Ο Θωμάς Κοροβίνης σκιαγραφεί τον Έλληνα των τελευταίων πενήντα ετών μέσα από τον χειμαρρώδη, σαν πολυβόλο λόγο της ηρωίδας του, της εκρηκτικής Ζηνοβίας.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Πριν το διαβάσω: Γιατί το διάλεξα; Επειδή μου το χάρισε ένας παλιός συστρατιώτης μου, που κρατάμε επαφή εδώ και τριάντα χρόνια. Μου το χάρισε θυμίζοντάς μου τον λοχαγό στο στρατόπεδο που έβριζε με τέτοιο πλούτο λεξιλογίου, με τέτοιους αυτοσχεδιασμούς, με τέτοιο ταμπεραμέντο που έκανε τις πέτρες γύρω μας να κοκκινίζουν. Τι μου θύμισε!
Καθώς το διάβαζα: Όντως το λεξιλόγιο της Ζηνοβίας, της αφηγήτριας του εκρηκτικού μονολόγου του Κοροβίνη, σπάει όλα τα κοντέρ. Δεκάδες επίθετα να λούζουν τον άντρα της, δεκάδες σύνθετα ουσιαστικά να προσπαθούν να τον χαρακτηρίσουν, δεκάδες βρισιές που ρίχνονται κατά ριπάς, μια χειμαρρώδης καταιγίδα καταρών και απωθημένων. Μπαίνοντας στις πρώτες σελίδες βλέπω τον ορυμαγδό μιας πολυβολούσας γυναίκας, η οποία ταχυβολεί σαν μυδραλιοβόλο, αφηγούμενη όσα τη βαραίνουν από τη συζυγία με τον άχρηστο Πραξιτέλη Σαντζακόγλου.
Η Ζηνοβία είναι στη δεύτερη νιότη της, τραγουδίστρια στα “Κουτουπώματα”, ντιζέζ της παλιάς σχολής, λαϊκός τύπος που έφτασε μέχρι τη δευτέρα γυμνασίου, άνθρωπος της πιάτσας, της νύχτας, του λιμανιού (κάτι μεταξύ Τρούμπας και Λαδάδικων), Θεσσαλονικιά, του βαρύ λαϊκού σεβντά. Το λούσιμο, όπως προείπα, αφορά στον άντρα της, που είναι ένας τιποτένιος πορνόμυαλος, ένας χαμερπής ανεπρόκοπος, ένας ποταπός αναξιότροπος. Στο πρόσωπό του συνοψίζονται όλα τα δυνατά ανθρώπινα (αρσενικά) ελαττώματα, που φτάνουν στα άκρα, αφού πέρα από μουρντάρης και αρσενοκοίτης είναι και κτηνοβάτης, πέρα από τεμπελχανάς είναι και ανεμοδούρας, πέρα από εξουσιόδουλος είναι και αριβίστας. Η λεκτική λαίλαπα της Ζηνοβίας βγάζει μπρίο και πάθος, οργή και μανία, ορμητικότητα και οργιαστικό αποτροπιασμό.
Το κείμενο, παρόλο που διεκδικεί διαχρονική ελληνικότητα, τοποθετείται χρονικά στη σημερινή Ελλάδα του Τσίπρα, αλλά καλύπτει τουλάχιστον τα τελευταία σαράντα πενήντα χρόνια: Aπό τα κολλητά τζιν στα παντελόνια καμπάνες και από τον Ανδρέα στον Σαμαρά. Ο Πραξιτέλης-Πράξος είναι ένας ακραίος αλλά και αντιπροσωπευτικός Έλληνας, με την πολιτική μετακίνησή του όπου φυσάει ο άνεμος της εξουσίας, με το αριστερό παρόν αλλά και με το δεξιό παρελθόν, με την πολυγαμική φύση και την άξεστη αμορφωσιά, με τη νυχτόβια συμπεριφορά και την ακαμάτικη νοοτροπία, με την ύπουλη τσιγκουνιά και τη βιτρινάτη μαγκιά. Όλα στο φαίνεσθαι, στον αέρα, στο ανδρικό ταμπεραμέντο που είναι φούσκα και κούφιο νταηλίκι. Δεν ξέρω αν ο Έλληνας είναι όντως έτσι ή αν έχουμε μια καρικατούρα καραγκιόζη που περιέχει και δόσεις βαρβατοελληνικότητας, αλλά το καταχάρηκα όπως το διάβαζα μονοκοπανιάς.
Σε ορισμένες φάσεις η γλώσσα της ηρωίδας ξεφεύγει και όσο κι αν έχει διαβάσει, δεν μπορεί να μιλάει με δόκιμες λέξεις και με φράσεις των αρχαίων. Αυτό, αν τεθεί σε δεύτερη μοίρα, δεν θα εμποδίσει τον αναγνώστη να χαρεί τον χείμαρρό της, τον μονόλογο κατάρα, που καθαίρει τα βάσανά της και ξεμπροστιάζει όλη τη σήψη ενός ανθρώπου.
Αφού το διάβασα: Γρήγορη ανάγνωση, τελείωσε μέσα σε δυο ώρες. Δυνατή σαν αψέντι η γλώσσα, έντονη η σκιαγράφηση του Πραξιτέλη, κόλαση το στοματάκι της Ζηνοβίας. Μέσα στην υπερβολή του ο μονόλογός της αφήνει τον καταρράκτη του να μπει στο μυαλό μας και να το ανακατέψει.