Ο Γιάννης Ευσταθιάδης επιστρέφει με μια συλλογή μικρών διηγημάτων, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι απολαυστικά γεμάτα με παιχνίδια του έρωτα και του μυαλού.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Μετά την εξαιρετική συλλογή μικρών διηγημάτων με τίτλο “Εκατό” ο Ευσταθιάδης επανέρχεται με 14 κείμενα, ετερόκλιτα και ανισοϋψή, κλασικότροπα και αντισυμβατικά, ρεαλιστικά και παράλογα.
Η αλήθεια είναι ότι προσπέρασα αδιάφορα δύο διηγήματα με συμπιληματικό χαρακτήρα και αδιάφορο, για μένα, σκοπό, προσπέρασα και δυο-τρία άλλα που διαβάζοντάς τα δεν μπόρεσα να φτάσω σε κανένα επίπεδο συγκινησιακής ή διανοητικής ευχαρίστησης και κρατώ από αυτό το μικρό τευχίδιο των εκατό σελίδων πάνω από τα μισά.
Ένα μέρος από αυτά αφορούν τον έρωτα και τα παιχνίδια που κάνει το μικρόβιό του στο μυαλό, παιχνίδια φαντασίας, υποψίας, βασανιστικών σκέψεων ή αχαλίνωτου ταξιδιού, τριβελίσματος ή ηδονικής επινοητικότητας. Όταν η γυναίκα του αφηγητή κάνει μια ασήμαντη παρατήρηση για το πώς πρέπει να πλένουν την οδοντόβουρτσα, αυτός καταλήγει να υποθέσει ότι κάτι άλλαξε στη ζωή της κι αυτό είναι ένας εραστής (“Η οδοντόβουρτσα”)! Στον “Βελονισμό” από την άλλη ο ξαπλωμένος μπρούμυτα βελονισμένος ακούει από το διπλανό παραβάν κάποια να γδύνεται και φαντάζεται τη γυναίκα που βγάζει ένα-ένα τα ρούχα της, αλλά κατόπιν ανακαλύπτει ότι… Και ανάλογα ο αφηγητής παρατηρεί με κυάλια μια γυναίκα να επισκέπτεται κάθε μέρα τον εραστή της, κάτι που τελικά δεν έχει συμβεί ποτέ (“Αυτόπτης μάρτυς”).
Παρόμοια ερωτογενή συναισθήματα γέννησαν το διήγημα “Δείκτης προστασίας”, όπου ένας μικρός προσκαλείται να βάλει λάδι στην λάγνα πλάτη μιας παιχνιδιάρας ενήλικης, πράξη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ηδυπαθής παρενόχληση ανηλίκου. Στο “Rewind” μια γυναίκα που ανακαλύπτει βίντεο με την απιστία του άνδρα της, αντί να γίνει έξαλλη, βλέπει τον πόθο της για εκείνον να συνδαυλίζεται. Και τέλος, σ’ αυτόν τον κύκλο έρωτα και παιχνιδιού, ο άνδρας αποκαλύπτει στη γυναίκα του μια απιστία ετών, αλλά κανείς τελικά δεν καταλαβαίνει γιατί αυτή η παράλληλη ηδονική σχέση δεν τον έκανε ευτυχισμένο (“Μαύρο φόρεμα”).
Σε όλα αυτά, ο Ευσταθιάδης δημιουργεί ατμόσφαιρα, χρησιμοποιεί τη φαντασία για να γεννήσει φιλήδονα σκηνικά και τη γλώσσα, ή μάλλον την αφήγηση, για να τα κάνει δελεαστικά και θελκτικά. Το μυαλό μπορεί να φανταστεί μη πραγματικές σκηνές, να τις εμπλουτίσει με προεκτάσεις, να μπει σ’ αυτές και να ηδονιστεί, μια πνευματική ηδονή που το κρατά ζωντανό και παράλληλα εκτρέφει τη λογοτεχνία. Το τέλος που απρόσμενα βάζει το δικό του τελειωτικό λιθαράκι, ξεσκεπάζει την πλάνη, πλάνη ως απάτη αλλά και ως περιπλάνηση, χωρίς να στερεί τη μαγεία.
Θα σταθώ ακόμα σε δύο διηγήματα “αστυνομικού” χαρακτήρα. Στο “Επ’ αμοιβή” ζητείται από έναν συγγραφέα να περιγράψει ευφάνταστα τον θάνατο του εντολοδόχου του κι αυτός το κάνει κυριολεκτικά πράξη, ενώ στην “Τρίλια του Διαβόλου” ο αστυνόμος ανακρίνει έναν συγγραφέα, στο βιβλίο του οποίου εξιστορούνται τρεις φόνοι, οι δύο από τους οποίους έγιναν μετά την έκδοση του μυθιστορήματος, όπως ακριβώς αυτό τους περιγράφει. Ο τρίτος..; Και στα δύο έργα, το μυστήριο συνδέεται με τους δρόμους της λογοτεχνίας, με τη δυνατότητά της να ακονίζει το μυαλό και να επινοεί τη ζωή, εισάγοντας πιθανά σενάρια που ενδέχεται να πραγματοποιηθούν.
Σπουδή στο μικρό διήγημα που έχει το ακαριαίο αποτέλεσμα της συμπύκνωσης, της ατμόσφαιρας και της κοφτερής κατάληξης.