Ο Βαγγέλης Προβιάς στη νέα του συλλογή διηγημάτων μας παραδίδει ιστορίες με σκληρές αλήθειες για τη βία, τη ζωή και την αξιοπρέπεια στην Ελλάδα του σήμερα.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Πριν το διαβάσω: Γιατί το διάλεξα; Επειδή είχα διαβάσει το “Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης” κι έμεινα με την εντύπωση ότι κάτι λείπει του Προβιά, που μπορεί να το βρει σε επόμενες απόπειρές του.
Καθώς το διάβαζα: Προσπέρασα το πρώτο διήγημα που είναι περισσότερο μια χαρτογράφηση των επόμενων, μια τοπογραφική αναπαράσταση της πλατείας με τους κοινωνικούς τύπους και τις ομάδες που συγκροτούν μια περιοχή όχι με ιδιαίτερα γνωρίσματα, αλλά με “αινιγματική, συμβολική, προσωπική και αποκαλυπτική” μορφή. Το προσπέρασα, γιατί κατάλαβα στα επόμενα, ότι οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους είναι αυτοί που έχουν ενδιαφέρον, είναι αυτοί που κερδίζουν τον αναγνώστη με την ιδιαιτερότητα της καθημερινότητάς τους. Οξύμωρο!
Είδα σκληρά διηγήματα, από άλλες εποχές που θα μπορούσαν να είναι και σημερινά. Είναι, λίγο-πολύ, η διαχρονικότητα της ανθρώπινης μοίρας. Είναι η all time classic δυστυχία που δεν ευνοεί ωστόσο το μελό και την εύκολη επίδειξη. Είναι ο οίκτος η ακατάλληλη μέθοδος για να προσεγγίσουμε τον άλλο. Είναι η γραφή το οξύ νυστέρι που διανοίγει σάρκες και αισθήματα. Είναι η συμφορά συνώνυμο της έμπνευσης αλλά και της κοινωνικής ανάλυσης.
Οι ήρωές του διακρίνονται από μια μουντή αξιοπρέπεια: στο “Αυτό δεν είναι λαβ στόρυ” ο πρωταγωνιστής προτίμησε να μην εκθέσει τη ζωή του στην κοπέλα που αγάπησε, η οποία ήθελε να την κάνει βιβλίο. Στη “Θάλασσα της Σιρίας” ο Σύρος πρόσφυγας πουλάει το κορμί του για να ζήσει, ενώ στο “Κόκκινες μπάλες και κίτρινα σφηνάκια” η εκ πρώην Σοβιετικής Ενώσεως Νίνα είναι πιο αξιοπρεπής από την απολυμένη αφεντικίνα της Μαριάννα. Στη “Σιωπή” ο με τακτοποιημένη ζωή κύριος χαίρεται που βλέπει δυο αγόρια να είναι ερωτευμένα μεταξύ τους, στο “Καπάκι” ο νεαρός Αλέξανδρος ξεκινά τη δουλειά ως το παιδί του καφενείου και στον “Κόκκινο λεκέ στο πουκάμισο” ο μπράβος Σταμάτης ή Ζακέτας αφήνεται να πιστέψει πως μια πόρνη, που τη συνάντησε σε μπαρ, θέλει αυτόν και όχι τη χοντρή δεσμίδα χαρτονομισμάτων που κουβαλά στην τσέπη του.
Δεν λείπει η σαρδόνια ειρωνεία προς όποιον κοιτάζει με δόλιο μάτι τους συνανθρώπους του, ενώ ο ίδιος είναι υποκριτής και μοχθηρός. Στους “Σάπιους ανθρώπους”, σάπιοι δεν είναι οι άλλοι αλλά εμείς που κουτσομπολεύουμε χαιρέκακα.
Σε πολλά διηγήματα του τόμου ο θάνατος καραδοκεί, ωμός, κυνικός, νομοτελειακά υπηρεσιακός, χωρίς αναστολές και συμπόνιες. Στη “Μέθοδο των τριών” μια οικογένεια συναντά στο εξοχικό της τρεις αδίσταχτους κακοποιούς, στη “Θάλεια και ο Λουκάς”, όταν πεθαίνει ο άντρας της, αυτή τον θυμάται κλαίοντας στην κηδεία του Παντελίδη και στην “Κίνηση του ήλιου” ο χουντικός βασανιστής Μπάξης πεθαίνει υπέργηρος, συνειδητοποιώντας τι είναι για τους γονείς να χάνουν τα παιδιά τους. Κι ενίοτε ξεμυτίζει η ζωή ως αντίβαρο στον θάνατο: π.χ. στο “Φορτίο” η αδελφή κουβαλά το φέρετρο με τη μάνα της μέχρι να βρει τη ζωή στο παιδί που είναι έγκυος και στα “Φαγώσιμα έντομα” ο εργαζόμενος σε θερμοκήπιο εντόμων αγαπά τη ζωή, όποια ζωή κι αν συναντά.
Αφού το διάβασα: Τα σκληρά κείμενα του Προβιά είναι πιο εύστοχα σε σχέση με την πρώτη του συλλογή, πιο συνταρακτικά, πιο ευθύβολα. Η ζωή και ο αναπόδραστος θάνατος, η βία ανάμεσα στους Έλληνες, σαν να μιλάει συνεχώς για έναν νέο ενδοκοινωνικό Εμφύλιο, η αξιοπρέπεια, το νοσταλγικό παραμύθι της ύπαρξης είναι στοιχεία που καταξιώνουν το βιβλίο.