Το «λαϊκό τραγούδι» είναι μια έννοια τόσο ευρεία και για αυτό τόσο ασαφής όσο περίπου και εκείνη του «ροκ». Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο In2life, ο Βαγγέλης Γερμανός το έθεσε με ενδιαφέροντα τρόπο. «[όλοι εμείς] είμαστε λαϊκοί μουσικοί, δεν είμαστε κλασικοί, να εκτελούμε σουίτες του Μπαχ που άμα τραβήξεις δύο νότες καταρρέει όλο το οικοδόμημα».
Μια ασφαλής προσέγγιση, χωρίς να είναι εξαντλητική, θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον τίτλο του λαϊκού τραγουδιού στο τραγούδι του μέσου όρου. Στο τραγούδι δηλαδή που εκφράζει μεγάλες πλειοψηφίες μιας κοινωνίας ή/και μιας εποχής. Υπό την έννοια αυτή, ακόμη και η σκηνή του «σκυλάδικου», που ξεκίνησε περιθωριακή και έγινε στη συνέχεια mainstream αποτελεί γνήσια έκφραση λαϊκότητας.
Ωστόσο, το τι «σημαίνει» σε κάθε εποχή το λαϊκό τραγούδι, το τι κουβαλά και ποια πάθη εκτονώνει είναι κάτι που δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια τόσο ευρεία κατηγοριοποίηση όσο αυτή της ονοματολογίας. Και αυτό γιατί η σημασία που έχει η λαϊκότητα του τραγουδιού εξαρτάται από τις κοινωνικές δυναμικές, τις πολιτισμικές συγκρούσεις πολύ πιθανό και τις ταξικές αναμετρήσεις, όπως θα πρόσθεταν οι μαρξιστές.
Ακριβώς μάλιστα για αυτό είναι χρήσιμο να παρατηρήσουμε τα λαϊκά ρεύματα και τις όποιες πολιτισμικές πτυχές αυτά ανέδειξαν, σκόπιμα ή άθελά τους.
Το βιβλίο του Λεωνίδα Οικονόμου «Στέλιος Καζαντζίδης, Τραύμα και συμβολική Θεραπεία στο ελληνικό τραγούδι» ασχολείται με τον αρχιερέα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού των δεκαετιών του '50, του '60 και του ΄70, και την χρυσή εποχή του κλασικού λαϊκού τραγουδιού.
Ο συγγραφέας, σκιαγραφώντας το μουσικό κλίμα της εποχής δίνει τα νοητικά και επιστημονικά εργαλεία ώστε ο καθένας να ανιχνεύσει πράγματα για την ουσία και την ψυχή του λαϊκού τραγουδιού, για τους δρόμους και τις διαδικασίες της λαϊκής εκτόνωσης. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιώντας ερευνητικές και ερμηνευτικές μεθόδους της εθνομουσικολογίας, επιχειρεί να δείξει την επίδραση του λαϊκού τραγουδιού και του λαϊκού ινδάλματος στους απλούς ακροατές. Γιατί δεν μπορεί να μιλά κανείς τόσο αναλυτικά για τον Στέλιο Καζαντζίδη χωρίς να φέρνει στο προσκήνιο το κλίμα ολόκληρης της εποχής για την Ελλάδα, εντός και εκτός συνόρων.
Με τη συλλογιστική αυτή ο Λεωνίδας Οικονόμου παρουσιάζει με εξαιρετικά εύστοχες παρατηρήσεις πράγματα «αυτονόητα» από την σκηνή της λαϊκής μουσικής της δεκαετίας του ’50.
«Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Απόστολος Καλδάρας και άλλοι μουσικοί που εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στη δεκαετία του 1940 πιστώνονται από σύγχρονους και μεταγενέστερους ερευνητές και σχολιαστές με την αποσύνδεση του ρεμπέτικου από τον κόσμο του περιθωρίου και τη μετατροπή του σε ένα ευρύτερο είδος τραγουδιού που έχει αποβάλει τα «αντικοινωνικά» θέματα και τα έντονα ανατολίτικα στοιχεία και εκφράζει τις ανησυχίες και τις ευαισθησίες του λαού. (…) αντίθετα από τη λέξη ρεμπέτικο, που εξακολουθούσε να έχει ισχυρές αρνητικές συνυποδηλώσεις, ο όρος λαϊκό χρησιμοποιούνταν στη λαογραφία και τον πολιτικό λόγο, έδινε στη μουσική του μπουζουκιού νέο κύρος και αξία».
Το βιβλίο καταλήγει με τη θέση του συγγραφέα ότι το τραγούδι του Καζαντζίδη έχει πραγματικά θεραπευτικές ιδιότητες για την ψυχική υγεία αρκετών από τους ακροατές του. Αν και πρόκειται για ενδιαφέρουσα σκέψη, αποτελεί το πιο αδύναμο σημείο του βιβλίου.
Είναι αλήθεια πως λίγοι θα αμφισβητήσουν την καταλυτική σημασία που είχαν για την πολιτισμική ταυτότητα του μέσου Έλληνα των δεκαετιών ’50 και ΄60 ο Καζαντζίδης και τα τραγούδια του. Ωστόσο, ο συγγραφέας προχωρά παρακάτω, αναφέροντας πως η αγιοποίηση του Καζαντζίδη τον βάζει σε θέση πραγματικού ηγέτη για μεγάλη μερίδα κόσμου. Ο τελετουργικός χαρακτήρας του τραγουδιού του Καζαντζίδη εντάσσει τον τραγουδιστή, κατά τον συγγραφέα, στους «συμβολικούς θεραπευτές» και δίνει στους ακροατές του «ψυχολογική και πνευματική καθοδήγηση και στήριξη». Εδώ υπάρχει ένα λεπτό όριο, το οποίο η ερμηνεία του Οικονόμου κατά τη γνώμη μου ξεπερνά.
Είναι μια θέση εμποτισμένη με τις αναλυτικές μεθόδους της εθνολογίας και της εθνομουσικολογίας, η οποία στηρίζεται στις ολόψυχες μαρτυρίες λαϊκών ανθρώπων, που αγάπησαν τον «Στέλιο» σαν συγγενή και σαν είδωλο. Αυτή η αμφίσημη κοντινή- μακρινή σχέση καλλιτέχνη και πληροφορητών τους οποίους αξιοποιεί ο Οικονόμου, θεωρώ πως είναι προβληματική στο να στηρίξει τη θέση του συγγραφέα.
Επί παραδείγματι, πώς μπορεί κάποιος να είναι ασφαλής ότι η επιθυμία των ανώνυμων φίλων του Καζαντζίδη να νιώσουν σήμερα κοντά στο ίνδαλμά τους δεν θα αλλοιώσει την εντύπωση της τότε πρόσληψης του τραγουδιού; Ή- για να είμαι ακριβέστερος- πώς θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει τον τρόπο και την έκταση με την οποία συνέβη αυτή η αλλοίωση;
Σε κάθε περίπτωση, είτε διαφωνεί, είτε συμφωνεί κανείς με την θέση του συγγραφέα στα περί «θεραπείας», οι διαδικασίες σκέψης και αναρώτησης γύρω από τη φύση και τη λειτουργία του λαϊκού τραγουδιού στις οποίες βάζει ο Οικονόμου τον αναγνώστη του, αξίζουν και την τελευταία σελίδα αυτής της ευκολοδιάβαστης μελέτης.
Δύσκολα κάποιος θα διαβάσει το «Στέλιος Καζαντζίδης Τραύμα και συμβολική Θεραπεία στο λαϊκό τραγούδι» και δεν θα αλλάξει για πάντα τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τη λαϊκή μουσική- ακόμη και τη σημερινή.
Δημήτρης Γλύστρας
“Στέλιος Καζαντζίδης, Τραύμα και συμβολική θεραπεία στο λαϊκό τραγούδι”
εκδόσεις Πατάκη
2015
Σελ. 412
Τιμή: 13,15