O μεγάλος βέλγος συγγραφέας παίζει με τους κανόνες του ψυχολογικού θρίλερ σε ένα ατμοσφαιρικό και στιλιζαρισμένο βιβλίο.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Πριν το διαβάσω:
Γιατί το διάλεξα; Επειδή είμαι φαν του Σιμενόν, δεδηλωμένος φαν, που βρήκα ότι η γραφή του δεν περιορίζεται στο αστυνομικό πλαίσιο, για το οποίο είναι διάσημος, αλλά εκτείνεται και σε άλλα βασικά λογοτεχνικά προτερήματα. Επομένως, ό,τι και να πω, θα είναι υποκειμενικό…
Καθώς το διάβαζα:
Τα έργα του Σιμενόν χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στα αστυνομικά, στα οποία αυτό που μετράει είναι πιο πολύ η περιρρέουσα ατμόσφαιρα παρά η αιτιώδης αλληλουχία των ενδείξεων, και στα “σκληρά μυθιστορήματα”. Τα τελευταία χωρίζονται, σύμφωνα με το χρήσιμο επίμετρο του Πετσόπουλου, στα μυστηρίου, όπου πάλι υπάρχει η βία και το αίνιγμα, και στα αμιγώς ψυχολογικά, όπου κυριαρχεί το βάθος στην προσωπικότητα ενός κυρίου ήρωα.
Η “Μπέττυ” ανήκει στα τελευταία. Το κείμενο ξεκινά από την “Τρύπα”, όπου η πρωταγωνίστρια βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, έχει πιει τον άμπακο, καταλαβαίνει και δεν καταλαβαίνει, αλλά μπορεί να μας μεταφέρει την πραγματικότητα μέσα από τη ζάλη της, ώσπου λιποθυμά. Αυτή η έναρξη του μυθιστορήματος προϊδεάζει για πολλά ή για τίποτα, αλλά αξίζει να εμπιστευθούμε το μαγικό χέρι του συγγραφέα.
Όταν ξυπνά, η Μπέττυ βρίσκεται στο ξενοδοχείο “Κάρλτον”, όπου την έχει μαζέψει η Λωρ, πλούσια κατά βάση, που, αφού πέθανε ο άντρας της, μετακόμισε εκεί και ζει μια άλλη ζωή. Τα πράγματα δεν εξιστορούνται όλα μαζί κι αυτό αφήνει στο ημίφως, αλλά χωρίς θολά περιγράμματα, το παρελθόν και των δύο γυναικών, αλλά και το παρόν τους, όσο υπάρχει έξω από το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Αυτό κάνει την αφήγηση πιο ενδιαφέρουσα, καθώς μπορεί να μιλάει σταδιακά για τα άδεια κουτάκια της, να συμπληρώνει τα χάσματα και να εμβαθύνει στην ψυχολογία της ηρωίδας. Τα ερωτήματα που πλανώνται παίρνουν απάντηση, όχι βέβαια ρητή και μονόδρομη, μέσα από το γέμισμα των κενών.
Η Μπέττυ, συμπαθής μέσα στην κατάστασή της, αποδεικνύεται κακή μάνα, αφού δεν μεγάλωσε τα παιδιά της αφήνοντάς τα στις φροντίδες της νταντάς, κακή σύζυγος, αφού απάτησε πολλάκις σε βαθμό πορνείας τον άνδρα της, μέθυση και φευγάτη. Η τωρινή της κατάσταση μας κάνει να τη λυπόμαστε, άρρωστη, αδύναμη, καχύποπτη, ζηλιάρα ακόμα και προς τη Λωρ, με εξάρτηση από το αλκοόλ, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της και να υπογράψει ότι παραχωρεί το δικαίωμα της ανατροφής των παιδιών της στον άνδρα της, ένα κυνηγημένο αγρίμι. Η ψυχολογία της πρωταγωνίστριας απλώνεται μέσα στο μυθιστόρημα όπως το μελάνι στο στυπόχαρτο και γίνεται πλήρως κατανοητή από τον αναγνώστη. Το ζητούμενο είναι τι την οδήγησε σε μια τέτοια μοίρα, ειδικά αφού παντρεύτηκε τον Γκυ από αγάπη.
Το αίτιο, που εξηγεί την αλλαγή στη στάση της, ακούγεται μέσα στην αφήγηση, αλλά δεν προβάλλεται διδακτικά. Αφενός, η ίδια η Μπέττυ έχει αποκτήσει μια παιδεία που θεωρεί τη γυναίκα “βρόμικη”, φορέα του κακού μεταφράζω εγώ, κι έτσι η ίδια “όλη της τη ζωή, αναζητούσε την πληγή της” (σ. 106). Αυτή η αίσθηση αυτοενοχής, η ιδέα για την ηθική της φαυλότητα, για τη ρυπαρή φύση της την κάνει περισσότερο να υποκύπτει στο “κακό”. Αφετέρου, το περιβάλλον στο πλούσιο σπίτι του Γκυ, με την ηγεμονική πεθερά, με τον πετυχημένο αδελφό του, με το κλίμα της οικογένειας που δέχτηκε την Μπέττυ ως παρακατιανή την σπρώχνει προς μια φυγή, που πραγματώνεται με εραστές και με απόσυρση από την ενεργό δράση.
Αφού το διάβασα:
Το έργο κλείνει με μια παράξενη αντιστροφή ρόλων και τύχης μεταξύ της Λωρ και της Μπέττυ. Έτσι, με ένα τέλος που δεν επιδεικνύει τις προθέσεις του, το μυθιστόρημα του Σιμενόν αφήνει πολλά άλυτα σημεία, οδηγεί σε μια ανασκόπηση της ιστορίας, αφήνει εκκρεμή την προσωπικότητα της Μπέττυ, που κανείς δεν ξέρει αν είναι τελικά συμπαθής ή αντιπαθής.