Η πρώτη φλέβα: Ένας ναυτικός και μία πόρνη… θυμούνται
Ο Γιάννης Μακριδάκης επιστρέφει με δύο παράλληλους μονολόγους, τις ενδιαφέρουσες και καλογραμμένες αφηγήσεις ενός ναυτικού και μιας πόρνης.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Πριν το διαβάσω: Γιατί το διάλεξα; Επειδή είμαι φαν του Μακριδάκη, έχω διαβάσει τα πάντα, τον παρακολουθώ από τότε που ξεκίνησε, ασχέτως αν η ερεθιστική γραφή του με εμπνέει ή με απωθεί, με βρίσκει σύμφωνο ή με εξωθεί σε σφοδρές διαφωνίες.
Καθώς το διάβαζα: Μικρό βιβλιαράκι που διαβάζεται γρήγορα, με εκείνη την αφηγηματική άνεση που σε παρασέρνει, αν και λείπει η υπόθεση που σε ωθεί προς το τέλος. Πρόκειται για τους μονόλογους ενός ναυτικού και μιας πόρνης, οι οποίοι εναλλάσσονται, καθώς μια διηγείται ο ένας και μια ο άλλος, σε ένα διαρκές πινγκ-πονγκ. Είναι δυο προφορικές μαρτυρίες, που έχουν δουλεμένη τη γλώσσα, αν και θα μπορούσε ο συγγραφέας τους να φτιάξει πιο ιδιαίτερο το ύφος του καθενός.
Κι αν επιλέξει ο συγγραφέας δύο τέτοιες παράλληλες ιστορίες, τότε τι να περιμένει ο αναγνώστης από τη συμπαράθεσή τους; Μπορεί να περιμένει μια σταδιακή σύγκλιση, όπου στο τέλος οι δυο ιστορίες φέρνουν κοντά τους πρωταγωνιστές τους, τις μοίρες τους ή τις ρότες τους. Μπορεί να περιμένει μια κατοπτρική αντανάκλαση, όταν η μία ιστορία αντικατοπτρίζεται στην άλλη, βρίσκει στην απέναντί της το δικό της πρόσωπο, αλλοιωμένο βέβαια μέσα από τις παραμορφώσεις του κρυστάλλου, διαστρεβλωμένο από τις ανάγκες και την προσωπικότητα του άλλου. Ή τέλος, μπορεί να περιμένει μια αντίθεση, τα μέρη της οποίας να τονίζονται κάθε τόσο ή στην οποία να φαίνεται η αντίστιξη δύο προσώπων.
Ο ναυτικός εδώ αφηγείται τα ταξίδια του, τις φουρτούνες και τα λιμάνια, αποσπασματικά στιγμιότυπα από τη ναυτική του σταδιοδρομία. Πιο πολύ όμως η αφήγηση εστιάζει στις περιπέτειες του αφηγητή με γυναίκες, κατά βάση πόρνες, που ψάρευε ή τον ψάρευαν στα μπαρ ανά την υφήλιο, από την Ιαπωνία έως τη Βραζιλία. Ελάχιστα δηλαδή εξιστορεί τα βάσανα του ναυτικού (ίσα ίσα μια άγρια θαλασσοταραχή στον Βισκαϊκό κόλπο) και σε συντριπτικό ποσοστό ο στόχος της αφήγησης είναι να δείξει πώς η ζωή του γέμισε με ερωτικές εμπειρίες της μιας νύχτας ή περισσότερων.
Η ιερόδουλη από την άλλη είναι φυσικό να μιλάει κατά βάση για την πορνική της πορεία, από τότε που ξεκίνησε και μπήκε στο επάγγελμα μέχρι τώρα που συνταξιοδοτήθηκε. Από τα πρώτα βήματα στον Πειραιά μέχρι το «σπίτι» που είχε στα Χανιά. Είναι μια ζωή για την οποία δεν παραπονιέται, ίσα ίσα που επιμένει ότι ήταν ευχαριστημένη από όσα έζησε, δεν μεμψιμοιρεί, δεν γκρινιάζει για την άδικη μοίρα… Οι πελάτες της που τη σέβονταν, η θέση της συχνά ως εξομολόγου, η ανεξαρτησία της, η ανάληψη του ρόλου της που δεν την έκανε φτηνό δοχείο σεξ, αλλά μια “τιμιότερη” παρουσία συνδρομής των ανδρών.
Τελικά, τι αποκομίζει ο αναγνώστης από αυτές τις δύο ιστορίες; Καταρχάς, απολαμβάνει τις αφηγήσεις, διαβάζει δυο μονολόγους που έχουν ενδιαφέρον, ελεγχόμενο ρυθμό, γρήγορο τέμπο, καίριες επικεντρώσεις σε σημεία που έχουν σημασία, συνδυασμός γεγονότων και σχολίων από τον αφηγητή… Είναι λοιπόν δύο καλογραμμένες αφηγήσεις που κρατούν, και λόγω της εναλλαγής τους και λόγω της έκτασής τους, το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Από εκεί και πέρα ποιο μοτίβο συνδέει τις δύο ιστορίες; Δεν έχω πολλά να πω. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι υπάρχουν υπόγεια κανάλια που συνδέουν τα δύο συγκοινωνούντα δοχεία. Το χρονικό διάστημα ας πούμε σε πρώτη φάση των δεκαετιών ’60 μέχρι ’80 στο οποίο κινούνται και οι δύο δεν φτάνει. Είναι όμως ορατό πως η μία ιστορία θηλυκώνει μέσα στην άλλη, σαν γιν-γιαγκ, αφού η πόρνη μιλά για τους πελάτες της κι ένας πελάτης, όχι της ίδιας, ο ναυτικός μιλά για τις εκδιδόμενες με τις οποίες κοιμήθηκε. Σε άλλους τόπους και με άλλα συμφραζόμενα η ίδια ιστορία, σπασμένη και ξαναραμμένη από δύο διαφορετικούς ανθρώπους που όμως ο ένας γνώρισε σχηματικά τον άλλο.
Μια εμφανής ομοιότητα είναι η ανεξαρτησία και των δύο ηρώων, καθώς ζουν ελεύθεροι, χωρίς περιορισμούς, χωρίς γάμους και δεσμεύσεις (ο ναυτικός παντρεύτηκε και έκανε ένα παιδί, αλλά αυτό δεν ακούγεται παρά μόνο στο τέλος, σαν να μην έπαιξε κανέναν ρόλο στις λιμανίσιες περιπέτειές του). Και οι δύο λοιπόν προβάλλουν με τα λόγια και τις πράξεις τους την ελεύθερη ζωή τους, η μία που δεν είχε ποτέ πάτρωνα να την καταπιέζει και να την εκμεταλλεύεται, ο άλλος αναδεικνύει την ταξιδιάρικη υφή του επαγγέλματος που τον αποδεσμεύει από οποιαδήποτε σταθερή και άρα υποδουλωτική μονιμότητα.
Αφού το διάβασα: Ωραία ανάγνωση, αλλά δεν μπορώ να επαναπαυτώ σ’ αυτήν τη διαπίστωση με έναν Μακριδάκη που συνεχώς τονίζει μια Ιδέα και προσπαθεί με τη λογοτεχνία του να της δώσει σάρκα και οστά. Εδώ τι; Την ελευθερία, την αντισυμβατικότητα, το σπάσιμο των ταμπού, την πορεία κόντρα στα ήθη και τις κοινωνικές σταθερές; Η πόρνη ναι, απόλυτα, αφού ζει ενάντια στα καθιερωμένα, αλλά ο ναυτικός έχει περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο ως τέτοιο ον.