποια είναι η βαθύτερη σκέψη πίσω από όλο αυτό;
Προσπαθώ να προχωρήσω τη διαδικασία που κάνει το δημοτικό τραγούδι. Το δημοτικό τραγούδι που δεν έχει συνθέτη και στιχουργό –ή, που τέλος πάντων, έχει χαθεί, ξεχαστεί ο άνθρωπος που το έγραψε- «λειαίνεται» από στόμα σε στόμα, περνώντας από τον έναν στον άλλον. Αυτή είναι μια διαδικασία που μπορεί να την κάνει κανείς συνειδητά. Αυτό εννοώ.



Πριν από έναν χρόνο περίπου έκανες το Music School. Δεν σε φόβισε ένα talent show για παιδιά; Δεν σκέφτηκες ότι μπορεί να είναι «αμερικανιά» με ό,τι αυτό σημαίνει;
Επειδή δεν πρόκειται για ελληνική πατέντα - ξεκίνησε από το Ισραήλ και στη συνέχεια έγινε στην Ουγγαρία και αλλού - όταν μου έκαναν την πρόταση, ζήτησα να μάθω τι είναι αυτό, οπότε μου έδωσαν κόπιες με τις εκπομπές που προβλήθηκαν στις δύο αυτές χώρες. Βλέποντας τις κατάλαβα ότι δεν πρόκειται για τα σόου που πηγαίνει κάθε παλαβιάρης ο οποίος νομίζει ότι είναι το παραγνωρισμένο ταλέντο (που μπορεί και να ’ναι ο άνθρωπος, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, ορισμένους από αυτούς τους κοροϊδεύουν κιόλας). Είδα ότι πρόκειται για κάτι άλλο. Αυτό, σε πρώτη ανάγνωση. Σε δεύτερη, δεν υπάρχει υλικό καλύτερο από τα παιδιά, δεν υπάρχει κάτι που να αξίζει περισσότερο σε αυτή τη ζωή. Οι μεγάλοι. προκατειλημμένοι είναι, τρελαμένοι είναι -όταν λέω προκατειλημμένοι, εννοώ ότι από ένα σημείο και μετά βλέπουν τα πράγματα βασιζόμενοι μόνο στην εμπειρία. Όταν ο φακός έδειχνε φάτσα παιδιού να μιλά ή να τραγουδά -αναφέρομαι στην αντίδραση μου βλέποντας τις εκπομπές- ήταν σα να άναβε ένα φως. Αυτό που λες έχει κατά βάθος τη σκέψη τη διαχωριστική, ότι από εκεί είναι αυτοί, από ‘δω είμαστε εμείς, από ‘κει οι παρακάτω. Αυτοί είναι οι σκυλάδες, εδώ είναι οι ροκάδες, εδώ είναι οι έντεχνοι, από κει οι κλασικοί. Είναι μεγάλο λάθος αυτή η διαχωριστικού τύπου σκέψη. Προτιμώ την άλλη, την ενωτικού τύπου. Να βρίσκω κοινά σημεία με το περιβάλλον και όχι να βρίσκω τι με διώχνει.

Καθένας είναι η διαδρομή του, όμως. Είμαστε οι επιλογές μας. Άλλη η δική σου διαδρομή, άλλη η πορεία μιας πρώτης φίρμας στα σκυλάδικα του 1980. Το «όλα ίσωμα» παίζει πολύ ως άποψη, αλλά, τι προσφέρει τελικά;
Βεβαίως και είμαστε οι επιλογές μας. Τις οποίες καθένας πληρώνει…

Συνεπώς, αυτό το ενωτικό που προβάλεις είναι και λίγο ιδεολόγημα
Δεν είναι. Διαφορές δεν έχουμε, ιδιαιτερότητες έχουμε οι άνθρωποι. Στη βάση και στην ουσία είμαστε όλοι ίδιοι. Όλοι έχουν ψυχούλα, όλοι ψάχνονται -όσο ο καθένας μπορεί. Οι πολλοί δεν το αντιλαμβάνονται συνήθως και παίρνουν έτοιμα πακετάκια επιλογών από ‘δω κι από ‘κει και λένε, θα κάνω ό,τι κάνει κι ο άλλος. Αν το δούμε αλλιώς, καήκαμε. Άμα βάλεις μέσα τη διαφορά, τον διάβολο, τη διαβολή, γίνεται θρόμβος. Δεν ρέει το πράγμα, δεν προχωράει.

…Γίνεται κόμπος
Ακριβώς, το είπες πολύ μαθηματικά. Δεν έχω να χωρίσω τίποτα και με κανέναν. Ούτε και με τους πιο «διαφορετικούς» (σε εισαγωγικά η λέξη). Ίσα-ίσα, εάν θέλεις να μεγαλώσουμε λίγο τον χώρο αναφοράς, αυτό έχει ενδιαφέρον. Να βρίσκεσαι εκεί που δεν σε σπέρνουν. Εκεί, έχει ενδιαφέρον να προσεγγίζεις. Στα σίγουρα, τι να πεις; (γέλια)

Εννοείς τις κόντρα συναντήσεις;
Αυτές. Όσο φυσικά, αντέχει η προδιάθεση σου. Δεν λέω να πηγαίνεις με το ζόρι. Και επανέρχομαι. Πριν συμφωνήσω για το Music School, το κουβέντιασα με τη γυναίκα μου και την κόρη μου. Και αποφάσισα ότι θα πάω για να κάνω κάτι καλό. Κάτι που δεν θα προσβάλει. Γιατί, ξέρεις, αυτός είναι ο λόγος που μια ζωή αυτολογοκρίνομαι, δεν θέλω να δώσω στον άλλον την εντύπωση ότι διαφέρω. Ακόμη κι αν διαφέρω. Δεν θέλω. Δεν είμαι ούτε πάνω από κανέναν, ούτε κάτω από κανέναν. Είμαι απλώς, ιδιαίτερος, όπως είναι και ο καθένας, δηλαδή. Είναι, πιθανόν, μία ποιοτική μετάπτωση του μυαλού, ένας τρόπος να ξεφύγουμε από την τάση να ψάχνουμε κάποιον για να του ρίξουμε όλα αυτά που έχουμε στην καμπούρα μας.
Και πάνω απ’ όλα, αφού από εκεί ξεκινήσαμε, τα παιδιά είναι αυθόρμητα, έχουν χιούμορ, είναι άμεσα, δεν κάνουν δεύτερες σκέψεις. Και επιπλέον, μεταξύ 8-12 χρονών είναι σφουγγάρια. Πριν από τα 8 θέλουν τη μαμά τους, μετά τα 12, άντε να τα μαζέψεις. Εκείνα τα τέσσερα ενδιάμεσα χρόνια είναι πολύ σημαντικά, ό,τι τους λες το κρατάνε για μια ζωή.

Μία από τις βασικές απώλειες στην εποχή της ωριμότητας είναι το «αντανακλαστικό» του ενθουσιασμού; Όπως η μείωση της όρασης και της ακοής; Ή, πρόκειται για μύθο και ανεξαρτήτως ηλικίας ένας άνθρωπος ανοιχτός στη χαρά της ζωής παραμένει ενθουσιώδης;
Νομίζω ότι, κατά έναν παράξενο τρόπο, ο ενθουσιασμός μεγαλώνει. Και ξέρεις γιατί; Επειδή φοβάσαι λιγότερο. Το αντανακλαστικό του φόβου φρενάρει το αντανακλαστικό του ενθουσιασμού. Όταν αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι ή να ψυχανεμίζεσαι τι έχει ουσία, τι έχει σημασία για σένα -που κι αυτό δεν είναι κάτι που το βρήκες και το κάρφωσες κάτω, έχει επίσης, την εξέλιξη του- τότε ο ενθουσιασμός σου μεγαλώνει. Κατά κάποιον τρόπο, σα να ελευθερώνεσαι μεγαλώνοντας. Αυτό διαπιστώνω. Ξεκινάς ακούγοντας συνέχεια ένα «μη αυτό, μη εκείνο, πρόσεχε» -την ασφάλεια που κάθε γονιός πρέπει να παρέχει στο παιδί- και σιγά-σιγά οι «απαγορεύσεις» αίρονται και κάποια στιγμή πλησιάζεις στην αίσθηση της ελευθερίας. Που είναι πολύ ωραία.



Info:
Ο Βαγγέλης Γερμανός στο «διέλευσις»
Σάββατο 13 Φεβρουαρίου
Έναρξη 22.30 | Εισιτήριο: 8 €
Πληροφορίες, κρατήσεις: 210/86.13.739
Πολυχώρος Πολιτισμού "διέλευσις"
Λέσβου 15 & Πόρου, Κυψέλη
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v